ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Στο πλυσταριό μας είχε τα αξεσουάρ της τα μοντέρνα!..

• Καραμέλα τόχουμε να λέμε... «στα παλιά τα χρόνια και στα παλιά τα χρόνια!..

Πόσο παλιά δηλαδή; Δεν πρέπει ν’ αναφέρουμε και κάποια χρονολογία; Πάντως, σε κάποια πίσω, σε τούτη την πόλη (μπορεί και σ’ όλο τον τόπο μας... θαλασσινό και στεριανό...) να τόχουν για καμάρι και νταϊλίκι το: κόψμο στο κατώφλι!.. Και το κατώφλι ήταν το πρώτο σκαλοπάτι μπαίνοντας στο σπίτι... ή σιόμπαστο ήταν ή με «πατώματα...» ορόφους δηλαδή!.. Αυτή ήταν η γκ’βέντα του κουμπάρου μας του μπακαλιάρου. «Ποιος; Ιγώ!..». Στο κατώφλι της οξώπορτάς του θα της έπαιρνε το κεφάλι, όποιας θυγατέρας του το τράβαγε ο οργανισμός να: μην έχει, μαλλιά σμαζωγμένα, ν’κουκυρίστ’κα... φ’στάν μακρύ... Τσουρέπια χοντρά... Παπούτσια τσαγγαρίσια και προπαντός... να μην έχει ίχνος από φκιασίδι (μακιγιάζ που το λέμε τώρα...). Καψαρέ κουμπάρε!.. Άγιος άνθρωπος ήταν, παρ’ όλη την κακία που έβγαινε ακόμα κι απ’ το πετσί του!.. Δεν έβαζε με νου (δεν υποπτεύονταν) ...ύστερα απ’ τη φοβέρα πως θάκοβε κεφάλια στο κατώφλι... αν ξεπόρτιζε κρυφά, μια θηλυκιά του... Τέτοιος φόβος δεν υπήρχε, γιατί... η αναδεχτή μας ήταν τσιότση (μικρή) ακόμα. Η μεσιά η Λίτσα δεν κινδύνευε να παρασυρθεί στην ακολασία και να ψάχνει για το κεφάλι της... ίσια-ίσια αυτ’νής σκιάζονταν να της πουν και καλημέρα... μη τους βρίσει!..
Όσο για τη μεγαλειά... δεν άδειαζε η καπέλα να σουρτουκέψει και να κινδυνέψει το κεφαλάκι της. Αυτή, πήγαινε σε τερζίνα (μοδίστρα) και ξεθεώνονταν όλη τη μέρα... και το βράδυ ήταν το χειρότερο!.. Επειδή ήταν πολύ καλή στο βελόνι και το ψαλίδι, την είχε κάθε βράδυ στο... νυχτέρι!.. Είχαν να παραδόσουν προίκες στην ώρα τους... Τι νάκανε η τσιούπρα... πώς να πει όχι; Το μεν βράδυ δεν είχε πρόβλημα αμφίεσης η τσιούπρα. Όπως ήταν πτώμα από την ορθοστασία όλης της μέρας, ο καψαρός ο μπακαλιάρος... μόλις έβανε το κεφάλι στο προσκέφαλο, ίσια τούκλειναν και τα μάτια. Το πουρνό ήταν ψια αντράλα για την... Φρόσω, έτσι την έλεγαν κι εμείς την χαϊδεύαμε και την λέγαμαν... Σωσώ! Σκάστε, μας έλεγε. Θα σας ακούσει ο πατέρας και θα μου πάρει το κεφάλ’ στο κατώφλ!.. Πρόσεχε πολύ την ντυμασιά της την πρωινή, γιατί θα περνούσε πρώτα απ’ το κρασοπλιό τους να πει καλημέρα... Κι ήταν σαν Αποκριάτικα ντυμένη... Μόλις, όμως έφτανε στην πόρτα μας, γύριζε κοίταζε προς το κρασοπλιό τους... και χτυπούσε την πόρτα μας... Της ανοίγαμε και με το καλημέρα το γελαστό της... τράβαγε για το πλυσταριό μας! Εκεί την περίμεναν... τα αξεσουάρ της τα μοντέρνα! Ζακέτα σούπερ, φούστα καρώ πλισέ, τσιουρέπια τρανσπαράν (μεταξωτές ήταν τότε... με καλτσοδέτα πάνω από το γόνατο...) απόλναγε τα μαλλιά και τα ...τούφωνε και το παπούτσι ήταν από τα πιο μοντέρνα του Λύτη και του Κωσταδήμα!.. Να και λίγο κοκκινάδι στα μάγλα και ψια κραγιόν... κι έβγαινε από την πίσω πόρτα μας... μια κούκλα! Δεν βαριόταν μωρ’ μάνα μ’ να ματαλάξει το γιόμα;
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.