ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Στην Κατοχή μας μοίραζαν χαρουπόμελο και... ξυλοκέρατα!
Στην «Κατοχή» θα σας πάω πάλι. Κι όσοι δεν ζούσατε τότε είστε... ασπούδαστοι, με το παρντόν... Μεγάλο σκολειό!.. Και δεν επιτρέπονταν με κανένα τρόπο να μη γένεις σούπερ διάολος... σ’ έτρωγε η μαρμάγκα αν έλεγες... «α, μωρές... μη κάνετε έτσ’ θα φύγουν κάποτες ετούτ’...ιδώ θα κάτσουν;..». Γιατί μωρέ μπάνταλο να μην κάτσουν; Να μολογάν τα βιβλία κατόπ’ ...πως τούτ’ η Χερσονησούλα κάποτε ήταν έτς κι έτς. Σταματάτε με ρεεε, πήρα πάλι κατήφορο... Για τις διανομές που καρτερούσαμαν στην ουρά θέλω να σας πω. Για το χαρουπόμελο και τα ξυλοκέρατα που μας μοίραζαν... για τις σταφίδες όλων των ειδών... που ήταν στον πάτο των κασονιών... και τα τίναζαν οι μάγκες οι σταφιδέμποροι και είχαν μέσα και σανιδάκια σαν αγκίδες... Η αφεντιά μ’ εξ απαλών ονύχων, ήμουν γλυκατζιού! Δε πα να μας κουβαλούσε ο πατερούλης μας τα καλούδια τ’ κόσμ; Αν δεν έκλεβα το γλυκό όπου να τόχαν κρυμμένο... δεν καταλάβαινα ζωή!.. Είχε φκιάκει βύσσινο γλυκό η μαμά, από μία τρομερή βυσσινιά που είχε ο πάππης. Τόκανε για κέρασμα κουταλιού και για... ιλιάτς, που θα πει και... φάρμακο. Ήξερε τι τύχη θάχε αν τ’ άφηνε σε μένα... ξεκλείδωτο! Πού να το κλειδώσει; Πού να το κλειδώσει που δεν είχε άλλο ντουλάπι με κλειδωνιά... πήγε κάτω στο πλυσταριό που είχαμαν ένα ντουλάπι για το σαπούνι και διάφορα χρειαζούμενα στο πλυσταριό κι έβαλε το μεγάλο πύλινο βάζο σκεπασμένο με πετσέτα. Φόβος από ποντίκια δεν υπήρχε. Εκεί, κοιμόνταν το γατομάνι που είχαμαν πάντα...
Είχα λυσιάξει να βρω το βύσσινο. Το βρήκα. Κι επειδή δεν είχα χλιάρ εύκαιρο, τότρωγα με την χούφτα μου, χωρίς να σταλάξω πουθενά! Ναι... αλλά το γλυκό βύσνου είναι... ευκοίλιο και μ’ έκοψε αίμα και πήγα να ψοφήσω... από γαστρεντερίτιδα... και μυαλό δεν έβαλα!
Έφκει το καλοκαίρ’, γύρσι η άλλη χρονιά, ήρθι η Πασκαλιά. Στα Γιάννινα είχαμαν αντέτ το γκανταΐφ για γλυκό (καμιά σχέση με το σημερινό γκανταΐφ). Ψέναμαν μαύρο ψωμί σε φέτες, στο αποφούρνι και ήταν δουλειά δική μου η ετοιμασία των πάντων. Κοπάναγα στο σιδερένιο γουδί το ψωμί το ψ’μένο. Χοντροκοπάναγα τις κοκόσιες, κανελογαρύφαλα και βούτρο λιωμένο... Έτρωγες και τα τίναζες... Αλήθεια λέω. Ύστερα από την Πασκαλιά έπεφτε κακός ψόφος. Όπως θάχετε ακούσει, ο κοσμάκης τότε νήστευε! Σαράντα μέρες λαδερά και την Μ. Βδομάδα ούτε λάδι... και την Μ. Παρασκευή μοναχά νερό ή κάνα φρούτο!.. Τότε ήταν που η μάνα μου έφκιανι το... χσιαφ και το καρτερούσαν όλοι τους... γνωστοί και φίλοι... και έρχονταν να το πάρουν ή τους το πήγαινε η ίδια μετά την πρωινή εκκλησία. Το χ’σιάφ’ ήταν: κεράσια στεγνά και σταφίδες και λίγη ζάχαρη. Όλο λέω πως θα ζητήσω να μου φέρουν κεράσια στεγνά, να κάνω χουσιάφι... αλλά, το λέω και δεν ντρέπομαι πως τώρα βγάζω άχτια μου από την μαγειρική χρόνων και χρόνων... και δεν φκιάνω... ούτε καφέ... Τα θέλω έτοιμα όσα έχουν σχέση με παρασκεύασμα... Ου, να χαθώ...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.