ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Ξημερωθήκαμαν στα Τρίκαλα να κοιτάμε το φανάρι!

■  Μεγάλη εφεύρεση το στυλό! Αυτό το πραγματάκι των 17 πόντων που άμα το πιάσεις στα χέρια σου... γένεται τέτοιο καλάμι, που το καβαλάς... και νομίζεις πως γίνκις συγγραφέας! Όπως σας έγραφα στα προηγούμενα, ύστερα από 14 ώρες ταξίδι, φτάκαμαν... μεσάνυχτα στα Τρίκαλα! Και σαν κάναμαν τετραπλάσιες και βάλε... απ’ όσες κάνουμε τώρα... τι γίνκι; Ακόμα καλύτερα! Πρώτα απ’ χορτάσαμαν τζιάρα Αυγουστιάτ’κα κατακέφαλα! Ύστερα, ευχαριστηθήκαμαν ξερατό ελεύθερο (κι όχι στις παλιοσακούλες που μας δίνουν τώρα...). Μπορεί να τόπαιρνε το δροσερό αεράκι και να τόφερνε στα μούτρα των άλλων... σκασίλα μας κι εμάς! Γυναίκες είμασταν εμείς οι τρεις και μια άλλη δυστυχισμένη, που δεν της ακούσαμαν τη φωνή καθόλου! Μοναχά μούγκριζε... και τσ’ έβγαινε η ψ’χή έλεγε στο γιο της. Είχε μαζευτεί γρούδα στο βάθος της καρότσας και βόγγαε κι έλεγε... «όε λέλε μου». Μάλλον από το Τσιάμικο ήταν... βλάχα, λέτε; Όπως καταλαβαίνετε, γνωριστήκαμαν και παραγνωριστήκαμαν... δόσαμαν ο ένας στον άλλον... τα διαπιστευτήριά μας!.. και τι μικρός είν’ ο κόσμος... βρεθήκαμαν σχεδόν όλοι θ’κοί! Εκδηλωθήκαμαν δηλαδή; Και γιατί όχι; Μια Βάρκιζα είχαμαν! Εφημερίδα νταϊλίνα βγάζαμαν... Τι μας έλειπε; Από το κουβούκλιο μπροστά όμως... μάζευαν ράμματα για τη γούνα μας!..
Σαν φτάκαμαν στα Τρίκαλα, μας άδειασαν σε μια πλατεία με σιδερένια φανάρια... Απομείναμαν σαν τσιουβάλια και ψάχναμαν να βρούμε αν έχουμε ποδάρια... σαν κάπως να μας είχαν νεκρωθεί... Και για τσιούσια δεν είχαμαν κοσιέψει... σαν να μας είχε σταματήσει και το κάτρο ακόμα... Απομείναμαν στο φανάρι απο κάτω και δεν ξέραμαν τι να κάνουμε...
Οι τρεις καμπαλέρος ανέβηκαν σ’ ένα τάχα ξενοδοχείο, εκεί δίπλα. Ο όχλος, εμείς, κάτσαμαν κάτω από το φανάρι, στο χώμα, για να πάρουμε αποφάσεις... Καλοκαίρι ήταν, ωραία βραδιά ήταν, ο κόσμος ήταν πια και η πλατεία είχε κάποια κίνηση. Μας πλησιάζει μια παρέα περίεργων και ρωτά γιατί κάτσαμαν εκεί. Τους εξηγήσαμαν. Δεν ξέρετε πού κάτσαταν; μας ξαναρωτάν. Ζητούμε εξηγήσεις. Μαθαίνουμε πως τον Ιούνιο που πέρασε, σ’ αυτό το φανάρι κάρφωσαν το κεφάλι του Άρη Βελουχιώτη! Σηκωθήκαμαν και στρατοπεδέψαμαν στο πεζοδρόμιο απέναντι. Δεν έκλεισα μάτι μαζί με τη μάνα μου. Ξημερωθήκαμαν να κοιτάμε το φανάρι! Σαν ξημέρωσε μετρηθήκαμαν... Σωστοί είμασταν... Καρτερούσαμαν να φανεί ο ματρακάς, να μας πάρει. Οι ώρες περνούσαν, τίποτα δεν φαίνονταν. Ξεκίνησαν κάμποσοι να ψάχνουν μέσα στα Τρίκαλα... να βρουν ένα σαράβαλο φορτηγό! Κάποιοι το βρήκαν σ’ ένα συνεργείο. «Ερχόμαστε...» τους είπαν! Ήρθε το δειλινό και δεν είχαν φανεί... Ματαπήγαν στο συνεργείο... Είχαν φύγει! Γυρίζουν οι συνβασανισμένοι... κι αποφαίνονται, «μας άφησαν οι μαυραγορίτες...». Και να... οι μαυραγορίτες φάνηκαν στις εννιά το βράδυ, μ’ ένα ματρακά, φορτωμένο κατακέφαλα... κεφαλοτύρι! - Ανεβάτε... προστάζουν. Επαναστατούμε! Πού να ανεβαίναμαν που ζοκοπούσε το Σύμπαν κεφαλοτυρίλα; Υπάρχει χειρότερη βρωμοκοπιά; Στο Θεό σας... Πέστε μου! Βρίζοντας εμείς, οι ταπεινοί της καρότσας... απειλώντας οι άρχοντες του κουβουκλίου... ξεκινήσαμαν για Λάρισα! Κατσ’μέν’ απάνω σε σακιά με βρωμοκεφαλοτύρια του κιαρατά!
Συνεχίζεται
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.