ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Βλέπαμαν πέτρινα χάνια κι αυτά σχεδόν ερμωμένα!

■  Τρέχαμαν, ούτε με είκοσι, στις Κορινθιακές παραλίες του γέρου Μωριά... κι όλοι παρακαλούσαμαν να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμαν!
Έταζα στο Θεό... να φτάσω στο Κουρμανιό... και να μην ματαμπώ σε αυτοκίνητο, ούτε για το Καπέσοβο! Πήγαινα και με τα ποδαράκια μ’ άμα ήθελα! Διαβήκαμαν απ’ όλα τα παραλιακά χωριά, που τώρα είναι θέρετρα με ξενοδοχειάρες και τότε ήταν με τα πέτρινα ισόγεια σπιτάκια τους... άιντε και κάνα διόροφο... κάτω αποθήκες και πάνω σπίτι!.. Παντού μπλόκα! Νόμιζες πως ήταν ακόμα Κατοχή... Τι διάολο έψαχναν να βρουν; Δεν ματαείδαμαν Εγγλέζους ύστερα απ’ τον Ισθμό. Εθνοφυλακή και Χωροφυλακή μας ψείριζε παντού... πήγαινε η καρδιά μας στις φτέρνες... μη θελήσει κάποιος... να μας κάνει τον τσάτσαρη... και μας απαγορέψει να δούμε πατρίδα πολυπόθητη! Είχαμαν κορακιάσει για νερό και δεν σταματάγαμαν από το φόβο μας μη μας χαλέψουν πάλι... παπίερ και χασομερίσουμε. Θέλαμαν να φτάσουμε μέρα στα Γιάννινα... τα ζώα! Βρίσκαμαν ποτάμια και ποταμάκια κι ευτυχώς που ήταν Αύγουστος κι αυτά... σχεδόν ξεροπόταμα γιατί... αν ήταν κιν’μένα που λέμε στο Ζαγόρι, πώς θα περνούσαμαν; Που γέφυρες δεν είχαν αφήσει πουθενά... οι Γερμανοί και οι αντάρτες!.. Χάος, παιδιά μου, η Ελλαδίτσα μας!.. Βλέπαμαν στα μεγαλοχώρια που διαβαίναμαν, μεγάλα πέτρινα χάνια κι αυτά, σχεδόν ερμωμένα, μόνο το χάνι στον Ψαθόπυργο είχε ζωή!.. Το χάνι που μας δέχτηκε αργά το απόγευμα εκείνης της Κυριακής του Αυγούστου του ’40! Ριχτήκαμαν στο νερό, σαν πάτησαν τα ποδαράκια μας γη... Κι ύστερα ψάχναμαν για κατούρμα εμείς οι γυναίκες της καρότσας! Βλέπετε... οι άντρες είναι τυχεροί και στο κατούρμα... όπου τους πιάσει... γυρίζουν τάχα πισώκωλα... και κάνουν τη δουλειά τους!
Άιντε ντε, να το κάνουμε κι εμείς οι γυναίκες οι μαύρες... Μεγάλη αδικία! Εκεί μπροστά στη θάλασσα που ήταν κάτι πλεούμενα και τόλεγαν λιμάνι και τα πλεούμενα ήταν παλιόβαρκες, ήταν κίνηση μεγάλη! Άντρες συζητούσαν ασκόλαστα. Γίνονταν διαπραγματεύσεις που λέγεται... Ούτε καταλαβαίναμαν τι γένονταν! Πώς θα περνούσαμαν απέναντι; Απέναντι ήταν η Ναύπακτος, καλή της ώρα. Και πώς πάνουν στη Ναύπακτο; Με τι; Α! πάει κι έρχεται μια μαούνα και κάνει δρομολόγια ολκής και του κιαρατά με το συμπάθειο. Πούντην η μαούνα; ρωτήσαμαν. Τώρα θα γυρίσει όπου νάναι μας είπαν! Όπου νάναι γύρισε ...αλλά είχαν άλλοι πολλοί σειρά! Εκεί ξεροσταλιάσαμαν, στο παλιοχάνι... πεινασμένοι και κακά σιγουρεμένοι, που λέμε στο Καπέσοβο. Τίποτα δεν πουλιώνταν. Κι αν πουλιώνταν και κάτι... ποιος είχε παράδες για σιύκα-μπόμπα! (Τα πουλήματα και τ’ αγοράσματα ήρθαν αργότερα με την άνοδο του βιοτικού μας επιπέδου... που ταξιδεύοντας σταματάμε... εδώ για το τάδε ψ’τούλ το ξακουσμένο... και παρακεί για το δείνα γλυκούλ’ στου σιουρόπ’ γκιλμένου!..). Κι εδώ στον Ψαθόπυργο, εκείνο το δειλινό... το επίπεδό μας ήταν της ξεφτίλας και βάλε... Έδερνα (Ζαγορίσιο αυτό) να παρηγορηθώ, φέρνοντας στο νου μου όσες προπολεμικές ταινίες είχα δει, με φουρτουνιασμένα όντα... που διέσχιζαν αφιλόξενους τόπους να βρουν την τύχη τους κάπου! Κοίταζα τη θάλασσα τη χιλιοτραγουδισμένη... κι ομορφιά καμία δεν της εύρισκα και δεν εύρισκα και την μαούνα νάρχεται!.. Είχε αρχίσει να θαμπώνει! Κι ήρθε η μαούνα και ματάφκει μ’ άλλους κατατρεγμένους. Σαν ήρθε η σειρά μας, νομίσαμαν πως ήρθε η ώρα μας... για το απόσπασμα!
(Συνεχίζεται)
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.