ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Ο Νταμκόλιας, οι κεφτέδες και το χουνέρι στους γύφτους...
 Τούτον τον μήνα στις 28 Μάη είναι του Αγίου Πνεύματος και γιορτάζουν στα «Κονίσματα». Μεγάλο πανηγύρι γένονταν από τότε που ήταν κι ο πατέρας μικρός και ποιος ξέρει πόσο πριν! Ένας ονομαστός γλεντζιές –μπαντίδους, τους έλεγαν αυτούς τους γλεντζιέδες- τους έλεγαν και τζιανανέδες! Ποιος ξέρει τι σήμαιναν αυτά τα «παρατσούκλια». Νταμκόλια τον έλεγαν τον αρχηγό αυτής της παρέας των μπαντίδων και των τζιανανέδων. Αυτός, λοιπόν, οργάνωνε μια χαρά το γλέντι στα Κονίσματα... Πάντα είχαν τους κεφτέδες τους πρώτ’ απ’ όλα τα φαγουλάτα τους. Επειδή ο κιμάς είναι ντελικάτο πράμα... έπαιρναν το κρέας και το κεφτεντέν... κι έκαναν τον κιμά επί τόπου.(Τώρα, στα Κονίσματα τρώνε πασιαλίτκα που τους σερβίρουν κινητές καντίνες). Ετούτη η παρέα του Νταμκόλια, ήθελε τους κεφτέδες της... χωρίς φόβο να χαλάσει ο κιμάς και τους πιάσει τσερλιό πανγυρίσια. Κι εγώ, έχω πικρή πείρα που ο πατερούλης μου μ’ έβανε να δέρνω το αρνίσιο το ζ’γούρι μπούτι... πάνω στο κεφτεντόξ’λο και να το κάνω τόσο ψιλοκομμένο... σαν ψιλοκομμένο καπνόφυλλο. Ύστερα βήκαν οι μηχανές του κιμά που τις βιδώναμαν στο τραπέζι... ύστερα εκείνα τα βάζα που βάναμαν κομμένο το κρέας σε κομμάτια... κι ύστερα παίρνουμε ότι κιμά θέλουμε!.. Πάμε τώρα στο Νταμκόλια τον μπαντίδα και τον τζιανανέ. Τα βιολιά είχε πάντα τα ίδια. Ζευγαριώτικο τακίμ από τα πρώτα και με την συμφωνία ότι θα φαν κιόλις απ’ το ίδιο φαΐ. Αρχίνσι ο Νταμκόλιας να τηγανίζει, αφού πρώτα έπλαθε τον κιμά. Οι γύφτοι καρτερούσαν οι μαύροι να βγουν οι κεφτέδες να φαν, να ψ’χουπιαστούν. Εκείνη τη χρονιά, ο Νταμκόλιας έκανε το βρωμοσιακά του, το τέρας. Όλο το χρόνο που είχε περάσει... αποπατούσε σε μια μεριά στο μπακτσιέ του... τα ξέραινε στον ήλιο... και τα αποθήκευε σε γκαζοντενεκέ! Και σαν ήρθε η Πεντηκοστή στρατοπέδεψε στο δικό του τόπο κι άρχισε να ετοιμάζει για το γλέντι. Ήρθαν κι οι γύφτοι με το πάσο τους. (Νύχτα ακόμα ξεκινούσαν απ’ τα Γιάννινα ως που να φτάκουν στα Κονίσματα, οι πιστοί). Παίρνει ο Ναμκόλιας να κάνει την αναδεμή για τους κεφτέδες. Έβγαλε το ντ’γάνι τ’... το αγκιό –μια βαθιά μεγάλη σουπιέρα με τα ξεραμένα και τριμμένα σκατά του... άναψε φωτιά κι έβαλε το τηγάνι στην πυροστιά με το λάδι να ζεσταθεί... κι αρχίνσι να πλάθει κεφτέδες, αφού πρώτα έριξε στα τριμμένα σκατά του όλα τα μυρουδικά που βάνουμε στους κεφτέδες... Με το έτσι που άρχινσι να τους πλάθει, λέει στους γύφτους «πάρτε μας κανένα μερακλίδ’κο μωρές παιδιά, ως π’να γένουν οι κιφτέδις...». «Να φάμι πρώτα» το γνωστό τροπάριο οι γύφτοι... «Θα σας σιάσου ιγώ» – τους είπε ο Νταμκόλιας. Τηγανίζονταν οι κεφτέδες... κι η μυρουδιά ήταν κάπως αλλιώτ’κ... Έπαιζαν τς μύτις τους οι γύφτ κι έλεγαν «κάπους μυρίζουν μωρέ Νταμκόλια...». Σας φαίνεται... για δεν είδαταν πώς τς έκανα; Ιδώ είσασταν... τους είπε. Η μυρουδιά πήγε σ’ όλο τον κόσμο που ήταν στρατοπεδεμένος στα χορτάρια... Κι όταν αρχίνσαν να τρων οι καψόγυφτοι... είπαν «κάπως είνι αλλιώτ’ κι μωρέ Νταμκόλια...». «Να μάθετε κιαρατάδες... τα σκατά μ’ τρώτε». Σκώθ’καν τα Κονίσματα στο ποδάρι... με τα λαούτα τον κυνήγαγαν οι γύφτοι... Με τέτοια έπαιζαν κάποιες άλλες εποχές οι καψαροί οι άνθρωποι...
Γεια σας!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.