ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Ψηλά τα κεφάλια πατριωτάκια και προσοχή στα σαΐνια!..

■  Έλληνές μου, ποτέ να μην πεθάνετε! Θα τραγουδάμε και στις χειρότερες φουρτούνες της πατρίδας μας!
Και τούτη που περνάμε τώρα, δεν είναι από τις πιο αλαφριές... Περνάμε κάτι... σαν τις ξορκισμένες τις Συμπληγάδες... Θα τα καταφέρει η Αργώ μας να περάσει... ατσιούγκριστη; Δεν το βάζουμε κάτω... Τραγουδάμε, χορεύουμε, ξεφαντώνουμε και... συντρέχουμε όμως, όταν υπάρχει ανάγκη... Μπράβο, πολλά μπράβο σ’ αυτούς τους δικούς μας που βρέθηκαν κοντά σε ανθρώπους αλαφιασμένους, μακριά από τους τόπους τους. Με τούτη την ανασφάλεια που μας δέρνει... με τούτο το μέτρημα και του δέκατου του Ευρώ... θέλουμε και την ψυχαγωγία μας... για να μην ξεχάσουμε πως είμαστε κι άνθρωποι που ζήσαμαν και καλύτερα! Έζησα και μια αξέχαστη Κατοχή και ξαναζώ τώρα, έστω κι από τη βλοημένη τη συσκευή της Τηλεβιζιόν, σχεδόν τα ίδια... Να εξηγηθώ... Τότε, μαθαίναμε μέσω του Τύπου Αθηνών που τον καρτερούσαμαν με λαχτάρα – τι γίνκι στας Αθήνας!.. Μαθαίναμαν, όσα μας επέτρεπαν οι δυνάμεις Κατοχής, να μάθουμε. Μαθαίναμαν όμως λεπτομερώς... τα καλλιτεχνικά μας! Πώς να δουλεύαν οι κινηματογράφοι; Χρειάζεται... κεφάλαιον! Ενώ... τα θέατρά μας δούλευαν και με... είδος με είδος! Ναι, ναι παιδάκια μου... Είχαν βρει τον τρόπο οι αθάνατοι Έλληνες ηθοποιοί μας... να τρων έστω και μια φορά τη μέρα!.. Σαν εισιτήριο, δέχονταν τα πάντα που τρώγονταν!.. Οι πατατοκεφτέδες και οι ρεβυθοκεφτέδες και το μπομποτόψωμο τους τόνωνε το ηθικό, τόσο που είχαν και όρεξη... για παρατάξεις... εκεί που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα του! Κι ο ηρωικός Θησαυρός, το περιοδικό της νιότης μας κυκλοφορούσε και μας έκανε να θυμούμαστε πως είμασταν άνθρωποι. Τη χοντρή του Θησαυρού, υπάρχει ακόμα κανένας να την θυμάται;
Τότε, φάνηκαν κι έδρασαν οι Μαυραγορίτες... Οι σαλταδόροι... «θα σαλτάρω... θα σαλτάρω... τη ρεζέρβα να σου πάρω...» τραγουδούσαν αυτοί οι μαγκαφάδες μας... Τότε ήταν που μας ήρθε συστημένη η κ. Ραλού... Τάχα να δώσει τα τζιουβαϊρκά της επαρχίας (και τον τόπο μας, τον έλεγαν... Καναδά... οι πεινασμένοι της πρωτεύουσας της πεινασμένης...). Κι αυτή η κ. Ραλού, μας έρχονταν ύστερα συχνότατα και φόρτωνε φορτηγά με αγαθά του τόπου μας (του καλύτερου των Αθηνών). Και μάθαμαν για την κ. Ραλού (σύζυγος ανώτερου αξιωματικού), πως είχε γίνει η καλύτερη μαυραγορίτισσα... Την έφαγαν όμως δάγκα, τα συνεταιράκια της... γιατί πήγαινε να τα ρίξει! Και να, φάνηκαν κι εδώ κάποια σιαΐνια της αρπαγής... Σιγά-σιγά τα ξεδοντιάσαμαν γιατί καθόμασταν οι ίδιοι με τις ώρες, ώσπου να ξεφουρνιστούν τα τιψιά μας κι οι νταβάδις μας με το κατοχικό φαΐ και ψωμί μας!.. Κριάς, ούτε για δείγμα! Τίποτα πατάτες με κολοκύθια, ψια ντομάτα, ψια κρουμύδια, μπόλκο μακεδονήσι, τσιότσιο ρίγανη και γλύφαμαν και τα δάχλα μας! Κι αυτοί που φάνηκαν κι εδώ, ήταν ξένοι στους μαχαλιώτικους φούρνους κι έστηναν καρτέρι ποιον πήγαινε ψηστικό... συνεταιράκια μαχαλιώτες τους έλεγαν ποιοι είναι, πού πήγαν με το τάδε φαΐ και πήγαιναν γρηγορότερα από το μαχαλιώτη μουστιερή... κι έλεγαν... μ’ έστειλε ο κ. Τάδε να πάρω το φαΐ! Αυτή η δουλειά σ’ όλους τους μαχαλάδες! Δεν την χάρηκαν πολύ την επιχείρηση... καθόμασταν και πιάναμαν και το μουαμπέτ μας (ένας από κάθε ψηστικό ή και δυο) και περνούσαμαν μια χαρά πουρνά!.. Κι ήρθε τώρα η ώρα να θυμούμαστε μαύρες μέρες ξορκισμένες. Ψηλά το κεφάλι πατριωτάκια μου... Προσοχή μόνο στα σαΐνια.
Εδώ, στα Γιαννινάκια μας, τα σαΐνια ήταν γνωστά. Στο Τζαμί της Καλούτσιας και του Κουρμανιού... ήταν Καθηγητές σαϊνιών! Δεν ξεχνώ ποτέ εκείνο το ωραίο... όταν θελήσαμαν (τα ζώα, εμείς) να πουλήσουμε τον αντίκα φωνόγραφο! Εκείνον με το χωνί και το ξύλινο τετράγωνο κουτί και τις πλάκες με τα παμπάλαια τραγούδια... σαν εκείνο που κλαίει το μωρό και της λέει ο άντρας της... να το κάνει να σταματήσει, γιατί αν δεν... θα το πετάξει από το παράθυρο το παιδάκι του και σκάγαμε στα γέλια εμείς τα τσιότσια! Λοιπόν, ο πατερούλης μας, έκανε λόγο στα σοβαρότερα σιαΐνια του Κουρμανιού, για τον ηρωικό μας φωνόγραφο και κόπιασε στο μαγαζί ο ένας, μ’ έναν καψαρό χωριάτη πούθελε φωνόγραφο! Εκεί που τον περιεργάζονταν ο χωριάτης και τούδειχνε το αρχησιαΐνι τι τεφαρίκι θάπαιρνε... κοψοχρονιάς, να και μπουκάρουν και τ’ άλλα σιαΐνια της ομάδος και ν’ αρχίσουν... «Κυρ Χαρίλαγη, αυτό το διαμάντ’ ξεχειρίζισι; Και πόσο θελς...τι; τόσο; Τόχασις κυρ Χαρίλαγη; Καρτέρα μας... θα πάμι να φέρουμι μουστερή να δωκ’ τα διπλά» και τέτοια διάφορα! Κι ο καψοχωριάτης θέλησε ν’ ακούσει μια πλάκα... πώς λαλάει! Τον κούρτισαν ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο και τον βάζουν μπροστά. Μόλις έβαλαν πάνω τη βελόνα... αρχίζει να ξεκουρδίζεται και να πηδάει ο φωνόγραφος!... Έτρεξε να κρυφτεί η Μαφία του Κουρμανιού... ακόμα κι ο πατερούλης μας! Έλα όμως που τον ηρωικό μας αντίκα φωνογράφο μας τον πήραν όταν λεηλάτησαν το σπίτι και το μαγαζί, κι εμείς είμασταν πρόσφυγες στο Καπέσοβο! Μεντέτ...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.