ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΒΕΡΩΦ – ΤΟΣΙΤΣΑΣ: Η ζωή του ταυτισμένη με την Ήπειρο!

on .

ABEROF EYAGGELOS PINAKAS

• Ήταν 2 Ιανουαρίου 1990, πριν από 31 χρόνια ακριβώς, όταν «έφυγε» για πάντα, στα 80 του, ο ευπατρίδης Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, ο οποίος ταύτισε απόλυτα τη ζωή του με την Ήπειρο, τα Γιάννενα και το αγαπημένο του Μέτσοβο.
Δεν ήταν μόνο επιφανής πολιτικός ο Ευάγγελος Αβέρωφ, αφήνοντας ένα διακριτό προσωπικό αποτύπωμα επί 50 ολόκληρα χρόνια στη δημόσια ζωή της χώρας μας. Αποτύπωμα πιο ισχυρό ακόμα και από εκείνο πρωθυπουργών. Ήταν πολύ περισσότερα από αυτό. Υπήρξε μία πραγματικά πολύπλευρη προσωπικότητα, ένας άνθρωπος του πνεύματος, που διακρίθηκε όσο λίγοι για την κοινωνική και πολιτιστική του δράση και προσφορά.
Προσφορά που είναι ιδιαίτερα εμφανής στο Μέτσοβο, το οποίο υπήρξε το πάθος της ζωής και το μεράκι του. Γι’ αυτό και το «προίκισε» με το Ίδρυμα Τοσίτσα που συνέβαλλε ουσιαστικά στη μετέπειτα πορεία του ορεινού οικισμού, αλλά και με την Πινακοθήκη που φέρει το όνομά του.

Ένα απόσπασμα...
Με αφορμή την 31η επέτειο του θανάτου του, ο «Π.Λ.» αναδημοσιεύει σήμερα το ακόλουθο απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα με τίτλο «Γη της οδύνης», που αφορά σε κρίσιμες σελίδες από την ιστορική διαδρομή των Ιωαννίνων, το οποίο επιμελήθηκε ο Βαγγέλης Στεργιόπουλος για το «In.gr»:
«...Στις 14 του Οχτώβρη πύκνωσε από το νοτιά το λιανοντούφεκο. Νύχτα και μέρα ακουγόταν στην πολιτεία, πότε αραιό, πότε φουντωμένο. Όλα τα σημάδια έδειχναν πως οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να φύγουν όλοι, για καλά.
**
Οι φήμες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, τα νέα που έφερναν οι τολμηροί που γύριζαν κλεφτά στα σοκάκια, δεν άφηναν να βγει σίγουρο συμπέρασμα.
Θάβαζαν φωτιά οι Γερμανοί…
Όχι, δε θάβαζαν…
Και πάλι όχι! Θα τάκαιγαν τα Γιάννενα! Πολλοί έλεγαν πως θ’ άναβαν σύγχρονα πολλές φωτιές, την ώρα που θάβγαιναν από την πόλη.
Τώρα, είχαν μόλις φύγει από την έδρα της Κομανταντούρ κι από τις κεντρικές πλατείες… Ήταν πια στην πλατεία του Άλσους.
Έλεγαν πως από κει θ’ άναβαν τις φωτιές… Ίσως από λίγο πιο πέρα…
Τους παρακολουθούσε ο κόσμος από κλειστά παντζούρια, ή από στενά δρομάκια… Δεν καθάριζε το αναρώτημα: θάταν μεγάλη μέρα; θάταν μαύρη μέρα;
Ξαφνικά μέσ’ στη θολή ατμόσφαιρα κάτι οξύ ακούστηκε κι όλα καθάρισαν: Σάλπιγγα!
Σάλπιγγα ακούστηκε!
Σάλπιγγες είχαν τα τμήματα του ΕΔΕΣ!…
Πούθε ακουγόταν;
Από την Πλατεία; από το Ρολόι;
Για να βαρούνε σάλπιγγα εκεί… Γρήγορα προς τα κει!
Πλησίαζε ο ήχος, οξύς, παθιασμένος, λόγχη που έσχιζε τον αέρα, αλήθεια που έλαμπε μέσα στο ψέμα.
Κι έτρεχαν απ’ όλες τις συνοικίες προς το κέντρο ν’ ακούσουν την αλήθεια.
Όταν έφτασαν στην Πλατεία δεν την άκουσαν μόνο.
Την είδαν την αλήθεια! Προπάντων την είδαν!
Έστεκε κει το παλιό κτίριο της Μεραρχίας, εκείνο που ως το 13 ήταν η έδρα του τούρκικου στρατηγείου, όπου ύστερα είχε εγκατασταθεί η Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση, και τελευταία η Γερμανική.
Πάνω από τρία χρόνια, ως χτες, ως το πρωί, στο μεγάλο κοντάρι του μπαλκονιού κυμάτιζε η πλατιά κόκκινη σημαία με το μαύρο αγκυλωτό σταυρό.
Την ίδια ώρα θόρυβος ακούστηκε από τον κεντρικό δρόμο που ανηφόριζε απ’ τη λίμνη και το κάστρο προς την Πλατεία του Ρολογιού.
Άλλα παλικάρια του ΕΔΕΣ έρχονταν τρέχοντας στον ανήφορο.Ήταν μια ομάδα που είχε καταλάβει το νησί, μέσα στη λίμνη, για να μπορέσει να γίνει το γιουρούσι από πολλές πλευρές. Λαχανιασμένοι, παρατάχτηκαν κι αυτοί και παρουσίασαν όπλα.
Κι ο κόσμος που ερχόταν απ’ όλες τις γειτονιές και πλήθαινε, μόλις έφτανε, γονάτιζε, σταυροκοπιόταν, ξανασταυροκοπιόταν, και παρακολουθούσε αχόρταγα τη σκισμένη σημαία που σιγά-σιγά ανέβαινε.
Όταν το γαλανόλευκο υφάδι έφτασε στην κορφή του κονταριού κι ανέμισε κινημένο από τ’ αγέρι των ελεύθερων βουνών, το πλήθος σηκώθηκε σαν ένα σώμα και μ’ ένα στόμα τραγούδησε με πάθος.
Αναρρίγησε πιο δυνατά η σκισμένη σημαία!… Ίσως νάφτασε ως αυτήν η ανθρώπινη πνοή που φλογερά τραγουδούσε:
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα αντρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Κι άρχισε ένα τρελό μεθύσι ξέφρενης χαράς! Μπήκε ο ίδιος ο Ζέρβας, καβάλα, στα Γιάννενα, μ’ όλο το επιτελείο του, μ’ όλο το στρατό του. Καμαρωτοί άντρες, αρματωμένοι, παράστημα και βήμα λεβέντικου στρατού, μεγάλου, ολόκληρες χιλιάδες.
Παραληρούσε ο κόσμος, έραινε τα παλικάρια με λουλούδια, πετούσε στον αέρα τα καπέλα, και φώναζε μ’ όλη τη δύναμή του, σα για να σκεπάσει των σαλπίγγων τις φωνές, σα για ν’ ακούγονται λιγότερο οι καμπάνες που όλες μαζί χόρευαν και λαλούσαν στα παλιά ψηλά καμπαναριά.
Ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν σ’ όλα τα μπαλκόνια… Αναγάλλιαζες που τις έβλεπες και αναρωτιόσουν πού είχαν κρυφτεί τόσες χιλιάδες απαγορευμένα φλάμπουρα της λευτεριάς.
Απ’ τα παράθυρα, απ’ όλα τα παράθυρα, κρέμονταν πολύχρωμα υφαντά, χρυσοκέντητες μαντίλες. Τα γιορτινά της είχε βάλει η τυραννισμένη πολιτεία, και πανηγύριζε μεθυσμένη, έξαλλη, γιόρταζε τη νίκη, το γυρισμό των παλικαριών, την απελευθέρωσή της, την καινούργια ειρηνική και ένδοξη περίοδο που άρχιζε.
Φτώχεια; Ελλείψεις; Πένθη ακόμα; Ποιος τα λογάριαζε! Ήταν τόσο μεγάλες τούτες οι μέρες, που ξεχνιούνταν όλα, και μέσα στην ανέχεια πάλι βρισκόταν κάτι να κεράσεις ή να φιλέψεις, κάτι να προσφέρεις δώρο. Για λίγες μέρες, ένα μεγάλο πανηγύρι έζησαν τα Γιάννενα, από το κέντρο ως τις φτωχογειτονιές.
Χοροί στις πλατείες, με λεβέντες χορευτές που παράβγαιναν μεταξύ τους σε πηδήματα ή σε τσακίσματα… Τραγούδια στα ψηλώματα και στα σοκάκια, τραγούδια ηρωικά που θύμιζαν το χτες, και λησμονημένες καντάδες που υπόσχονταν για το αύριο.
Φαγοπότι σε σπίτια και σε μαγειρειά, τεμπελιά κάτω απ’ τα θεριεμένα πλατάνια της λίμνης, περίπατος το βραδάκι στην πολύβουη κεντρική πλατεία. Χαρά παντού, ανέφελη χαρά, εντατική κι αμέριμνη, γεμάτη υποσχέσεις. Λες κι ο κόσμος ήθελε να σβήσει από το νου του τις τόσες μαύρες μέρες, ή, αν δεν γινόταν να τις λησμονήσει, πως ήθελε να συμπυκνώσει τις χαρές για να ισοφαριστούν οι αμέτρητες ως τότε πίκρες. Και το απίστευτο πανηγύρι συνεχιζόταν, φούντωνε και ξάπλωνε…
Μα πριν περάσει πολύς καιρός, πριν ακόμα καλά-καλά τελειώσει ο Οχτώβρης, μερικοί άρχισαν να νιώθουν κάποιο κρύο ρίγος. Ελαφρό στην αρχή, λίγοι τόνιωσαν.
Αλλά η ανατριχίλα δυνάμωνε γρήγορα, γινόταν πιο έντονη, πιο κακιά, κι όλο και περισσότεροι την ένιωθαν, σαν ενόχληση από τη μια μεριά, σα σύμπτωμα βαριάς αρρώστιας από την άλλη.
Κακά νέα… κακά σημάδια…
Φθινόπωρο ήταν, τα χωράφια ήθελαν όργωμα, και λίγοι άντρες στην αρχή, περισσότεροι ύστερα, έφευγαν να πάνε να τα δουλέψουν. Έφευγαν με άδειες που δεν μπορούσε να τους αρνηθείς, ή έφευγαν και χωρίς άδεια…
Η μισή λίρα που οι αντάρτες έπαιρναν ταχτικά κάθε μήνα τον τελευταίο καιρό για να συντηρήσουν τα σπίτια τους, δεν είχε δοθεί, και κανένας δεν ήξερε να πει πότε θα την έπαιρναν. Η Επιμελητεία είχε πολύ λιγότερα τρόφιμα, και δεν πλήρωνε κανονικά τις προμήθειές της.
Δεν τόξεραν οι πολλοί, μα τόξεραν καλά οι λίγοι. Οι Άγγλοι, μετά την απελευθέρωση της πολιτείας, δεν είχαν στείλει τίποτα στην Ήπειρο, ούτε σε εφόδια ούτε σε χρήμα…
Απ’ τ’ άλλο μέρος, από παντού έρχονταν μηνύματα πως ο ΕΛΑΣ είχε πολύ δυναμώσει, πως αλλού είχε πάρει μεγάλες αποθήκες των Ιταλών και των Γερμανών, πως στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, στους πλούσιους κάμπους και στις πόλεις που εξουσίαζε, είχε αποχτήσει άφθονα εφόδια, όχι με πληρωμή, μα αντίθετα με βαριά φορολογία. Άλλα μηνύματα έλεγαν πως ισχυρά ελασίτικα τμήματα είχαν προωθηθεί κατά την Ήπειρο κι είχαν πιάσει γερά όλες τις διάβες των βουνών». […]