ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Τότε παίζαμαν τρέχοντας και βλέπαμαν τις προσωπίδες!..

■  Αποκριές και φέτος. Στην Πάνω Πλατεία είδα χορούς από παιδιά... Εμείς τότε – αλήθεια πόσα χρόνια νάναι πίσω; Ογδόντα και! Εμείς, τότε λέω, δεν χορεύαμαν στην Πάνω Πλατεία. Εκεί ήταν χωματερή με το συντριβάνι στη μέση και το άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη στην άκρη. Τότε παίζαμαν τρέχοντας και βλέπαμαν τις προσωπίδες και ρίχναμαν κίκια και τρακατρούκες... κι οι γονιοί μας βολτάριζαν ανάμεσα στις δύο σειρές δέντρα – για να μας προσέχουν... Ρίχναμαν χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες... που μαζεύαμαν από τις άκρες του δρόμου... που τις μάζευε ο αέρας. Μας αγόραζαν κίτσιρ και μαλλί της γριάς και μιλένια... Και σαν άρχιζε να τσούζει το κρύο στην Πάνω Πλατεία... ροβολούσαμαν στην Κάτω, στο Ρολόι! Εκεί, όσο νάναι δεν ξιουρίζει το ίδιο με την Πάνω... Εκεί στήνονταν τα Γαϊτανάκια! Εκεί, καθόμασταν ορθά με το στόμα ανοιχτό, να δούμε πώς θα το πλέξουν, τα κορίτσια του οικοτροφείου Θηλέων του Βελισσαρίου και τα αγόρια του Ορφανοτροφείου Γεωργίου Σταύρου. Τόπλεκαν, χορεύοντας ρυθμικά ή τραγουδώντας ή με την υπόκρουση μουσικής του Γεωργίου Σταύρου. Μαζεύομασταν στο σπίτι αφού πρώτα στις Καμάρες, σημερινή Αβέρωφ, εκεί στη γωνία που έκανε ο δρόμος – απέναντι από το Τοσίτσειο... στο Γκέγκα τον Τουρκαλβανό, τραβούσαμαν τον πατερούλη μας να μας πάρει και σιουτζιούκ και χαλβά καρυδάτο σπασμένο στο σκαφίδι με το ειδικό σκεπάρι... Δεν έφταναν αυτά, τον τραβούσαμαν κι απέναντι στον παππού των σημερινών Τριανταφύλλου... να μας πάρει ραχάτ λουκούμ!.. Μόνο στους Μπουγατσιατζήδες στο τέλος της Αβέρωφ... εκεί στο Κουρμανιό, δεν τον τραβούσαμαν... Η μανούλα μας είχε τέτοια μέρα και γκανταΐφ σιουρχτό και ριβανή αφράτη και γαλατόπτα ξέσκεπη... Βλοημένοι γονιοί... Άγια τα χωματάκια σας... Την Καθαροδευτέρα όμως, την καρτερούσαμαν αλλιώς! Όλο μας αργούσε η Ζαγόρω να μας παν στους Αμπελόκηπους. Έπρεπε πρώτα να πλυθούν τα χαλκώματα... ήταν αντέτ έλεγε. Με παϊτόν φτάναμαν στο... Παυσίλυπον! Ήταν η γωνία με το όμορφο εξοχικό, απέναντι από το παλιό Αγροτικό, στο δρόμο που ανηφορίζει για τους Αγίους Αποστόλους... Εκεί πήγαιναν κι ορχήστρες το καλοκαίρι... Εκεί ήταν που έριξα το δίσκο με τα γλυκά του καψαρού του γκαρσονιού, που πήγαινε να σερβίρει... Είχα τόσο ενθουσιαστεί από το περιβάλλον που έτρεχα με τα χέρια ανοιχτά σαν αεροπλάνο και βγαίνοντας από το καφενείο το μαύρο το γκαρσόν έπεσε πάνω σε μένα... το αεροπλάνο... Δεν με μάλωσε ο πατερούλης μου, πλήρωσε μια χαρά! Έλα όμως που δεν ήταν το πρώτο και το τελευταίο μου! Το ξανάκανα άλλη χρονιά... στην Κυρά-Φροσύνη! Κι εκεί είχα ενθουσιαστεί από την όμορφη νύχτα, την λίμνη μας και τα τραγούδια του ραδιοφώνου του κυρ Τάκη του Μπαράκα... Κι έκανα πάλι το αεροπλάνο και σκαπέτ’σα το δίσκο με τα ποτήρια! Η Καθαροδευτέρα όμως, ήταν Καθαροδευτέρα! Φταναμαν με το παϊτόν σε κείνο το λειβάδι του γλεντιού, της Τζιαμάλας κι εκείνης της μέρας και του φαγοποτιού που έβλεπες, παρέες-παρέες. Γυρίζαμαν αργά, αλλά θα τρώγαμαν τα Σαρακοστιανά μας με όρεξη στο τραπέζι μας και θα λέγαμαν και τ’ χρόν’. Στις Τζιαμάλες δεν μας πήγαινε... έλεγαν... αχρειάνκα... και σκιάζονταν μη κακομάθουμε.
Βλοημένος νάσαι πατέρα!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.