ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Έβρεχε - χιόνιζε έπρεπε να βγούμε στο νυφοπάζαρο!..

 Γεια σας χωριανοί μου κι εσείς ξενομερίτες μου! Ψάχνω να βρω τι δεν σας μολόγησα... μη μπιζερίσετε (βαρεθείτε) σαν εμείς όταν ήμασταν νιοί κι η καϋμένη η θεία Βγενίτσα ήθελε να μας μολογήσει τα των νειάτων της... κι εμείς της λέγαμαν... «μας τόειπες αυτό θεία». Κι έλεγε εκείνη «α μουρ... πότε σας τόειπα... δε θέλετε να σας μολογάω...». Πόσα νάχε η καημενη στο χωριό; Η αφεντιά μου όλο και ξεθάφτω και κάτι βρίσκω! 

Σε τούτη την πόλη που γεννήθηκα και γεννήθηκαν κι όλες οι γενιές από πάππη και κυραμάνα... εκείνος Αρχιμαντρειώτης και κείνη Σιαραβνή...
Θα σας πάω στον καιρό που έβρεχε – χιόνιζε... έπρεπε να βγούμε στο νυφοπάζαρο... με ομπρέλες και παγωμένα χέρια και κόκκινες μύτες... Απάνω-κάτω για γάμπρισμα εμείς οι τσιούπρες και γκομένισμα τα παλικάρια... κι ιτς κρισ’ ο ένας στον άλλον... παρά, σκίβαμαν το κεφάλι και λέγαμαν «μι κύταξει ου Απουστόλς τ’ μαντ’λά»... Ιμένα κοίταξι ζουρλή... τι να κ’τάξ απ’ τη σένα;
Πολλάκις τραβούσαμαν και κλωτσιές στα ύπουλα, η μια της άλλης! Κι αυτή η δ’λειά γένονταν στη βόλτα... από τη γωνία της Εθνικής Τραπέζης (σημερινό Δημαρχείο...) ως την αρχή της Μιχαήλ Αγγέλου. (Παραπάνω ήταν σκοτάδια και πήγαιναν για... βγάλσιμο ματιών!).
Δεξιά εκεί που αρχίζει η Ναπολέοντος Ζέρβα, στο νούμερο 2 που στεγάζονται τόσα γραφεία ήταν η θερινή «Τιτάνια», ο κινηματογράφος του Καλαρρυτιώτη κ. Μπίτα του τζέντλεμαν. Κι απέναντι ήταν ο θερινός «Έσπερος» των άλλων πρωτοπόρων των αδελφών Κωσταδήμα με τα όμορφα μαγαζιά όλων των ειδών, επίπλωσης κι υπόδυσης παρακαλώ...
Τι να πρωτοθυμηθώ από τα Γιαννινάκια μου των 22 ως 25 χιλιάδων κατοίκων τους... που γνωριζόμασταν σχεδόν όλοι... που κρέναμαν τα Γιαννιώτ’κα μας και που πήγα νύφη στο πεθερικό μου την Περαία... στην προσφυγιά τη Μικρασιάτικη και με ρωτούσε ο κουνιάδος μου το πειραχτήρι.
«Α! Ήρθες Κούλα; Έφερες τον διερμηνέα σου; Κάθομαι στην πολυθρόνα μου, λαγοκοιμάμαι, κοιτάζω τηλεόραση... Τηλεφωνιέμαι με τις φίλες μου (τις νεότερες όλες τους). Τους λέω σιακάδες, τους λέω «σόκιν» (το αλάτι της Γης...) και πάλι λαγοκοιμάμαι και σκούζει η θυγατέρα μου, γιατί νομίζει πως ψόφησα. Κι έρχεται η Χαρά – η κοπέλα που με φροντίζει και μου λέει πως η θυγατέρα μου σκούζει που δεν σηκώνω το τηλέφωνο και της λέω πως κοιμόμουν και δεν τ’ άκουσα και τι σκιάζεται... δεν τρώει ο Χάρος σκατά!..
Και ματσιαλάω συνέχεια και λέω της Χαράς: «Τι μου ρέχνεται». Κοιτάζω τις φωτογραφίες του νοικοκύρη μου... στα 25 του που τον γνώρισα φανταράκι και τις τωρινές με δισέγγονα αγκαλιά... και του λέω «βόηθα Κωστάκη μου, λίγο ακόμα να τακτοποιηθούν τα οικονομικά απογόνων μας... κι ύστερα πάρε με... αλλά, με σώας τας φρένας...» πάλι το λέω. Αν φύγω χωρίς σώας φρένας, θα τον κυνηγάω και στον άλλο κόσμο.
Σας ασπάζομαι!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.