Καλαντζήδες: Από τη Μουργκάνα στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια!

on .

KALANTZHS

• Mια πρωτότυπη κοινωνική ομάδα ταξιδεύοντος βιοτεχνισμού αποτελούσαν οι περίφημοι καλαντζήδες, οι οποίοι ξεκίνησαν από ορεινά χωριά των Φιλιατών στη Θεσπρωτία, στα ελληνοαλβανικά σύνορα και εξαπλώθηκαν σ' όλη την Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Οι πρώτοι καλαντζήδες εμφανίζονται στα μέσα του 18ου αι. στο Μπαμπούρι των Φιλιατών, γι’ αυτό και ονομάστηκε «καλαντζομάνα». Από το Μπαμπούρι επεκτάθηκε η καλαντζήδικη τέχνη και σε άλλα χωριά της περιοχής της Μουργκάνας (Τσαμαντά, Πόβλα, Λειά, Λίστα, Γλούστα, Αγίους Πάντες, Ξέχωρο, Φατήρι, Λίμποβο) και σε μικρότερη έκταση στα υπόλοιπα χωριά της επαρχίας Φιλιατών.
Το σινάφι των καλαντζήδων (γανωτζήδων) της Μουργκάνας Θεσπρωτίας, που έχει πλέον χαθεί, δεν ήταν μόνο επαγγελματικό...

Η τεχνική τους
Ηλικιωμένος, που ζει στα Γιάννινα, αναφέρει: «Πριν από πολλά χρόνια επισκεπτόμουν τον μπάρμπα Κώστα για να «γανώσει» τα «χαλκώματα» του σπιτιού – κατσαρόλες, τηγάνια, ταψιά, τεντζερέδες (κακάβια), νταβάδες. Ήταν γείτονάς μου τότε ο μπάρμπα-Κώστας, που κατάγονταν από τα χωριά του Καλαμά. Πάντοτε «μουτζουρεμένος» απ’ τη δουλειά...».
Και προσθέτει: «Ο «γανωτής» θέρμαινε πρώτα τα σκεύη, ώστε να καούν από τις γωνιές τα μαύρα και να φύγει το παλιό καλάϊ. Μετά το κάψιμο γίνονταν με σπόγγο επάλειψη με βιτριόλι (κεζάπι), για να φουσκώσουν τα καμμένα μαύρα και με το πρώτο πλύσιμο και τρίψιμο, με ψιλή άμμο, όλο το σκεύος ήταν πλέον έτοιμο να «γανωθεί». Ετοίμαζε από νωρίς υδροχλωρικό οξύ (κεζάπι) μέσα σε γυάλινο μπωλ – ποσότητα ανάλογη με το σκεύος (που ήταν για «γάνωμα») – και με το ψαλίδι έκοβε τσίγγο (ψευδάργυρο) και τον έριχνε μέσα στο μπωλ. Ο τσίγγος έβραζε μέσα στο κεζάπι και έλιωνε. Τότε το κεζάπι δεν είχε εκείνη τη «σπιρτάδα», και μ’ αυτό έκανε την τελευταία επάλειψη στο σκεύος. Μετά έπιανε το σκεύος με το ξυλάβ και το έβαζε στη φωτιά. Με το μαχάνι (το φυσερό), παράλληλα, υποδαύλιζε τη φωτιά. Έβγαιναν τότε χρώματα κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, πορτοκαλιά, χρυσαφένια, ασημένια, πύρινες γλώσσες στο κενό, ιδίως όταν έπεφτε το νησατίρ, πάνω στη φωτιά την ώρα της δουλειάς. Δίπλα από τη φωτιά είχε το ταψί και εκεί μέσα έριχνε τα ψήγματα που περίσσευαν από το καλάϊ, για να επαναχρησιμοποιηθούν. Όταν τελείωνε το «γάνωμα» και κρύωνε το σκεύος, «έστριβε» με το σπόγγο κάτω τον πάτο του, δημιουργώντας αστράκια ασημένια. Τότε τα σκεύη έλαμπαν… Τώρα όλα αυτά «έφυγαν» μαζί με τους τεχνίτες «γανωτές», τους καλαντζήδες…».

Συνθηματική γλώσσα
Τη δική τους, συνθηματική γλώσσα, μιλούσαν οι καλαντζήδες της Μουργκάνας! Ο Νικόλαος Νίτσος έστειλε, το 1922, επιστολή στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, όπου διασώζει λέξεις και φράσεις από τη γλώσσα των καλαντζήδων. Τις λέξεις και τις φράσεις αυτές, που αποτέλεσαν το γλωσσικό ιδίωμα «αλειφιάτικα», τις χρησιμοποιούσαν για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι και να αποφεύγουν τη λογοκρισία της εποχής.
Η γλώσσα αυτή, που αποτελείται μόνο από ονόματα, επίθετα και ρήματα, δημιουργήθηκε από ανθρώπους χωρίς, κατά κανόνα, γραμματικές γνώσεις. Πήραν λέξεις από την ελληνική γλώσσα και τις απέδωσαν παραλλαγμένα, έτσι ώστε μόνο οι μυημένοι να μπορούν να μπορούν να αντιλαμβάνονται την έννοιά τους (π.χ. βοζιόνω: βλέπω, εννοώ, γνωρίζω, γιαλακοζούμα: ο καφές, γκόταινα: γυναίκα, γκότης: άνδρας, γκοτόπουλο: γιός, παιδί).
π. ΗΛΙΑΣ ΜΑΚΟΣ