ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Αργά, το δειλινό, μας έρχονταν και τα βιολιά!
• Η Τατά η Φουτνή, κάθονταν, σας είπα πέρα από το παλιό γυμνάσιο Θηλέων, ΙΚΑ σήμερα και ζιούσε με νύφη και τσιούπρα. Με γαμπρό και με γιο στο ίδιο σπίτι!.. Κανένας δεν ήταν «κακοφανσμένος» τίποτα δεν τους έκανε να παραξηγηθούν και να λογομαχήσουν!
Χαίροσαν να μπεις στο σπίτι τους, στο μαντζάτο το ζεστό, με το μαγκάλι το καλό που άστραφτε ανάμεσα ματζάτο και σαλόνι που ήταν συνεχόμενα. Μπάσια πέρα για πέρα στα παραθύρια του δρόμου, με χράμια και μαξιλάρια λογιαστά. Με καρπέτα στρωμένη… για τη γιορτή του Δημητράκη τους και τον χειμώνα που έρχονταν… Με το μπουφέ και τις όμορφες καρέκλες…
Κι η Τατά, να σε τραβάει στο μαγειριό να φας ψια ριβανή – ένα φουρκί παχειά. Και γέλια και χαρές και νόστιμες κουβέντς κι όχι σαν της Βγινούλας… από την πόλη έρχομαι!
Αργά, το δειλινό, μας έρχονταν και τα βιολιά. Τάθελαν τέτοια ώρα που θάταν κι ο πατέρας μας. Και θάπαιρναν τα βιολιά… την «μπαζαικάνα» και θα μούτρωνε η Τίνκω (Κατερίνα) η κόρη της Τατάς… Θα μούτρωνε γιατί ο άντρας της είχε μια «μπαζακάνα… αγαπητικιά… πεταχτούλα» στα νειάτα του και τώρα βάραγε παλαμάκια μερακλωμένος.
Κι η Τατά καμάρωνε που ο γαμπρός της δεν ήταν «αχ’μάκης».
Κοίταζε λοξά τη θυγατέρα της κι έκανε νοήματα στο μερακλωμένο γαμπρό της… και δώστου παλαμάκια.
Σαν έρχονταν η ώρα να φύγουμε… μας κακοφαίνονταν. Θάρχονταν να μας πάρει ο Μαργαρίτης ο Στούκας με το παϊτόν του… και θα μας πήγαινε στου Τάκη του Μπαράκα το σπίτι, που είχε σπίτι σε κείνη τη μύτη που κόπηκε κι αυτή, απέναντι από το Κάστρο, κατεβαίνοντας την Καραμανλή, τώρα…
Οι Μπαρακαίοι είχαν κι ένα σκυλί… Την παλιοΡιρίκα… που σ’ άρπαζε το ποδάρι στα ύπουλα. Εμείς λατρεύαμαν τα ζώα όλα… ακόμα και τον λύκο –που λέει ο λόγος- αλλά τη Ριρίκα δεν ήθελα να την ξέρω… Ήταν ένα στραβοκάνικο κοντόσωμο ασπρόμαυρο «κοκόνι» ράτσα, που είχαν όλα σχεδόν τα σπίτια για φύλακα.
Ο πάππης μου ο Γάκης είχε την Κανέλω του κι όταν παντρεύτηκαν οι δικοί μου γονιοί πήραμαν τη θυγατέρα της τη Ζιουλή.
Από κει κι ύστερα… με πήρε ο κατήφορος. Στο Κάστρο τάκανα καμια κοσαριά γατόσκλα. Είχαμαν ένα «λούπο» λυκόσκυλο που κοίμιζε στην αγκαλιά του έναν κόκκινο γάταρο.
Τώρα, έχουμε δυο μοναχά – ζωή νάχουν τα τσιότσια μου!.. Γεια σας!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.