ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Ήθελα να σας... μπάσω στα στενοσόκακα του Κουρμανιού!

■  Στο σόι της μάνας μας είχαμαν μία καλή θεία. Ποτέ δεν την είδαμαν θυμωμένη. Ποτέ δεν μας μάλωσε... κι όλο μας μολογούσε! Χήρεψε νιόπαντρη! Κι έδεσε σφιχτά το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της... κι έπιασε να μεγαλώσει τα έξι ορφανά της πρώτης της ξαδέρφης... που πέθανε μέσα σε δυο μέρες... από την γρίπη του ’18 (1918). (Πολύ λίγοι θάναι εκείνοι που ξέρουν γι’ αυτή τη γρίπη...). Απ’ λέτε, η θεία Βγενίτσα μας είχε πει τα πάντα που έζησε με το νι και με το σίγμα... αλλά μας τα ματάλεγε συχνά-πυκνά για τα όσα έζησε κι άκουσε... Κι αρχινούσε, εκεί που καθόμαστε στα σκαμνιά μας και κουβεντιάζαμαν... «α, μουρ’ κουπέλις... σας τόειπα... το τάδε ή το δείνα;». Αλαφιαζόμασταν όλοι μας... «μας τόειπες... μας τόειπες θεία...». «Α, μουρ’ πότε σας τόειπα... δε θέλετε να μ’ ακούτι, λέου γω...». Τώρα... έχετε κάθε δικαίωμα να μου πείτε... «μας τάπες Κυρά Κούλα, τα ξέρουμε τα του Κουρμανιού σου και του Κάστρου σου». Ξέρω πως έγινα στριφνή στο γράψιμο... Αλήθεια... Τ’ είν’ αυτό που μ’ έπιασε; Σχωρνάτε με αδερφάκια μου...
Ήθελα να σας μπάσω στα στενοσόκακα του Κουρμανιού μου... που θ’ άλλαξαν κι αυτά... Είν’ όλα εκείνα τα στενά δρομάκια που αρχίζουν από το Κουρμανιό αριστερά κατεβαίνοντας την Κουντουριώτου. Μου είπαν πως όλα άλλαξαν και δεν γνωρίζονται. Να σιάξει λίγο ο καιρός να με βγάλουν μία τσάρκα... χωρίς να βιάζονται να τρέξουν και με νταρλαντίσουν... και θα δω τι απόμεινε στον τόπο του!.. Τότε που θέλω να σας τα περιγράψω, ήταν γιομάτα ζωή... πολυεθνική!.. Κάθονταν και κάποιοι φτωχοεβραίοι βέβαια, αλλά εκεί κατοικούσαν άνθρωποι διαφόρων επαγγελμάτων!
Τις θυμάται κανένας σας τις τέντερις (κατσαρόλες από χαλκό;) Δουλεμένες με τα χεράκια των χαλκοματζίδων; Τις μπαστομάνες τις έχετε ακουστά; Ήταν γυναικείο επάγγελμα... απ’ τα χειρότερα!.. Ήταν οι γυναίκες που τους παρέδιναν... τα έκθετα (τα μπαστιά). Κι αν ήταν γυναίκες που ήθελαν να βοηθήσουν τον άντρα τους που ήταν μεροκαματιάρης, με τα λίγα χρήματα που έδινε το Δημαρχείο, πάει καλά. Αν ήταν σκατόψυχες, εμπορεύονταν τα κοριτσάκια σαν μεγάλωναν λίγο... Δεν μολογιώνται οι διάφορες ιστορίες πάνω σ’ αυτό το θέμα. Σ’ αυτά τα στενά κάθονταν και γυναικούλες που είχαν δηλώσει το επάγγελμά τους... ως ιεροδούλου... και δεν ήθελαν νάναι στον οίκο ανοχής... εκείνο το απαίσιο χτίσμα στον αλησμόνητο... Μάτσ’κα! Θυμάμαι σ’ ένα απ’ αυτά τα στενά να κάθεται μια νόστιμη γυναικούλα... με το περμανάντ της στο κεφαλάκι και την ταπεινή ρομπίτσα... να πλένει την οξόπορτά της και ν’ απλώνει ρούχα στο σχοινί και να ποτίζει και λουλουδάκια... Τ’ απόγευμα... έβλεπα την γυναικούλα νάναι καλοχτενισμένη μ’ ωραία ρόμπα μακριά και παντόφλες κόκκινες με πομπόν... με κραγιόν, να κάθεται με το ποδάρι απανωτό και να καπνίζει!..
«Κοίτα, έλεγα, το πρωί έρχεται η αδερφή της και της κάνει τις δουλειές... και τώρα ετούτη ξεκουράζεται και παίρνει τον αέρα της!..». Το μαύρο εγώ, νόμιζα πως είναι άλλη! Κι αυτή η νοστιμούλα είχε τις ώρες της που δέχονταν την πελατεία της! Ήταν η δική μας «Τρούμπα...». Μήπως ξέρετε, υπάρχει αυτό το επάγγελμα; Και πώς είναι οργανωμένο; Για την πόλη μου γράφω...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.