ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

- Ήρθε όμως η Κατοχή η ρημάδα…Τότε δούλευε το «είδος μ’ είδος»!
 Σαν νάταν τώρα, θυμάμαι τον Αποστόλη, το μαχαλόμαγκα, να κοσιεύει… Δεν περβατούσε, κόσιευε… και βιάζονταν…
«Πάνου για μέσα (μέσα ήταν η αγορά, το παζάρ’) θέλ’ς τίπουτα;»… Πήγαινε για τις δουλειές του ποδαριού… να μη βγει από λόγο… αυτού ήταν εντάξει…
(Ανοίγω παρένθεση… Παιδάκια μου. Έζησα σε άλλες εποχές, τίποτα δεν ήταν εύκολο στην καθημερινή ζωή μας… από το πλύμα των χεριών και μια στάλα νερό στα μάτια… ώσπου να πας να βρεις τον απόπατο στου ήλιου τη μάνα!.. Γι’ αυτό και τα κατροτσιάνακα είχαν τον πρώτο λόγο για δίπλα στο κρεβάτι, με το σμπάθειο…)
Παιδάκια μου… σκοτώστε με… πάλι ξέφκα… πού να τα προλάβω όσα θέλω να σας πω… Τ’ αγαθά που υπάρχουν για το κάθε τι στη σημερινή μας ζωή, ούτε τα φανταζόμασταν ότι θα τα ζήσουμε… Κανα-δυό ήταν οι χοντρέμποροι που έφεραν από την Αθήνα… Αθηναϊκά ή ξένα είδη διατροφής… Κι αυτοί που δούλευαν με το ποδάρι τους «δουλειές του ποδαριού»… κόσιευαν να βρουν το καλύτερο και το συμφερότερο!..
Εδώ μπαίνει ο Αποστόλης μας… το παιδί από καλή οικογένεια… που τόχαν κάνει «απόπαιδο» επειδή είχε σηκώσει «μπαϊράκι» κι ήθελε παρά και σιατούρες!..
Και σαν βρέθηκε στο γιατάκι του γκάζιακα, της Τζ’βούλας, τον μάλωνε ο πατέρας μας που ήταν γνωστός με την φαμίλια του… για τον ξεπεσμό του… κι εκείνος ξεκαρδίζονταν στα γέλια κι έφευγε τρέχοντας…
Ήρθε όμως η Κατοχή η ρημάδα… Η Τζ’βούλα κι ο γιος της ήθελαν και να φαν και ντ’θούν και να ποδεθούν. Τότε δούλευε το «είδος μ’ είδος»! Τι να δώσει η Τζ’βούλα κι ο Αποστόλης… ούτε χωράφι με πατάτες και καλαμπόκι και φακή είχαν… ούτε ελιές για λάδι και ό,τι άλλο θέλαμαν για να μη ψοφήσουμε (όπως ψόφησαν στας Αθήνας)!
Ο μαχαλόμαγκας μας, ο Αποστόλης, δεν τόβαλε κάτω. Κι η Τζ’βούλα χάλευε παράδες κι οι γκόμενες οι νιές ήθελαν παράδες (έστω και Κατοχικά…) και παράδες βρίσκονταν μοναχά στ’ απαγορευμένα!.. Τουτέστιν, βενζίνες και πετρέλαια.
Και τραγουδιώταν το άσμα: «Μπενζίνες και πετρέλαια, εμείς τα κυνηγάμε, γιατ’ έχουνε πολλά λεφτά, κι έτσι τα κονομάμε… Θα σαλτάρω θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να σου πάρω…»!
Από κάτι Αποστόληδες είχε βγει αυτό το άσμα! Βίβερε περικολοζαμέντε ο Αποστόλης, να βγει στις υποχρεώσεις του κι η Τζ’βούλα είχε καταντήσει 007 από την παρακολούθηση του στεφανιού της.
Πάνω σ’ αυτή τη φουρτούνα, έχασε και τον φτωχό τον Πετράκη, νιο παλληκαράκι. Τον έφαγε η ρουφιάνα η μάνα του. Οι νύφες που του έριχνε στο γιατάκι, θέλουν γερά κότσια και γερά νεφρά! Του Πετράκη, του έβγαινε η ψυχούλα από τότε που γεννήθηκε. Πολύ ήθελαν να κλείσουν τα βασανισμένα ματάκια του;
Πολύ το λυπήθηκα το φτωχό πλάσμα, και σιχάθηκα τελείως το κτήνος τη μάνα του που χτυπιώταν που της έφυγε το παλληκάρι της.
Για τον παρά που λάτρευες έφυγε μωρή ρουφιάνα ο φτωχός ο Πετράκης. Κτήνος… ε… κτήνος!
Το κτήνος η μάνα, δεν τόβαλε κάτω με το στεφάνι της. Όταν σιγουρεύτηκε πως είχε αγαπητ’κιά ο Αποστόλης της… πήγε στη Γκεστάπω, τους είπε δυο κουβεντούλες για μπενζίνες και πετρέλαια, για αγαπητ’κές και για στεφάνια… και βρέθηκαν όλοι ομού, στο απόσπασμα!.. Τους πήρε όλους στο λαιμό της. Παιδί, στεφάνι (άντρα), αγαπητ’κιά… και το κεφαλάκι της!..
Παιδιά… μήπως ξέρετε; Ευδοκιμούν ακόμα αυτά τα φρούτα… οι ρουφιάνες;
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.