ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Νοσταλγούσαμαν τις σταφίδες που έφερναν οι Αφοί Παπαγεωργίου!..
  Όλα εκείνα που σας είπα την περασμένη βδομάδα ήταν για να σας δώσω να καταλάβετε πόσο εξαρτημένη είμαι... με το γλυκό το αγαπημένο... Ποτέ δεν έχω πει ως τώρα: «ευχαριστώ, δε θέλω τίποτα...». Γι’ αυτό κι η ρημάδα η κατοχή μούκατσε αναμμένο καρφί.
Ποιός; Εγώ, που είχα φτάσει να γένω κλέφτρα γλυκού κι ας μην έλειπε το γλυκό όλη τη βδομάδα από το σπίτι κι ας μη μας έλειπε το ζαχαροπλαστείο στην Πλατεία... Γι’ αυτό, στην καταραμένη Κατοχή που έζησα, έπρεπε να βρω τρόπο να φάω γλυκό!.. Γλυκό, κανονικό γλυκό κι όχι σταφίδες και ξυλοκέρατα!.. Τις σταφίδες τις πλέναμαν και τις στεγνώναμαν στο ταψί ή στον ήλιο ή στο μαγκάλι το χειμώνα. Τις καθαρίζαμαν... για να τις φάμε. Νοσταλγούσαμαν τις Αθηναϊκές σταφίδες που έφερναν οι Αφοί Παπαγεωργίου στο μαγαζάκι τους στην οδό Αβέρωφ! Ολοκάθαρες και χωρίς κοτσιάνια! Πάμε παρακάτω...
Είχαμαν κι ανοιχτό σπίτι – που λέγεται. Είμασταν στο Κουρμανιό... στη διάβα για τη «Σκάλα» (όχι βέβαια του Μιλάνου... αλλά στα ψαράδκα). Όλα τα Γιάννινα – στην κυριολεξία κατφουρνούσαν στη Σκάλα της Κάτω Σιαράβας (που άρχιζε σε λίγα μέτρα – στα ταμπακαριά), αν καταλαβαίνετε καλά - που τώρα είναι... μπουλβάρ της αριστοκρατίας και της νεολαίας της ξαπλωτής με το παρντόν... Πάλι πήρα ζαβό δρόμο, κρίντε μου. Λοιπόν απ’ λέτε κατ’φουρνούσαν οι συγγενείς, οι φίλοι κι οι γνωστοί και τσουκάναγαν και την πόρτα και να πουν μία καλημέρα και να πιούν κι έναν τριζέτκο (καφέ)... κριθαρένιο! (Πολύ σκιάζουμαι πως αν δεν μας λυπηθεί ου Θιουλς... θα ματαπιούμε κριθάρ’ ψ’μένο). Η αφεντιά μ’ ήθελα νάχω κι ένα ψια γλυκό!.. Τι γλυκό, π’ δεν είχαμαν ούτε ψωμάκι... και μπομπότα (καλαμποκίσιο και να λέγαμαν κι ευχαριστώ). Είχαμαν όμως σταφίδες πούνε γλυκές! Πλυμένες, τρώγαμαν μοναχά την χοντροσουλτανίνα με τους σπόρους τους χοντρούς και τις μικρές τις μαύρες... Κράταγα τις ξανθές και... έκανα το υπέροχο γλυκό μου... που λύσιαζαν όλοι νάρθουν «να μας δουν... τι κάνουμε». Σας δίνω τη συνταγή, θα χάσετε αν δεν το κάνετε. Ο πάππης μου ο Γάκης έγραψε στις συνταγές του για τα ποτά που ήταν «μάνα καημέν’». Έγραφε: «πάρε το τάδε και το δείνα». Κι εγώ σας λέω: πάρτε σταφίδα ξανθιά πακέτο ½ κιλού... ψωμί μαύρο κομμένο σε ψιλές φέτες και ψημένες στο φούρνο. Χοντροκομμένες κοκόσιες, κανελογαρύφαλα, φλούδα πορτοκαλιού ψιλοκομμένη... τσιότσιο ζάχαρη και ψια κονιάκ. Ζυμώστε τα καλά καλά να ενωθούν όλα. Πάρτε και κάντε μπαλάκια σαν γιουβαρλάκια και πατήστε τα με φόρμες του γούστου σας!.. Η μαύρη εγώ, της Κατοχής η νεανίς... δεν είχα παρά: σταφίδες πλυμένες, πορτοκάλια ξεπαγιασμένα της Άρτας... που μας τάκαναν διανομή του κιαρατά. Κι αντί για ψημένο μαύρο ψωμί... έβαλα τις κόρες από ένα καρβέλι κατάξερο μαύρο ψωμί που τις έστειλε η κυρα-μάνα απ’ το χωριό... και μορφιάστ’κα που λένε στο χωριό της μάνας μου και θα πει απάνω-κάτω, βγήκα ασπροπρόσωπη! Έτσι μορφιάζομαν κι εγώ και δεν είχαμαν ησυχία στο σπίτι πρωί-δειλνό... Χειμώνα-Καλοκαίρι... Ου Θιουλς να φλάει να μην έχουμε τέτοιο «ξεράτ» ματαπάλι... Και το ξεράτ τουρκιστί, είναι το «τυχερό»... Γεια σας...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.