ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Φτάνοντας στη Θήβα σταματήσαμαν για μπενζίνα!

■  Σας έλεγα πως ματαγίναμαν τσιότσιο άνθρωποι σαν κάτσαμαν στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, εκεί μπροστά στην πλατεία. Πρώτα, είχαμαν περιποιηθεί την κυραμανούλα... Την βάλαμαν και σε κρεβάτι, να ισιώσει το κοκαλάκι της κι εμείς κάναμαν... τις πρώτες τουρίστριες (έτσι δείχναμαν).
Κάτω, στην Πλατεία, πρέπει νάταν δυο-τρία κέντρα απλωμένα... Έτσι έδειχναν τα διαφορετικά τραγούδια που ακούγονταν. Και θυμήθηκα τα Γιαννινάκια μας... την ίδια ώρα! Έτσι κι εμείς, εδώ... κάθε βράδυ διασκέδαση! Σας ματάειπα... είχαμαν ζήσει και το γλεντούσαμαν με το τίποτα! Ζιεί κανένας σας να θυμάται τον... Μαλάμο; Και στην κάτω μεριά... την Όαση;  Να λαλούν πλάκες γραμμοφώνου... ή κάποιο συγκρότημα δυστυχίας με αοιδό και αηδόνι άντρα να τραγουδούν; Θυμάστε τον Λευτέρη τον Κούτσικο που τον καμαρώναμαν οι φίλοι του; Θυμάστε την μικρή αδερφή της Τσιβούλας του Κάστρου μας; Θυμάστε τον καλοκαιρινό Έσπερο; Την Τιτάνια απέναντι; Δεν μπορούσαμαν να κουβεντιάσουμε μεταξύ μας – όσοι κάναμαν βόλτες... από τη χαρά της ζωής – το τραγούδι που ξεχύνονταν ως το Ρολόι κι ως την Ακαδημία μας...
Εκεί, στο μπαλκόνι, στη Λαμία ματαγίναμαν άνθρωποι – έστω και για λίγο. Οι άντρες του καραβανιού μας, πήγαν να πουν τα παράπονά μας στον Αθανάσιο Διάκο! Γύρισαν και μας είπαν... να κάτσουμε καλά και να μην πάμε να κάνουμε τα παράπονά μας σε αστυνομίες και τέτοια... γιατί... είδαμαν τι έπαθε αυτός... κάποτε. Τον ακούσαμαν τον Καπετάνιο μας και κάναμαν τουμπεκί!
Σαν χορτάσαμαν ξαπόστια και σεργάν, αποφασίσαμαν να γλαρώσουμε ψιύχα. Κοιμηθήκαμαν κι ωραία! Ούτε φλιτ βρώμισε, ούτε κόρζις μας παραπήραν! Δεν το πίστευα πως τα φαντάρια θα μας καρτέραγαν το πρωί-πρωί να μας ματαπάρουν! Θαύμα πάλι! Στα γλήγορα φορτωθήκαμαν κι αρχίνσι πάλι ο χορός... Λέγαμαν όλοι μαζί ...ΟΟΟΠΠΠ, σε κάθε στροφή κι επιτέλους είχαμαν μάθει να ισορροπούμε. Πρωί-πρωί ανεβήκαμαν το Μπράλο. Δεν πήγαινε ο δρόμος από τα Καμμένα Βούρλα. Πέσαμαν για τη Λειβαδιά. Την περάσαμαν χωρίς να σταματήσουμε. Τα φαντάρια βιάζονταν ευτυχώς!
Στη Θήβα ήταν τότε ο μικρός αδερφός της μάνας μου, έφορος... Κι όχι, εμείς τα ζώα να σταματήσουμε εκεί και να μας στείλει κατόπι εκείνος στην Αθήνα... δεν σταματήσαμαν! Αλλά πώς να σταματούσαμαν; Μπορούσαμαν; Όπως σας είπα τα φαντάρια ανεβοκατέβαζαν επιβάτες... Κάπου πήραν και έναν Θηβαίο. Αλλάξαμαν πέντε κουβέντες. Τον γνώριζε το θείο μου. Φτάνοντας στη Θήβα μας είπαν τα φαντάρια πως θα σταματούσαμαν μόνον να βάλουμε μπενζίνα στους Εγγλέζους! Ναι... ναι στους Εγγλέζους! Ποτέ δε θα το ξεχάσω όσο ζιω! Τον άτιμο... τον κιαρατά... την καραβίδα τ’ζιματζέν’ (ζεματισμένη...).
Σταματήσαμαν σ’ ένα Εγγλέζικο στρατόπεδο... Τι σκατά ήταν – πριν πάρουμε τον ανήφορο για την πόλη. Πήγαν τα φαντάρια να κάνουν τα δέοντα για βενζίνα... Ο Θηβαίος κατέβηκε. Του είπαμαν να ειδοποιήσει το θείο να βγει στην πλατεία να του μιλήσουμε... να του μιλήσει η μάνα του (να τον δει δεν μπορούσε... δεν έβλεπε καθόλου). Είχαμαν να τον δούμε από το καλοκαίρι του ’40...

(Συνεχίζεται)
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.