ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Το τέλος της λίμνης μας ήρθε όταν οι δρόμοι μας έγιναν... Ευρωπαϊκοί!

• Για το θάνατο της Παμβώτιδας, ευθύνεται η Μοίρα της! Έφαγε τα ψωμιά της... όπως τόσα και τόσα άλλα... λόγω προόδου!

Θα σταματούσαμαν την πρόοδο; Θα κάναμαν τις δουλειές μας με χειράμαξα και αραμπάδες; Πρώτα, έπρεπε να κυβερνήσουν τούτη την πόλη άνθρωποι κατασπουδαγμένοι – πάνω στο αγαθό του Θεού, το νεράκι, αγάπες μου! Ξέρουμε τι θα πει αυτό; Εμείς την καταντήσαμαν ψόφια τη λίμνη μας. «Τι» πήγαινε... προπολεμικά στη λίμνη μας; Νεράκι που ροβολούσε στους χωματένιους δρόμους μας... και τα λαγούμια που απόλναγαν και τους χαλέδες, όταν έκανε γαζέπ ή όταν γιόμιζαν οι χαλέδες!.. Δηλαδή σκέτα οικολογικά πράγματα... Τα τσάκωνε η λίμνη μας κι έλεγε κι ευχαριστώ... Πόσα ήταν τ’ αυτοκίνητα στα Γιαννινάκια μας; Μετρημένα στα δάχτυλα!.. Πόσο καυσαέριο αμόλαγαν; Τόσο, όσο χρειάζονταν άλλοι να πουν «άε στο διάολο... μας εχ’σι τα σκώτια η παλιομπεντζίνα...» κι άλλοι νάλεγαν ...«ούι, τι όμορφα μύρ’σι...σα στ’ν Αθήνα...». Κι αυτοί ήταν όσοι είχαν την τύχη να δουν τον γαλάζιο ουρανό της!.. Κι ήρθαν κάποια χρόνια και «ξύπνησαν» οι Δήμοι μας... κι είπαν να βγάλουν μια δεκάρα παραπάνω!.. Κι είπαν σε μαγαζάτορες και σπίτια... να πληρώσουν... και να συνδεθούν με τα αποχετευτικά της πόλης!.. Πλήρωναν πολλοί για νάχουν το κεφάλι τους ήσυχο... ναι μεν αλλά, δεν πήγαιναν μόνο των χαλέδων, αλλά κι όλα τα απορρυπαντικά και τα οξέα του κιαρατά! Κι είδαμαν τα ψαράκια σ’ όλες τις άκρες της λίμνης... τέζα αδιόρθωτη, τα μαύρα. Και δεν ματάειδαμαν τσίμες βλοημένες, και δεν ματάειδαμαν... Λίμνη! Κι ήρθε το τέλος της, όταν οι δρόμοι που κατηφόριζαν στη Λίμνη, έγιναν... Ευρωπαϊκοί... με άσφαλτο δηλαδή!..
Καμαρώναμαν εμείς, που έψαχνες (Αττική σύνταξις), να βρεις χωματόδρομο παλιοκαιρίτικο... που να κάθονται «κούσιαλα...» το βραδάκι στις πόρτες τους... και δεν τα βλέπαμαν πια... πήγαιναν βίζδες πια... Κι οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι είχαν κατηφορική κλίση και πήγαιναν το καυσαέριο κατευθείαν στην ανυπεράσπιστη Παμβώτιδα των θρύλων... Τι να... καψόκανε η μαύρη κι η άραχλη; Είδα με τα μάτια μου το φονικό πώς γένονταν... αργά-αργά... σαδιστικά! Το είδα, εκεί, στη Δομπόλη, στην πλατεία Ομήρου που αρχίζει η Δομπόλη... Ήταν μια ζεστή μέρα και πιάνει άξαφνο ένα γερό γαζέπ. Απ’ όλα τα μαγαζιά σταθήκαμαν στις πόρτες και κοιτάζαμαν. Το νερό έρχονταν καλπάζοντας από τη μεριά του παλιού μας Πανεπιστημίου, κι είχε ανεβεί και στα πεζοδρόμια κι οι χωνεύτρες, ανίσχυρες να πάρουν και μια – δαχλύθρα παλιόνερα!.. Και στο πλάτος της Δομπόλη κάλπαζε ένα πολύχρωμο κουρκούτι που λαμπύριζε κιόλις!.. «Τι μπογιά έριξαν», ρωτώ η ανόητη... Από το διπλανό μαγαζί προσφέρθηκε ένας πελάτης να με κατατοπίσει... Δεν είναι μπογιά, κυρία μου... είναι καυσαέριο. Πήγα να του πω αναιδώς «πού βρέθ’κι μωρέ ανισόρροπε το καυσαέριο στο νερό της βροχής;..». Κρατήθηκα ευτυχώς, γιατί θα γένομαν σιουρ αν έκανα αυτή την ερώτηση που ευτυχώς μου εξήγησε εκείνος... «Το καυσαέριο, το μισό το αναπνέουμε και το μισό πέφτει στη Γη... και με την νεροποντή τώρα κατεβαίνει... σαν θάνατος της Λίμνης σας». Ξένος επιστήμων ήταν ο άνθρωπος! Κι η λίμνη χρειάζονταν επιστήμονες... από καταβολής της για να συνεχίσει να ζει... κάπως. Κι όχι να σωθεί βέβαια. Δεν σώζεται, όσο κι αν οι βλοημένες πηγές ολόγυρα της ρίχνουν καθαρό νερό. Θα μου επιτρέψετε να συνεχίσω για τη δολοφονία της Παμβώτιδας... στο επόμενο.
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.