ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Τον πήγε στο Κάστρο της Άρτας σ’ ένα... σπίτι!

- Aν ζιεί, χαίρομαι που λεν. Αν «έφυγε», εύχομαι να βρει ανάπαυση! Δεν τον γνώρισα η ίδια, αλλά τα όσα μολογούσαν για την προσωπικότητά του, ήταν να πέφτεις κάτω και να κλωτσιέσαι απ’ τα γέλια! Η ειδικότητά του ήταν μυστηριώδης... Λίγα λόγια έβγαιναν απ’ το στόμα του... και οι φάρσες που σκάρωνε... ασταμάτητες! Ήξεραν πως ήταν ανύπαντρος και ποια γυναίκα θα τον άντεχε, αλλά κι εκείνος δεν νοιάζονταν για γυναίκα! Ένα μυστήριο, σας είπα.
Μολογούσαν πως σε μία πόλη της Μακεδονίας έπλενε τα ρούχα του μία νόστιμη πλύστρα... Σοβαρός-σοβαρός, της έκανε πρόταση γάμου και όρισαν και την ημέρα... και δεν πήγε! Της έκανε όμως ένα γενναίο ποσόν, δώρο!
Λοιπόν, τον καιρό του δεύτερου εμφυλίου, τότε που κυνηγιόταν οι Έλληνες, ποιος θα φάει τον άλλον... Μου τα μολόγησε ένας ξάδερφός μου, που ήταν γκαβάδι στις αρχές του «48» αλλά με δύο-τρία μαθήματα έπαιρναν άδεια οδηγού φορτηγού στρατιωτικού... και κουβαλούσαν «στρατά» πάνω στα Τζιουμέρκα... και δρόμοι μόνο για πεζούς και γομαρομούλαρα! Και νύχτα και νεροποντή... Και το γκαβάδι ο ξάδερφός μου να μη βλέπει παρά μόνον τα πίσω φώτα του αυτοκινήτου που πήγαινε μπροστά του... και το πόδι του να τρέμει!.. Έφτασε χαράματα στην Άρτα... κι έτρεξε να βρει μία εκκλησία... ν’ ανάψει ένα κερί στους Αγίους όλους και στην κυρά την Παναγιά... Και να, ο λεγάμενος ο φαρσέρ των λόχων μεταφορών!.. Που πας πρωινός λεβεντόπαιδο; Ν’ ανάψω ένα κεράκι... από θαύμα σώθηκα, δεν ήξερα που πάω... λέει και συνεχίζει... είναι καμία εκκλησία εδώ κοντά; «Θα σε πάω εγώ...». Και τον πάει στο Κάστρο της Άρτας... σ’ ένα σπίτι!.. Το γκαβάδι των είκοσι χρόνων δεν ήξερε ακόμα τι εστί... μπορντέλο... Ο φαρσέρ – δεν λέω βέβαια τ’ όνομά του... «κάτσε και περίμενε» του λέει... Το ζωντόβολο το δικό μου, αναρωτήθηκε... «Τι εκκλησία είναι τούτη εδώ στην Άρτα;». Ήταν και δυο-τρία άλλα γερόντια ελεεινά, που περίμεναν!.. Ανοίγει μία πόρτα, κοιτάζει μία νόστιμη χωρίς να βγει στο σαλόνι και του κάνει νόημα. Σηκώνεται το γκαβάδι ο δικός μας να δει τι τον θέλει... «Από δω είσαι;» τον ρωτά. «Όχι, από τα Γιάννινα είμαι...». «Μπράβο, δεν θα σου πάρω λεφτά, θάρθω κι εγώ με την φάλαγγα που φεύγετε... έλα στο μπορντέλο να με βρεις... να μου φέρνεις πελάτες φανταράκια... κι εγώ θα σε γεμίσω δώρα...». Ακουστά είχε ο δικός μας για τα μπορντέλα και παίρνει μια λαχτάρα και το βάζει στα πόδια... να βρει τον φαρσέρ τον Κρητίκαρο που άφησε εποχή απ’ όπου πέρασε... Ιστορίες γι’ αυτούς τους Οίκους κυκλοφορούν ένα σωρό.
Απόνα χωριό πίσω απ’ το Μιτσικέλι μας μια θεόφτωχη μάνα που είχε δυο τσιούπρες – δε λέω ονόματα, υπάρχουν απόγονοι με όνομα καλό – στενοχωριόνταν η φτωχούλα που η μεγάλη της τσιούπρα είχε γεννηθεί... μισοκομμένη... και δεν έκανε... για μπορντέλο... αλλά την κράτησαν... για το... σκαφίδι, δηλαδή να πλένει τ’ άπλυτα του Οίκου! Την αγάπησε εκεί στο σκαφίδι ένα άλλο μπάνταλο και την παντρεύτηκε. Το σκαφίδι όμως δεν το άφησε... πήγαινε σε σπίτια κι έπλενε μπουγάδες... Μεγάλωσε μια κοπέλα και την καλοπάντρεψε. Η αδελφούλα της μεσοκομμένης ήταν το καμάρι της μάνας της... όλο αυτή χάλευαν οι μουστιερήδες του μπουρντέλου... Ήταν ένα χαριτωμένο μελαχροινό πλασματάκι που άνοιξε τα φτερά της για το Άστυ μας! Δεν θυμάμαι τι απόγινε... πρόκοψε ή την έφαγε το μαύρο σκοτάδι;
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.