ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Δίνοντας τα τιμαλφή σου εύρισκες και του πουλιού το γάλα!..

ΚΑΤΟΧΗ... πολλοί ζιούμε ακόμα, που ζήσαμαν την αλησμόνητη περίοδο που διάβηκε η χώρα μας. Το ελληνικό νόμισμα του Γεωργίου Σταύρου δεν είχε καμία αξία (αυτά τα ξέρετε όλοι λίγο πολύ κι’ άλλοι τάχουν «ακουστά»). Χάνω τον λογαριασμό... ποιος κυβερνούσε! Οι ξένοι εισβολείς; Η τοποθετημένη απ’ αυτούς κυβέρνηση Τσολάκογλου κυβερνούσε η μαύρη αγορά... είχε διασυνδέσεις μαζί τους; Εύρισκες και του πουλιού το γάλα... δίνοντας τα τιμαλφή σου ως ενέχειρο... που δεν τα ξανάπβλεπες. Είναι κουραστικό πολύ ν’ αναλύσεις τι σήμαινε μαυραγορίτης! Άνθρωπος που έβγαζε μια κόρα ψωμί... ή άνθρωπος που θυσαύριζε πάνω στον καταποντισμό της Ελλάδας... (θέλω να κάνω κι’ εγώ... πως ξέρω!!!) Πάντως... άλλους έφαγε η μαρμάγκα κι’ άλλοι έφαγαν τη μαρμάγκα... Μύνησε η Κυραμάνα από το Καπέσοβο... να πάει η μάνα μου να πάρει ρούχα του αδερφού της του επιθεωρητού εφορίας (που κυνηγούσε τα μόδα κατά πόδας)... να πάει στα καμποχώρια γύρω απ’ τη λίμνη της Λαψίστας-εκεί στο Λυκόστομο. Ήταν παρέα με την ανεψιά της από αδερφή, που κάτι είχε βρει κι’ εκείνη για δόσιμο... να πάρει κάτι που χρειαζόταν... το δικό μας χωριό, ήταν δασκαλοχώρι κι’ είχαν μισθούς και συντάξεις, και το φθινόπωρο γιόμιζαν τ’ αμπάρια και τα κελάρια τους μ’ όλα τα καλά. Κι’ ήρθε η Κατοχή και τα χρειάστηκαν. Άρπαζαν ότι δεν τους χρειαζόταν, κι’ έφταναν στα καμποχώρια της Λαψίστας και του Λυκοστόμου. Άρπαξε και η μάνα μου το επίσημο μαύρο σακάκι του αδερφού της, το ίδιο κι’ η ξαδερφή μου που είχε αδερφό δάσκαλο ανύπαντρο και ντύνονταν και εκείνος σαν κόντες με τις ρεμπούμπλικες και τις γραβάτες... ότι της έδωσε κι έφτασε για «γεύμα» στον κάμπο της Λαψίστας. Έκαναν τις συναλλαγές τους... πήραν τι πήραν και ξεκίνησαν για το Καπέσοβο!.. Θα νυχτώσετε στο δρόμο τους είπαν... κι’ είναι κοπάδια οι λύκοι, θα σας ξεσκίσουν... ο ζουρλοκαπετάνιος η μάνα μας δε σκιάχτηκε είχε μια μακριά ράβδο από φροξυλιά και θα σκότωνε λύκους!!! Καθώς περνούσαν από διάφορες στάνες και έπαιρναν τα σκυλιά είδηση ότι περνούν άνθρωποι... φώναζαν «ουάου ποιος είνι;» Απαντούσαν οι διαβάτες γλυκοχαιρετιώνταν. Κάποια στιγμή αρχίζει να ουρλιάζει η μάνα μου «ουντέρα κι’ ουντέρα»... και νοιώθει την ανάσα του λύκου στα ποδάρια της... και πέφτει κάτω... Δεν φοβήθηκε όμως... άπλωσε το χέρι κι’ άρπαξε την ουρά του λύκου που όταν του πιάσεις την ουρά, δεν μπορεί να γυρίσει να σε φάει, και κάποια στιγμή λευτερώθηκε ο λύκος... και το βάζει στα πόδια κι’ όπου φύγει-φύγει... Αλλά, κι’ η μάνα μας δεν είχε καταλάβει ότι έφυγε ο λύκος κι’ εξακολουθούσε να φωνάζει «ουντέρα κι’ ουντέρα» ώσπου ήρθαν οι κτηνοτρόφοι με δαδιά αναμένα και τους είπαν πως έδιωξαν τον λύκο... Τι να κανα είπε, και να μην φώναζα... θα μας έτρωγε ο λύκος... Όλη της τη ζωή έδιωχνε τους λύκους που μας απειλησαν... Άγια τα χώματά της. Καλή Χρονιά! email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.