ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Οι ακρίτες από δω και από κει στα σύνορα ήταν φίλοι!..

Ζω άλλη μια χρονιά τις παραμονές του «40». Τότε που κοπελίτσα, πήγα στα γραφεία της «Ε.Ο.Ν.» του Μεταξά να υποδεχτώ κι εγώ τους ομογενείς του Καΐρου που θάρχονταν να τσουγκρίσουν τ’ αβγό τους με τους ακρίτες μας στη Γέφυρα της Μέρτζιανης της ελληνικής! Ήρθαν με στολές της «Ε.Ο.Ν.», μπλε σκούρο, γκολφ παντελόνια, δίκοχα με το σήμα… και περιβραχιώνια κίτρινα. Είχαν έρθει από την προηγούμενη και έμειναν στο ιστορικό μας ξενοδοχείο «Αβέρωφ» στην Κάτω Πλατεία… εκεί που ήταν το ρολόι της πλατείας επί Τουρκίας… και το μετέφεραν στη θέση που είναι τώρα. Μαζί με μένα είχε έρθει και το γειτονόπουλό μας κι αχώριστος οικογενειακός φίλος… ντυμένος κι εκείνος με τη στολή της «Ε.Ο.Ν.». Φαίνεται η αφεντιά μου τους φάνταζε κοπελίτσα, 16χρονη γαρ!.. Με πήραν σχεδόν με το ζόρι κι εγώ πρόφτασα και φώναξα στο Φώτη… να πάει στο σπίτι να πει που με πήραν για τα σύνορα… να κάνουμε Πάσχα με τους ακρίτες μας.
Φτάκαμαν με το λεωφορείο τύπου Κάπα που ήταν τα πρώτα ανθρώπινα λεωφορεία. Μας υποδέχτηκαν οι ακρίτες μας. Φιλιά, αγκαλιές, ευχές… Οι ομογενείς του Καΐρου τους μοίρασαν τα δώρα που τους είχαν φέρει (μάλλον γλυκά Αιγύπτου ήταν και βιβλία… Το δικό μας ορθόδοξο Πάσχα ήταν… οι Ιταλοί δεν γιόρταζαν εκείνη τη μέρα, ήταν μια απλή «Ντομένικα» (Κυριακή). Οι ακρίτες από δω κι από κει ήταν φίλοι, ανέβαιναν στην κορφή της γέφυρας, Ιταλοί κι Έλληνες (στον Άξονα γαρ ήταν τα λεβεντόπαιδά μας κι έβαζαν κάτω τα φαγουλάτα τους και μάθαιναν οι μεν στους δε, τσιάτρα πάτρα… τη γλώσσα τους)! Έτσι και κείνο το Πάσχα του «40» πήραμαν τα ψητά, τα κόκκινα τ’ αβγά, τα κλούρια τα Πασκαλιάτ’κα μας κι ανεβήκαμαν στην κορφή της γέφυρας… κι οι Ιταλοί από τη μέσα μεριά και πατήσαμαν ένα μπλετς… μα τι μπλετς και μπλετς θα πει φαγοπότι… χωρίς ποτό βέβαια γιατί απαγορεύεται στους εθνοφρουρούς η χρήσις αλκοόλ, αλλά μόνο γαζόζες και πορτοκαλάδες.
Εκεί οι Ιταλοί δεν ξέχασαν το ερωτίλο ταμπεραμέντο τους… με χόρτασαν «Μπέλα σινιορίνα και μπέλα σινιορίνα» και μάλλον ήμαν μπέλα… αλλά ήθελα νάξερα… αν δεν ήμαν μπέλα… θα ευχαριστούσαν μία «μπρούτα σινιορίνα;» που θα πει άσχημη δεσποινίδα… Και μάλλον θα ευχαριστούσαν… είναι ευγενείς από κούνιας. Αν έστελναν σε μας… Αν έστελναν σε μας να τσιουγκρίσει αβγό σε φυλακή ή σε κάτι άλλο να τσουγκρίσει αβγό και να πάει καλούδια και ήταν ασχημούλα ή γριά η κυρία… θάκουγες εκείνο το «που μας τόστλαν τούτο το σκιόρμα», έστω κι αν ήταν η πρώτη κυρία των αγαθοεργιών ή του στρατηγού ή του Γενικού διοικητή η συμβία. Δεν ξεχνώ το «41» που έφεραν τον πρώτο αιχμάλωτο Ιταλό, άοπλο και να μην ξέρει τι τον περιμένει εκεί μπροστά στο Κουρμανιό μου και τον μαζέψαμαν γύρω-γύρω. Ήταν ένα όμορφο παλικάρι που χαμογελούσε σ’ όλους μας κι έλεγε συνέχεια «γκράτσια και γκράτσια». Δεν θυμάμαι τι του έδωσα… κι εκείνος το πήρε και τάριχνε στο σακούλι του και δεν ξέχασε να μου πει… «Γκράτσια μπέλλα σινιορίνα…». Πόσα χρόνια πέρασαν και δεν ξέχασα το παραμικρό εκείνου του «καιρού»!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.