ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Τις χρονιάρες μέρες πολύ τα σεβόμασταν εδώ τα αντέτια!..

■  Τελειώνει και τούτος ο χρόνος… Ας δεχτούμε τον καινούργιο με καλωσορίσματα, μήπως είναι ψια καλύτερος από τούτον που φεύγει!
Τούτες τις μέρες τις «χρονιάρες» επισκεπτόμαστε συνανθρώπους… (για το καλό!) Μέλη σωματείων, συλλόγων, σχολεία… επισκέπτονται Νοσοκομεία και «γηροκομεία» (τώρα λέγονται… οίκοι ευγηρίας!..)
Ένας τέτοιος οίκος είναι και το καμάρι της πόλης… Το υπέροχο «Ζωγράφειο»! Έχουμε να κάνουμε κι εμείς, δηλαδή ο «Σύλλογος Παλιών Γιαννιωτών»… με τη λειτουργία του… Είχε περιπέτειες, αλλά τα κατάφεραν… οι πολλοί που καταπιάστηκαν!.. Νάναι ευλογημένοι.
Φέτος ο Σύλλογός μας επισκέφτηκε πάλι τους ηλικιωμένους -που έχουν την τύχη να ζουν εκεί- με τα εορταστικά γλυκίσματα και φαγητά… και προπαντός με κουβεντολόγι… Αυτό αποζητούν οι συνάνθρωποί μας που μένουν εκεί… λίγη επαφή με τον «έξω κόσμο»! Όλα τα καλά έχουν εκεί, λίγη κουβέντα με κάποιον που περπατά στους δρόμους έξω θέλουν…
Χρονιάρες μέρες και τούτη η βδομάδα… και σχεδόν όλος ο Γενάρης. Πολύ τα σεβόμασταν εδώ τα αντέτια!.. Όλη τούτη τη βδομάδα… γλουψιάζαμαν ασταμάτητα… Και στην εκκλησιά μας είμασταν παρόντες… και τα τρισάγια στους φευγάτους μας τα ρίχναμαν… και στους ασκόλαστους διακοναραίους θα δίναμαν τον οβολό μας… και στους άλλους που τσιουκάναγαν την πόρτα κρατάγαμαν φαΐ…
Σ’ άλλα σπίτια… έπαιζαν και κολτσίνα!.. Εμάς δεν μας άφηναν να πιάκουμε χαρτιά στα χέρια μας, γι’ αυτό και παίζαμαν… τριώδα!..
Κι οι πτωχοί φουρναραίοι ξημερώνονταν να κρατούν ζεστά τα ταψιά των πελατών τους… νάρθουν να τα πάρουν όποτε αποφασίσουν να φάνε…
Εκείνη τη χρονιά πήγε η μάνα μας στα ξαδέρφια της… τους μπουγατσιατζήδες, τους Σακελλαρίου -εκεί, στο τελείωμα της Αβέρωφ- να φέρει την Καπεσοβίτικη κρεασόπιτα!.. Την καρτερούσε, την είχε παραγγείλει… Καπεσοβίτικη!.. (φάγαταν ποτέ σας;) Εδώ τις έκαναν σκεπαστές, αλλιώτικες… Μπαϊλτσιζες (λυποθυμούσες) και που την μύριζες!
Λοιπόν, έβγαλε ο ξάδερφος της μάνας μας την πίτα μας – που δεν ήταν η δική μας… την άρπαξε με τις πατσιαούρες η μανούλα μας… Εμείς καρτερούσαμαν μαζί με την Ζιουλή μας… (ποτέ δεν έλειπε το σκυλί… ή τα σκυλιά, απ’ το σπίτι μας…). Κόβει η μάνα μας ένα κομμάτι και το δίνει της Ζιουλής… (έριχναν πρώτα στο ζωντανό του σπιτιού… να πάει το κακό μάτι… στο ζωντανό… κι ύστερα μου έλεγαν πως είναι ζωόφιλοι!..). Εμείς βάναμαν και «μπαχτ», νόμισμα, ένα κοσιάρικο προπολεμικό… Το ταψί ήταν το ίδιο πάντως και μέγεθος και κατασκευή…
Κάθομεστε να φάμε σα Χριστιανοί… και σούφρωσε ο πατερούλης τα μ’στάκια τ’… «Τ’ειν’τούτο;». Το ταψί δεν είχε τ’ αρχικα του οίκου μας… ένα το κρατούμενο!.. Η πίτα ήταν από αρχάρια οικοκυρά, δύο τα κρατούμενα… Δεν ήταν λιγδερή και δε μοσκοβολούσε… κρομδίλα… τέσσερα τα κρατούμενα, απ’ λέμε!..
Φάγαμαν σούπα κότα, απ’ το μεσημεριανό… που ήταν αλαφρύ – τάχα μας… και κλαίγαμαν το κοσιάρι το προπολεμικό… η αρχάρια είχε μια δραχμή μπαχτ η πτωχούλα!..
Πάντως μας τόφεραν το ταψί (μετά συγχωρήσεως…) χωρίς πίτα και χωρίς κοσάρικο!
Βέβαια δεν ήταν και ντιπ’ μπανταλοί!.. Κατάλαβαν πως στο φούρνο ήξεραν ποιος άλλος μουστερής είχε κρεασόπτα εκείνη τη βραδιά…
Έλα όμως που είχε επακόλουθα αυτό το λάθος του θείου μας του Κωστάκη Σακελλαρίου… Έγινε ο ανεψιός του ο Τόλης (που δεν είχε βάρδια εκείνη τη βραδιά…) ηφαίστειο!.. Θύμωσε πολύ… και πέταζε τα ταψιά της… Πρωτοχρονιάς… που είχαν βγει από το φούρνο!.. Δεν έφτανε που τα πέταζε… τα πατούσε κιόλι… χορεύοντας… από τη λύσσα του… Ο καψοθείος Κωστάκης, ο αγιάνθρωπος μισονταμπλιάστηκε, φουρτούνα τ’!..
Είναι, καλοί μου Χριστιανοί… να μην ευλογούμε την τεχνολογία; Έχουμε ή δεν έχουμε το φούρνο στο σπιτάκι μας; Πόσα χρόνια πέρασαν και την κρεασόπτα που δεν φάγαμαν, δεν την λησμονώ…
Και τ’ χρόν’ φίλοι μου…


email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.