ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Έφτανε το καραβάνι και ξεπέζευε να φάει...

■  Συνεχίζουμε εκείνο το ξουτκό ταξίδι για την Αθήνα, τον Αύγουστο του 1945; Λέτε να ζιει ακόμα κανένας που να ταξίδεψε ίδια κι όμοια... σ’ αυτούς τους δρόμους; Θα σας πάω εγώ... θα μάθετε.
Σας έλεγα στο προηγούμενο πως οι μαυραγορίτες ανεβοκατέβαιναν σε κάθε χωριό... Χωριά να τάκανε ο Θεούλης!.. Πετρόχτιστες κατασκευές οι κάτω χώροι κι ετοιμόρροπες σανίδες ο όροφος... και σκεπή... τσίγκος σκουριασμένος!.. Αν ήταν και κανένα ολόκληρο πέτρινο ήταν καμμένο! Ήταν οι σφραγίδες της Κατοχής... ήταν η πρώην σύμμαχός μας... και υπόδειγμά μας Ντόϊτσλαντ! Και σ’ ένα χωριό, σας είπα, πως πήραν ένα κατσικάκι!.. Μας το φόρτωσαν ανάμεσά μας... κι αυτό να βελάζει και να κοπρίζει. Κατασυγχίστηκα. Τάιζα το μωρό ψωμί και προσπαθούσα να του δώσω νερό που μου έριχναν στις χούφτες! Ρωτιέμαι αν πήγε ζωντανό στην Αθήνα ή αν τους πέθανε από πείνα και δίψα!.. Οι τρεις καμπαλέρος μπροστά ήταν: ο οδηγός κι ένας κύριος κομψός με άσπρο λινό κουστούμι κι άσπρα παπούτσια. Ο τρίτος ήταν με ρεμπούμπλικα καλοκαιριάτικα, είχε κι ένα μουστάκι Χιτλερικό... Μπάνι έκανε πως εκείνος ήταν η λέρα της παρέας. Κι ο οδηγός ήταν ο υπασπιστής του. Κάποιος από τους συνεπιβάτες της καρότσας που δούλευε χρόνια στην Αθήνα όταν άκουσε πως τον έλεγαν τον κουστουμάτο έβαλε τις φωνές. Ου... ου... ου τάδες είναι; Ήταν γόνος εργοστασιάρχη που είχε φάει το εργοστάσιο του πατρός προπολεμικώς και τώρα παράσταινε τον μαυραγορίτη. Μεντέτ-μεντέτ. Καλοί μου άνθρωποι... ύστερα από 14 (δεκατέσσερις) ώρες φτάσαμαν στα Τρίκαλα!
Τώρα, στην τελευτή του βίου μου πολύ σχολιάζω που ένας άνθρωπος από το σκατόσογό μου δεν βρέθηκε (Θεός σχωρέστους)... να μου πει κάτι παραπάνω για έναν προπάππου μου που ήταν κυρατζιής; Ο παππούς της μάνας μου, ο μπασ’ Αναστάσης, ήταν αγωγιάτης στο καραβάνι του Ρόβα. Τον μπασ’ Αναστάση δεν τον έβλεπε συχνά το σπίτι του (κι όποτε τον έβλεπε έκανε κι ένα παιδί...). Κι επειδή είχε αυτή την προτεραιότητα, δεν του περίσσευε καιρός να κάτσει να μολογήσει ο χριστιανούλης πώς ξεκίναγαν... από πού διάβαιναν... που κόνευαν... που βάραγαν τα κωλοπέτσια τους νερό (αυτό τόλεγαν όταν έμπαιναν ως τη μέση, στα ποτάμια, να περάσουν). Ούτε ξέρουμε στο σόι πόσον καιρό έκανε να φτάσει... στα Μπιτόλια, το Μοναστήρι της Σερβίας! Ως εκεί πήγαινε εκείνος το καραβάνι τραβούσε για το Μπουκουρέστι. Η Τουρκία ήταν απλωμένη σ’ όλα τα Βαλκάνια (το ξέρετε και να μην σας κάνω την έξυπνη), διαβατήρια δεν χρειάζονταν κι ο κοσμάκης, δηλαδή, οι άντρες του τότε, ξενιτεύονταν να καζαντήσουν στα έρημα τα ξένα. Τότε ήταν που ήκμασαν τα χάνια! Τότε που έφτανε το καραβάνι και ξεπέζευε να φάει και να βρουν γιατάκι άνθρωποι και ζώα! Ε, αυτός ο καψαρός, ο προπάππης, δεν τα μολόγησε! Αλλιώς, κάτι θάχε φτάσει και στ’ αυτιά μου από την κυραμανούλα μου, που πολλά μου μολόγησε σαν παραμύθια... Το μόνο που θυμάμαι ήταν ένα υπέροχο δισάκι – έργο τέχνης – στ’ αλήθεια, που το είχε ο κάθε μπασ’ Αναστάσης, στη σέλα του αλόγου του. Ο δικός μου, μπασ’ Αναστάσης, δεν ήταν τυχαίος... ήταν ταχυδρόμος... του καραβανιού, κουβαλούσε αλληλογραφία... και παράδες... γρόσια και φλουριά! Για μας, τώρα, αυτές οι εποχές είναι... σκοτεινές! Γι’ αυτό κι εγώ, τώρα θα σας βγάλω την ψυχή, μολογώντας για τις σκοτεινές εποχές... πριν εβδομήντα χρόνια, τότε που ταξίδευες βάζοντας το κεφάλι στο ντρουβά!
Ξεκουραστήτε, γιατί θα σας κουράσω παραπέρα...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.