ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Δεν είναι μέρα να μη βρεθώ σ’ αυτό το αγιασμένο χωριό...
  Ο μεγάλος μου πρωτοξάδερφος, ο Λώνης ο Τόλογλου, ήταν από τους μεγαλύτερους γλεντζιέδες του Ζαγορίου, κι όπου έφτανε η χάρη του. Μεγάλη αγκούσα είχαν όταν τοιμάζονταν για πανηγύρια και γάμους και γιορτάσια… να «κλείσουν βιολιά» (όλα τα άργανα (όργανα) που έπαιζε το τακίμι…
Τάλεγαν γενικώς «βιολιά» κι ας ήταν… κλαρίνο, βιολί, λαούτο, ντέφ, φ’σούν και διάφορες άλλες ονομασίες. Ο Λώνης μας ήταν όλα του τα χρόνια δάσκαλος στο Καβαλάρι του Ζαγοριού «στα Ρ’ζά» που θα πει «ριζά» και πήρε γυναίκα του κι από κει. Χάνονταν τα Σαββατοκύριακα στα πανηγύρια και τα γλέντια των κοντινών χωριών… Ούτε αυτοκίνητο ούτε μηχανάκι υπήρχε τότε! Ποδαράκια και πάλι ποδαράκια… και το ντουφέκι στις πλάτες μαζί με το σακκίδιο και τα φσέκια… και την Ντόνα να τρέχει γύρω του χαρούμενη… Τον λάτρευε τον αφέντη της, κι εκείνος εκείνη… Μια φορά δεν κάθονταν φρόνιμα κοντά του στο «καρτέρι», γαύγιζε και του ξεπρόνταγε το λαγό. Την φώναξε, την αναφώναξε να καθήσει φρόνιμα μαζί του κι εκείνη έκανε το δικό της (ήταν μικρή ακόμα και ζουρλή). Κι όταν κάποτε η Ντόνα μας πήγε κοντά του… τόσο νευριασμένος ήταν που την δάγκασε εκείνος στη μουσούδα της… και γύρισε στο Καβαλάρι η Ντόνα σκούζοντας και με αίματα στα ρ’θούνια.
Του Λώνη, άμα δεν γένονταν το δικό του σκότωνε κόσμο… κι άμα ευχαριστιώνταν γένονταν θυσία, π’ λέει ο λόγος! Έτσι και στο γάμο της Βαγγελίας μας… Τόσο ευχαριστήθηκε από το παίξιμο των «Τακουτσιών» που δεν ήθελε να ξεχωριστούν μ’ ένα γεια σας… στο καλό!.. Θέλησε να «τα ξεβγάλουμε» ως τον Άη-Θανάση μας. Το πρώτο από τα τρία ξωκκλήσια στο έμπα του χωριού μας. Κι όχι έτσι σκέτα… περπατώντας αλλά… λαλώντας. Άλλο, που δεν ήθελε το ζουρλοχώρι μας… (Να σας το συστήσω; καμμία 35αριά σπίτια «ανοιχτά» τότε και σχεδόν όλοι συγγενείς μεταξύ μας…). Και βγαίνουν μωρ’ μάνα μ’ όλη η νεολαία να συνοδέψουν τα Τακούτσια. Τα Τακούτσια να βαράν χαρωπά τραγούδια, κι η νεολαία να συνοδεύει χορεύοντας του ανήφορου τη ράχη. Και να φτάκουμε στον Άη-Θανάση… και να κάτσουν τα Τακούτσια πίσω από το «ιερό» στα πεζούλια που κοιτάζουν προς την Ανατολή και να «βαράν αράδα». Κι οι Καπεσοβίτες να στήσουν χορό και να ζώσουν το ξωκκλήσι με τεράστιο κύκλο… και να μεθύσουν με τον αέρα!.. Κι ήρθε το δειλνό κι οι βάβες στα σπίτια καρτερούσαν να τους θρέψουν Κυριακάτ’κα και ζέσταιναν και ματαζέσταιναν το φαΐ… και ν’ ακούν βιολιά στον Άη-Θανάση και να μη ξέρουν τι γένεται. Βέβαια, έμαθαν κατόπ’ έστ’λαν, μεγαλύτερους άντρες να μας μαλώσουν… κι έκατσαν κι αυτοί!.. Κι οι ξαδέρφες να θρηνούν που έφευγαν τα «Τακούτσια». Αργά το δειλ’νό αποφασίστηκε να χωριστούμε. Έφευγαν τα Τακούτσια κι εμείς ανεμίζαμαν μαντήλια ως εκεί που χάθηκαν στη «Μεγάλη Ράχη», περπατούσαν εκείνοι και γύριζαν να μας χαιρετήσουν… Και θα πήγαιναν νύχτα στα Κάτω Σουδενά!..
Δεν είναι μέρα που να μη βρεθώ σ’ αυτό το αγιασμένο χωριό των προγόνων από τη μάνα μας… Βρίσκομαι στ’ αμπέλια, στα χωράφια, στα κλαδερά. Στο Ρογκοβό και στους λάκκους. Σκαρφαλώνω στις σκαμιές και τις κρανιές… Τρώω αλμούρες (βατόμουρα). Κουτρουβαλώ τεράστιες κοτρώνες τον κατήφορο στη Μεζαριά. Το βράδυ βγαίνουμε το χωριό όλο, στην Παναγία – το μπάσιμο στο χωριό – και καρτερούμε τα γίδια και τα γελάδια… Μετρούν ο καθένας τα ζωντανά του… αν γύρισαν όλα ή ξέμεινε κανένα και το φάει ο λύκος!
Θα πάω να περιμένω την Κυραμάνα ν’ αρμέξει τα γιδοπρόβατα κι η θεία Βικτώρια τα γελάδια της.
Είμασταν από τα ευτυχισμένα παιδιά εμείς τ’ αδέρφια… Είχαμαν χωριό που μας δέχονταν. Οι συμμαθητές μας δεν ήταν από χωριά… δεν ήξεραν τίποτα σας λέω.
Δε με σταματάτε παιδάκια μου;
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.