ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Τώρα, δόξα τω Θεώ, έχουμε καφετέριες και παμπ!..
Κάθεται η πομπή στην πόρτα και γελάει τον κόσμο όλον, λέγαμαν εδώ στα Γιάννινα... και δεν εννοούσαμαν την πανηγυρική συνοδεία σε γιορτή!..
Τότε, στα μικράτα μου, θυμάμαι σαν ίσκιωνε να βγαίνουν με το σκαμνάκι τους τις καθισμένες στα πεζούλια των οξωπορτών τους και να ξομπλιάζουν τον κόσμο όλο που διάβαινε!.. Χριστιανοί κι Εβραίοι, στους μαχαλάδες του Κάστρου, του Μώλου, του Μάτσ’κα, της Σιαράβας, της Καραβατιάς κι ολούθε. Το ίδιο κι οι άντρες είχαν τα στέκια τους με τσιπράκι και μεζεκλίκια και δεν άφηναν τίποτα π’να μη το πάρουν στο στοματάκι τους... Άλλα σιάψιαλα έπαιζαν με τον ταμπάκο... και π’τσιουφ και πτσιουφ το φτάρνισμα.
Τώρα, δόξα τω Θεώ, έχουμε καφετέριες και παμπ και δεν σκιαζούμιστι τι κιρός θα καν’ πότε σ’μαζεύουν το ν’κουκυριό τους πότε μαγειρεύουν; Πότε σιδερώνουν; Αυτοί οι άντρες του σπιτιού δε λεν γκ’βέντα; Δε λεν τα ξουπάρματα. Ανοίγουν τον καταψύχτη του κιαρατά και ό,τι βρουν το τρων μοναχοί τους... Πού είστε γυναικούλες παλιές που κάθοσταν ορθές να δείτε πώς φαίνεται το φαΐ στον άρχοντα του σπιτιού...
Άλλαξε κι αυτό... Άλλαξε κι ο καιρός λένε. Άλλαξε ζουρλοειδώς... Να, αν έχεις μαντζάτο (καθιστικό) που βλέπει σ’ Ανατολή, Δύση-Δύση Βορρά και Νότο βλέπεις κι ακούς στην Τηλεβίζιον πως σε λίγα χιλιόμετρα απόστασης, αλλού τα κάνει λίμπα το χαλάζι κι αλλού έχει μερούλες να βρέξει και μας ακούς «τι κιρός είνι τούτους γιε μ; Δεν άφσι τίπουτας ορθό... θα ματαφτέψουμι άλλα...». Κι ακούς «τι ξεραΐλα είνι τούτ’ δε θα φυτρώσ’ ιτς τίπουτας. Καψαρέ Θεούλη, τίνος να φκιακς, τίνος να χαλάις;».
Και να σας αρωτήσω τώρα.... με την κινητή τηλεφωνία πώς τα πάτε; Την κουμαντάρετε ή σας βγαίνουν τα ματάκια από τις κόγχες όταν βλέπετε το νούμερο! Ανάθεμά την... όταν ήμαν τσιότση, στο χωριό της μάνας μου άκουγα ν’ αχολογάει κάτι στο αλώνι του Καταφυού και τρόμαζα. Μεγαλώνοντας έμαθα πως ήταν η κινητή τηλεφωνία μεταξύ των δύο χωριών. Του Βραδέτου, με υψόμετρο 1.320 και του Καπεσόβου, 1.260 παρακαλώ. Κι άκουγες ουουου... απαντούσαν κάπου από τα βράχια του Βραδέτου ουουου... Κι έλεγε ο Καπεσοβίτης «πες στ’ Μαριγώ να κατ’φουρίσουν να πάρουν το τάδε και το δίνα». Ή, όταν ούρλιαζαν απ’ το Βραδέτο ν’ ανβούν οι τάδε γιατί ου πάπς μας άφσι χρόνους!.. Όλα γένονταν μια χαρά και τώρα η ερμ’ ιγώ τρομάζω σαν γλέπω τον λογαριασμό της δικής μου κινητής τηλεφωνίας. Ας κάνω κι αλλιώς όμως κι έτσι το πίνω με το ζ’μι μ’ που λέει ο λόγος.
Πολλή πολυλογία στυλού μ’ έπιακε παιδάκια μου... Θα μου πείτε και δικαίως «και πότε δε σε πιάνει όταν πιάνεις αυτό το βλοημένο μαραφέτι...». Το αναγνωρίζω και χρωστώ τούτο το γράψιμό μου στο στυλό... αν ήταν οι πενίτσες και τα μελανοδοχεία ούτε θάπιανα γράψιμο... εκτός κι αν έγραφα με μολύβι βλοημένο του τότε...
Είναι αργά για μένα η ώρα τώρα που σας γράφω. Νάστε γεροί!
Γεια και χαρά!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.