ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

 Στο «Φιξ» στεγάζονταν τότε η Βαστίλη των Γιαννίνων!..
Με πολύ καλή πρόθεση σας γράφω σήμερα, και σας παρακαλώ να μου δώσετε μία απάντηση.
Γενάρη του «47», κακός βοριάς. Η λίμνη είχε βγει έξω και πάγωνε το νερό που έβγαινε εκεί μπροστά. Από το νησί μας δεν έρχονταν «μπενζίνα». Καρτερούσαμαν τον μπαμπά νάρθει κι έλεγε η μαμά... «θα σκουθώ να πάου να τουν φέρου... ποιον καρτιρεί... ποιος είνιτους όξου με τέτοιου «κιαμέτ» και το μαγαζί μας ήταν... τέσσερα νούμερα παραπάνω. Χτυπάει η πόρτα. Τραβάω το κορδόνι από την κορφή της σκάλας, μπαίνει ένας κύριος που δούλευε στην Ασφάλεια σα γραφιάς... καθόταν προς την Σούτσου (τώρα Καραμανλή). Σα ζεματισμένος ήταν ο καλός άνθρωπος.
Εμείς τον κοιτάζαμε παραξενεμένοι... και μας είπε πως τον πατέρα μας τον πήρε η Ασφάλεια και να τρέξουμε να του πάμε ρούχα να ξενυχτήσει. Ρίχνει το παλτό της η μάνα μας... αρπάζει και μια βελέντζα και τρέχει στην Ανεξαρτησίας που ήταν τότε η Ασφάλεια. Τον είχαν πάρει κι από κει, με την ζακέτα που φορούσε στο μαγαζί και τις παντόφλες! Τον είχαν πάει στο «Φιξ»... εκεί που είναι τώρα το Παλλάδιο που στεγάζονταν τότε η Βαστίλη των Γιαννίνων!.. Τώρα ήταν παγοποιείο... δηλαδή τον καιρό που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Εκεί που έκαναν τον πάγο στο γκρο τσιμέντο είχαν τα τσιόλια τους οι προηγούμενοι πολιτικοί κρατούμενοι!.. Πολιτικούς κρατούμενους τους έλεγαν -ευγενικά- τους αντιφρονούντες. Κι ο μπαμπάς μας δεν ήταν ούτε... αντιφρονούντας – ήταν βασιλόφρων παρακαλώ! Και μας έλεγε συχνά-πυκνά... «μωρές ζουρλά θα την πληρώσω ιγώ μι τς ζούρλιες π’ κάνιτι μι τς ΕΠΟΝδις σας.
Η ΕΠΟΝ ήταν η... Εθνική Πανελλήνια Οργάνωση Νέων... Πώς έχουμε τώρα τα χίλια-μύρια κεφαλαία που τρέχουν ποιο να πρωτοπρολάβουν να χειροκροτήσουν! Απ’ λέτε... μπήκε ο πατερούλης μας στο Φιξ και πέρασε ζωή χαρισάμενη!.. Εκείνο το βράδυ έπαθε ένα εμφραγματάκι! Τώρα; Τι να του κάνουν τα συντρόφια; Είχαν οινόπνευμα για τον κριθαρένιο καφούλ’ τους... κι αυτές ήταν οι πρώτες βοήθειες κ’ οι κατοπινές... Φαγάκι τους πηγαίναμε εμείς – η μάνα μας δηλαδή. Και φαΐ που πήγαινε στα στόματα των κρατουμένων ύστερα από κακό τσιακλάτ’σμα, ψάχνοντας να βρουν τα κρυμμένα σχέδια δράσης κι απόδρασης των Εαμοβούλγαρων. Καλά είχαμαν μοναχά έναν της φαμίλιας στο Φιξ... Λύσιαξε ο αδερφούλης μου να μπει κι αυτός! Απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις πέραν των τεσσάρων ατόμων! Τούτοι, δηλαδή η παρέα του ήθελαν... πάρτυ γιατί γιόρταζε ένας φίλος τους.
Η βόλτα στο τετράγωνο της Πάνω Πλατείας... απέναντι από τη Νομαρχία (τώρα τι όνομα έχει;) βόλτα ανέλιπη. Έρχεται που λέτε ο αδερφός μου και μου λέει πως γιορτάζει ο τάδε και να πηγαίναμαν για χρόνια πολλά. Έχετε άδεια από την Ασφάλεια; ρωτώ. Όχι λέει, δεν χρειάζεται γιατί θάναι στην παρέα κι ο τάδε εθνικόφρων φίλος και γείτονας που υπηρετούσε τη θητεία του. Εκεί που συνεχίζαμαν το απάνω κάτω και το γάμπρισμα... στο τετράγωνο έρχονται κοσιεύοντας η παρέα και μας λένε... έπιασαν τον τάδε και τον δείνα και τον αδελφούλη μου και τους πήγαν στο Φιξ. Καλά να πάθουν, είπα...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.