ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Τέτοιον καιρό είχαν έρθει οι λελεκάδες στην πόλη μας!..

Πάλι θέλω να γκιζερίσω στα δικά μου Γιάννινα. Τα λέω «δικά μου», λέω για κείνα τα Γιάννινα των λίγων χιλιάδων κατοίκων, που οι άντρες έβγαζαν το καπέλο όταν χαιρετούσαν, κι οι γυναίκες είχαν μικρό καπελάκι… με βελάκι χαριτωμένο,  που μόνο στην εκκλησία το είχαν σηκωμένο γύρω-γύρω στο καπελάκι τους.
Σαν έπαιρναν το αντίδωρο κι έβγαιναν στον περίβολο της εκκλησίας, άρχιζαν να παίζουν τα τσιαγουλάκια τους (σαγόνια) τρώγοντας αντίδωρο με βαλμένο το χεράκι το γαντοφορεμένο… κάτω από το αντίδωρο που γλούψιαζαν… και ξεκινούσαν ύστερα… για βίζδες και καϊβέ στην τάδε ή τη δείνα… Άλλες πάλι κατέβαιναν για το μώλο – αν ήταν της ενορίας Μητροπόλεως ή Αγίου Νικολάου Αγοράς (αυτά που ξέρω εγώ, νοσταλγώ…).
Κάθε μαχαλάς είχε τις δικές του συνήθειες, χειμωνιάτ’κες ή καλοκαιρ’νές… Τις νοσταλγώ εκείνες τις Κυριακές. Με ήλιο και με μπόρα, το εκκλησίασμα ήταν εκκλησίασμα! Το χειμώνα τρέχαμαν να βρεθούμε στο σπίτι… μη «γυρίσει κανένας δικός μας για  καϊβέ… και βρει την πόρτα κλειστή». Αν μας καρτερούσε κάποιος… που τσιουκάνεσε (χτύπησε το ρόπτρο)… χαλεύαμαν χίλιες συγνώμες… Αν, πάλι, πηγαίναμαν εμείς σε κάποια δική μας για καϊβέ… γυρνούσαμαν να πάρουμε το νταβά, από το φούρνο!
Το δύστυχο γένος των φουρναραίων… ήταν σε καταναγκαστικά έργα! Φούρνιζαν και ξεφούρνιζαν νύχτα-μέρα κι οι αρτεργάτες ζύμωναν νύχτα-μέρα… (Δυστυχώς, αυτό το επάγγελμα δεν είναι από κείνα που μπορείς να τα λιμπιστείς… και τώρα… ή έχουν ή δεν έχουν κατοικία, είναι για το ονόρε). Η δική μου φαμίλια... ήταν ας πούμε λίγο αντάρτισσα! Το Καλοκαίρι ήθελε το πουρνίσιο κατέβασμα στο μώλο μας... και με ομπρέλα παρακαλώ... κι ας έψηνε ο ήλιος το ψωμί που λέγαμαν! Η ομπρέλα ήταν η σωτηρία... από τις βρωμογκαΐλες – Θε μ’ σχώρνα με).
Δε χαίροσαν τον καφούλ’ σου αν ήσουν μεγάλος... κι εμείς τα τσιότσια δεν χαιρόμασταν το υποβρύχιό μας ή το συργιανό μας. Ύστερα από τι καιρούς έβαλαν τέντες πάνω από τα κεφάλια μας! Τέτοιον καιρό είχαν έρθει κι οι λελεκάδες, τα πουλιά τα χαϊδεμένα της πόλης μας. Το θεωρούσαμαν ευτυχία νάρθει λέλεκας να κάνει φωλιά στο μπουχαρί σου (καμινάδα...). Εκείνο το πράκα-πράκα των γονιών κι εκείνο το στόμα το ανοιχτό των παιδιών τους, ήταν κάτι που το χαζεύαμαν με ευχαρίστηση.
Εκεί στο Λασπόπορδο ήταν, στα ρηχά που βοσκούσαν μ’ όλη τους την άνεση οι λελεκάδες μας, ήταν να κάθεσαι να τους θαυμάζεις πως ράμφιζαν την τροφή τους. Χόρταιναν εκείνοι, πήγαιναν και στα παιδάκια τους. Κι όταν η λελεκίνα κλωσούσε την τάιζε στο στόμα το παληκάρι ο λέλεκας. Κι όταν έβγαιναν απ’ τ’ αβγό τους τα λελεκούλια τα τάιζαν οι γονιοί πηγαινοέρχοντας! Ήταν όμως και κάποια λαίμαργα που άρπαζαν πρώτα ότι έφερναν οι γονιοί...
Τι σας λέω τώρα; Είδαταν μωρές παιδιά λελεκάδες; Εδώ... στα Γιάννινα ή μάλλον «αυτού»; Κάθομαι τζιοβαΐρια μ’ σ’ άλλον τόπο, σ’ άλλα μέρη. Παλιοκίσες και σπουργίτια και σκαντζόχοιρους βλέπω...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.