ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Μας άδειασε κάτω σα σαβούρα στην Ελευσίνα!..

■  Tώρα, βλέποντας τι τραβάν αυτοί οι άνθρωποι, που τους λέμε πρόσφυγες ή μετανάστες, λέω πως εμείς τότε τον Αύγουστο του ’45 δεν πάθαμαν ιτς τίπουτα! Ναι μεν αλλά εμάς φάνηκε πως χαθήκαμαν στον τόπο μας!.. Δώστε βάση που λεν οι μάγκες μας.
Έφυγε ο Θηβαίος συνεπιβάτης του Τζέημς κι ανηφόρισε για την πόλη των Θηβών... και μας πλησιάζει ένας Εγγλέζος! Μας επιθεωρεί... κι αρχίζει ν’ αλιχτάει: Ποιος να ήξερε αγγλικά; Σαν τι να έσυρε στο ελληνικό στράτευμα το τέκνο της γηραιάς Αλβιώνος! Είχε γίνει πατριτζιάνης (μωβ) από το θυμό του κι έλεγε, έλεγε, έλεγε στα φανταράκια που είχαν κάτσει κλαρίνο μπροστά σ’ έναν λοχία του κιαρατά... σ’ έναν λοχία της βενζίνας! Εμείς τα ζώα... εμείς οι σύμμαχοι που τους κρύψαμαν να μην τους... άντε να μην το πω οι Γερμανοί... εμείς είχαμαν παγώσει! Τώρα; Βάλαμαν με το νου μας θα μας πετάξει ο σύμμαχος κάτω! Κάναμαν πως δεν είμασταν στην καρότσα... κάναμαν πως είμαστε αόρατοι για να μην δώσουμε κι άλλη λαβή στο σύμμαχο και αφέντη μας... Στο μακελάρη των Δεκεμβριανών! Στο διαίρει και βασίλευε!.. Μπορώ να βρω κι άλλα – αν θέλετε, σιγά μην κάνω κριάς τα μούτρα των συμμάχων μας. Όταν μας επέτρεπε ο λοχίας της βενζίνας, να φύγουμε, έβαλαν μια φόρτσα τα φαντάρια... Κι όπου φύγε-φύγε και σταματήσαμαν στην Ελευσίνα! Τον θείο τον είδαμαν στην Πλατεία... να μας κουνά τα χέρια!
Εκείνον τον Αύγουστο του ’45 πρωτομπήκαμαν στην Αθήνα μας ύστερα από ταξίδι τεσσάρων ημερών, γιατί τόσο είναι να ξεκινήσεις Παρασκευή πρωί από τα Γιάννινα και να φτάσεις Δευτέρα απόγευμα στο Άστυ μας το πανέμορφο, γιατί, τότε, ήταν το καψαρό... είχε κι Αττικό ουρανό... στερότερα τον έχασε!.. Κάθε φορά που γυρίζει ο νους μου σ’ αυτό το ταξίδι... είναι, σαν να μου δίνουν γροθιές στο στομάχι. (Δεν έφαγα, βέβαια, τέτοιο πράγμα ποτέ, άλλα έτσι κάπως το φαντάζομαι...). Είμαι βέβαιη, πως κάπως χειρότερα θάταν εκείνοι οι καψαροί που διέσχιζαν τις ερημιές της βρώμας της Αμερικής... αλλά, τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θυμάμαι τι τραβήξαμαν με την Κυραμανούλα μ’ και την μανούλα μ’... π’να σκάσω κι να πλαντάξου... (γιαννιώτ’κο). τΤο Τζέημς το στρατιωτικό που μας πλατσ’κάριασε (Καπεσοβίτικο)... μας άδειασε πλατς κάτω σα σαβούρα, να πούμε, στην Ελευσίνα... γίνκι άφαντο στη Κιούσιη, μη τυχόν και τους πάρει τους φανταράκους τους έξυπνους, κανά μάτι Εγγλέζικο ...και τους κόψει τον κώλο που λέγεται: «Λοιπόν απ’ λέτε... στην Ελευσίνα... χαθήκαμαν! Όλοι οι άλλοι που αδειάστηκαν μαζί μας φαίνεται, κάτι ήξεραν γιατί, έφευγαν προς τις στάσεις λεωφορείων! Εμείς, απομείναμαν – σαν τα ξόανα – πάνω στις αποσκευές μας! Ε, ρε, και να μας έβλεπε κάνας Γιαννιώτης... χαλασιούλα μας. Αποσκευές είπα; Ποιες αποσκευές τζιουβαΐρια μ’; Κάτι κουτιά της Ούνρα, κάτι καλάθια και σκολάσαμαν... Βάλαμαν και την κυραμανούλα να κάθεται από πάνω... και να ρωτάει συνέχεια... «Πού φτάκαμαν μουρ’ κουπέλις;..». Ρωτήσαμαν, πώς να φτάκουμι σν’ Αθήνα... και μας εδειξαν τα λεωφορεία κάπου μακριούτσ’κα! Και φορτώθηκε η μανούλα μου... την μανούλα της σαν τον... Αινεία, στο χαλασμό της Τροίας που φορτώθηκε το γέρο πατέρα του... κι εγώ... φορτώθηκα τις αποσκευές μας... κοσιεύαμαν να φτάκουμε το λεωφορείο! Νομίζαμαν πως ήταν το τελευταίο που έφευγε...
(Συνεχίζεται)
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.