«ΒΕΛΛΑ»: Το ιστορικό Ιεροδιδασκαλείο της Ηπείρου εκεί όπου ο ιδρυτής του ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΒΛΑΧΟΣ άναψε τη δάδα της «Αριστείας» !

on .

BELLA

Το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς για τις δεκαετίες 50 – 60 – 70 ήταν για την Ήπειρο και την Ελλάδα η πιο δυναμική λειτουργία για την εκπαίδευση, τη μάθηση, τη γνώση και την εκπαιδευτική καινοτομία. 
Ήταν ένα κοινωνικό  σύνολο που μάθαινε καθημερινά για το δικαίωμα στην αλλαγή και το δικαίωμα στην προσωπική επιλογή. Όπως αναφέρει ο Βασίλειος Μήτσης στο εξαιρετικό του βιβλίο στη Βελλά κυοφορήθηκαν και γεννήθηκαν τα όνειρά μας και καλλιεργήθηκαν οι φιλοδοξίες μας. Σ’ αυτό το πνευματικό καμίνι σφυρηλατήθηκε η πνευματική μας αρματωσιά, την οποία ως δώρο θεού παρέδωσαν στον καθένα μας σαν ιερή παρακαταθήκη οι δεύτεροι γονείς μας μαζί με όλους τους ανθρώπους που μοχθούσαν στο χώρο του Μοναστηριού για να μας εξασφαλίζουν τα χρειώδη και να διατηρούν με σεβασμό και αφοσίωση ένα καλαίσθητο και υγιεινό περιβάλλον.
Για μένα προσωπικά που έφυγα από ένα χάνι που έμεινα σαν μαθητής Γυμνασίου στην Άρτα, η ΒΕΛΛΑ αποτέλεσε «το οσφράδιον» του πάντων βασιλέως. Τα κείμενα αυτού του βιβλίου είναι γραμμένα με έναν τρόπο λιτό και αναδύουν οσμήν ευωδίας πνευματικήν. Κι αυτή η μυρωμένη αύρα δεν ήταν προϊόν πλουσίων ενδυμάτων και ζεστών κοιτώνων… Ήταν το πνεύμα δημιουργίας και ο βαθύς στοχασμός που διαχύθηκε στο χώρο από τον μεγάλο Ιδρυτή Σπυρίδωνα Βλάχο.
Αυτός ο γενναίος πατριώτης και σεμνός ιερωμένος, είναι ο νους και η ψυχή που άναψε τη δάδα της «Αριστείας» στα μυαλά φτωχών παιδιών της Βορείου Ηπείρου, της Ηπείρου και των Επτανήσων. Είναι ο θεμελιωτής και κτίστης ενός ναού του πνεύματος, στον οποίο ακτινοβολούσε ο ολόλαμπρος ήλιος της Αριστείας.  
Ακτινοβολούσε μέχρι τα μέσα της 10ετίας του ’80, η κλασσική και η Ορθόδοξη παιδεία, της οποίας το πρώτο μέρος αποτελεί παγκοσμίως σχεδόν τη βάση δημιουργίας ισορροπημένης, εξελεκτικής και ολοκληρωμένης αξιοποίησης των πνευματικών χαρισμάτων κάθε ατόμου και του συνόλου των χαρισματικών ανθρώπων.
Το βιβλίο του ο Βασίλης Μήτσης, μετά από μεγάλη και σε βάθος έρευνα, όπως αποδεικνύεται από τη βιβλιογραφία του, το χωρίζει σε τέσσερα μέρη:
Από το πρώτο μέρος αξίζει να αναφερθούμε στο ιστορικό της ίδρυσης του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς:  Το Πατριαρχείο στις 24 Μαρτίου 1900 ενέκρινε την ανακαίνιση της Ιεράς Μονής Βελλάς, από τις προσόδους της. Παρ’ όλα αυτά κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα η εγκατάλειψη της Μονής συνεχίστηκε.  Εξαιτίας της εγκατάλειψης αυτής και της ερήμωσης δεν διασώθηκαν ούτε χειρόγραφοι κώδικες, ούτε άλλα βυζαντινά κειμήλια.  Έτσι θρηνούσα και βοώσα βοήθεια σώστε με, το αξίζω την παρέλαβε το 1907 ο Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων Βλάχος από τον επίσκοπο Ιωαννίνων Γεράσιμο.  Την παρέλαβε χέρσο τόπο ή θα έλεγα καλύτερα ρημαδιό και τη μετέτρεψε σε γη της επαγγελίας και σε τόπο ανάδειξης φτωχών παιδιών από την Ήπειρο και τη Β. Ήπειρο που πρόκοψαν στα γράμματα, στην πολιτική και στις τέχνες. Την κτιριολογική ανάπτυξη η οποία πραγματοποιήθηκε το 1920 σχεδίασε και πραγματοποίησε ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος. Αλήθεια δεν αξίζει μια προτομή του στο χώρο της Βελλάς;
Με τη δημιουργική πνοή και την αγάπη του Μακαριστού Σπυρίδωνα Βλάχου για την Ήπειρο και την Ελλάδα που τον οδήγησε στην ίδρυση του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς θεμελιώθηκε και οικοδομήθηκε η νέα συνθήκη πνευματικής συγκρότησης και παιδαγωγικής σύστασης του δασκάλου τον 20ο αιώνα.  Αυτή τη συμφωνική αρμονία του παιδαγωγού του 20ου αιώνα θα τη ζήλευαν τα καλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου, τα οποία προσπαθούσαν να δομήσουν την προσωπικότητα του δασκάλου αντλώντας δεδομένα μόνο από το παρελθόν παραβλέποντας και αγνοώντας το χρόνο που θα δίδασκε ο δάσκαλος.  Πως θα ήταν το φυσικό και τεχνολογικό περιβάλλον και με ποια εργαλεία και ποια υλικά θα μπορούσε ο δάσκαλος να υφάνει το πολιτιστικό χαλί πάνω στο οποίο θα ζούσαν οι αυριανοί πολίτες δεν ενδιέφερε τους υπευθύνους για τα προγράμματα των παιδαγωγικών ακαδημιών. 
Στη συνέχεια ο συγγραφέας μας περιγράφει τη Βελλά κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου και κατά την περίοδο του εμφυλίου. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως οι Βελλαΐτες φυγαδεύτηκαν και κατέληξαν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου του Γεωργίου Σταύρου στη συνοικία Πλάτανος ή (Γυαλί - Καφενέ) στα Γιάννενα για να ξαναμεταφερθεί η Σχολή το 1957 στις νέες κτιριακές εγκαταστάσεις στο μοναστήρι της Βελλάς.  Στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρει ο συγγραφέας και το τέλος του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς που με το Προεδρικό Διάταγμα 1025/9.11.77 το Ιεροδιδασκαλείο χωρίστηκε σε δύο Σχολεία α) το τετρατάξιο Εκκλησιαστικό Λύκειο  και την Τριτάξια Εκκλησιαστική Παιδαγωγική Ακαδημία.
Και συνεχίζει ο συγγραφέας ότι «ο παλιός τύπος του εξατάξιου Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς που έβγαζε δασκάλους σαν κι εμάς καταργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 70 δηλαδή το 1981 ήταν τα τελευταία παιδιά που εισήχθηκαν μαθητές».  Εδώ βέβαια χρειάζεται μια ολόκληρη συζήτηση και ανάλυση αν αντί αυτού που γεννήθηκε με την κατάργηση του Παλιού Ιεροδιδασκαλείου ήταν περισσότερο, το ίδιο, ή καθόλου σύστοιχο με τη φιλοσοφία και την αποστολή του Ιδρυτικού ιδανικού και της ιδανικής αποτελεσματικότητας του ιδρυτικού νόμου του 1911, όπως τον είχε συλλάβει, οραματιστεί και εμπνευστεί ο μεγάλος οραματιστής Σπυρίδων Βλάχος. Ακόμη και σήμερα οι ανάγκες για τα φτωχά και προικισμένα παιδιά της Ηπείρου και της Β. Ηπείρου είναι πολύ μεγάλες.
Αυτό που μπορεί να κάνει τον Βελλαΐτη αναγνώστη να νοιώσει μεγάλη ευχαρίστηση  είναι ότι ο συγγραφέας στις βιβλιογραφικές του αναφορές παραπέμπει σε κείμενα που έχουν εκπονήσει καθηγητές και απόφοιτοι της Βελλάς Οδ. Δημογκίνης, Νίκος Υφαντής, Πέτρος Χαρίτος, Κίγκας Κωνσταντίνος, Βασίλης Ιωάννου κ.α.
* * *
Το τέταρτο μέρος του βιβλίου «ΒΕΛΛΑ» που είναι αναμνήσεις από τη ζωή μας στον πνευματικό και φυσικό παράδεισο της Βελλάς θ’ αφήσω τον καθένα σας να το αναπλάσει, αφού πρώτα διαβάσει το βιβλίο.
Ο ίδιος διαβάζοντας το κεφάλαιο «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΙΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ ΒΕΛΛΑΣ (1953 – 1960) άρχισα να αναπολώ τα χρόνια μου 1957 – 1964 και ένοιωσα μέσα μου ότι μεγάλωνα όχι εκτελώντας διαταγές, αλλά βυζαίνοντας ελευθερία και υπακούοντας σε προτροπές για ευπρέπεια, ευσπλαχνία, αρετή και τόλμη.
Αυτή η τροφή ρίζωνε μέσα μας το δένδρο του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού και αναπτέρωνε τις ελπίδες μας ότι κάποια μέρα θα ανταποδώσουμε αυτή τη μεγάλη ευλογία.
Στη Βελλά δεν υπήρχε η αίσθηση της εξουσίας. Υπήρχε μόνο συναίσθηση της ευθύνης. Υπήρχε παραδοχή και κατανόηση των αναγκών που θα έπρεπε να ικανοποιηθούν για να βελτιώσουν την ζωή μας. 
Η βιβλιοθήκη στη Βελλά, ήταν ο πιο ανοιχτός για όλους δάσκαλος. Μέσα του ο κάθε σπουδαστής είχε δυο μαθησιακές δυναμικές. 
Η μία ήταν αυτή που κατευθύνονταν από το ανοιχτό, ευέλικτο και αντισυμβατικό πνεύμα του καθηγητή. 
Η άλλη ήταν ερευνητική.
Την ερευνητική μάθηση τη διακονούσε η βιβλιοθήκη. Μια βιβλιοθήκη που ο ίδιος παρέλαβα από το Γιώργο Μωραΐτη και παρέδωσα στους αδελφούς Νούτσου. Αυτή η αναζήτηση της άλλης άποψης, της άλλης θέσης απελευθέρωνε το πνεύμα μας, ανέπτυσσε τη δημιουργικότητά μας και δυνάμωνε την κριτική μας στάση. 
Στη Βελλά η δημιουργικότητα έφτανε στην υψηλότερη, την ιδανικότερη μορφή της. 
Αυτός ο έρωτας εγέννησε τα οράματα και μας βοήθησε να υπερβούμε τους φόβους. 
Αυτός ο έρωτας, αυτή η αγάπη για βαθύτερες γνώσεις, για κριτική στάση, μας λύτρωνε από τους μύριους φόβους που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στον κοινωνικό ιστό.
Οι καθηγητές μας με βαθιά συνείδηση εσμίλευαν τις ψυχές μας και απελευθέρωναν το ζήλο μας και τις σκέψεις μας. Ήταν για μας πηγή γνώσης, έμπνευσης, στοχασμού και οραματισμού. Έτσι βιώναμε μια κοινωνία αγάπης, διαλόγου, φιλοσοφικών, κοινωνικών και παιδαγωγικών αναζητήσεων.
* * *
Να γιατί κάθε φορά που ανεβαίνω στη Βελλά να προσκυνήσω η κλειστή πόρτα και η απουσία του βόμβου των μελισσών με πληγώνουν.  Και παραφράζοντας το Γιάννη Ρίτσο μονολογώ: Λόγια φτωχά που τα βαφτίζω στην πίκρα και στον πόνο. Γιατί τίποτε δεν έχω πια να πω, τίποτε δεν έχω να δείξω, να υποδείξω και να υπερασπιστώ. Και αναρωτιέμαι: Είναι όμορφο να γκρεμίζεται μέσα στην αδιαφορία ο χρόνος;
Υποκλίνομαι για το εξαιρετικό βιβλίο σου αγαπητέ μου Βασίλη Μήτση, που με ξαναβάπτισε πάλι στα νάματα του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς….

* * * 

BELLA1

Από την εκδήλωση του Συλλόγου Βελλαϊτών στα Εκπαιδευτήρια «ΓΕΙΤΟΝΑ» στη Βάρη Αττικής

Από μέρες έφτασε η πρόσκληση: Καλαίσθητη και κατατοπιστική με το πρόγραμμα της εκδήλωσης, που περιελάμβανε: 
▪ Παρουσίαση του βιβλίου του Βελλαΐτη Βασιλείου Μήτση «ΒΕΛΛΑ» από τον Λευτέρη Γείτονα.
▪ Τιμητική Διάκριση  στο Βελλαΐτη Γιώργο Γκίκα δάσκαλο.
▪ Συνεστίαση – Παραδοσιακό γλέντι.
Αξιώθηκα κι φέτος να παραβρεθώ στην εκδήλωση, να ανταμώσω με τους «αυτάδελφους» Βελλαΐτες και να ξαναζήσω όμορφες στιγμές στην Εκπαιδευτική Πολιτεία του λαμπρού Δασκάλου και Παιδαγωγού Σχολάρχη του Βελλαΐτη ακριβού φίλου και πολύτιμου συμπατριώτη μου Λευτέρη Γείτονα, που φιλοξενεί, σχεδόν, σε μόνιμη βάση τις τόσο συγκινητικές εκδηλώσεις των Βελλαΐτών κάθε χρόνο.
Οι Διαμάντης Παπαχρήστου και Κλέανδρος Παπαδόπουλος, Γραμματέας κα Πρόεδρος του Συλλόγου, αεικίνητοι που αποτελούν την ψυχή του Σωματείου, καλωσόρισαν τους  Βελλαΐτες με ευχές εγκάρδιες για τον νέο χρόνο και έδωσαν τον λόγο στον Λευτέρη Γείτονα να μιλήσει για το βιβλίο «ΒΕΛΛΑ» του Βασιλείου Μήτση.  Ο Λευτέρης με τη γνωστή του καλλιεργημένη και δαντελένια γλώσσα του, αναφέρθηκε στα δομικά στοιχεία του περιεχομένου του βιβλίου. Η αναφορά του στις δύο προσωπικότητες τον Αείμνηστο και Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος τον από Βελλάς πρωθιεράρχη Σπυρίδωνα και τον από Ιωαννίνων Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, αοίδιμο Σεραφείμ (Τίκα) ήταν μια αναφορά πλήρης, ουσιαστική, διαφωτιστική, διανθισμένη με άγνωστα στοιχεία και συμβάντα (Σ.Σ.: γι’ αυτό και  «Π.Λ.» τον δημοσιεύει αυτούσιο στο παραπάνω αφιέρωμα στην ιστορική Μονή που τόσα έχει προσφέρει και συνεχίζει να προσφέρει στο ελληνικό έθνος).
   Στη συνέχεια επακολούθησε η Τιμητική Διάκριση και η επίδοση τιμητικής πλακέτας στον Βελλαΐτη δάσκαλο Γιώργο Γκίκα. Στην αρχή  άλλοτε συμμαθητής του Γιώργου Βασίλειος Λέτσιος φιλοτέχνησε το πορτρέτο του τιμώμενου Βελλαΐτη, μεθοδικά και αριστοτεχνικά, αναδεικνύοντας τα ψυχικά και χαρακτηρολογικά στοιχεία της προσωπικότητας του τιμώμενου.
  Η ομιλία του Βασίλη Λέτσιου κέντρισε αρκετούς από τους παρόντες  Βελλαΐτες να θέλουν κι εκείνοι να πουν κάτι για τον Γιώργο Γκίκα, μεταξύ των οποίων και ο κ. Χρήστος Χρήστου π. Πρόεδρος της Δ.Ο.Ε. (Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος). «O κάθε άνθρωπος στη ζωή του επιθυμεί να κατακτήσει τους επαίνους, τα εύγε, την αναγνώριση από τους συμπολίτες, από τους συναδέλφους του και από την κοινωνία. Αυτά όμως είναι πολύτιμα και αναντικατάστατα και για την απόκτησή τους απαιτείται σκληρή δουλειά, επιμονή και κατοχή των αρετών της δικαιοσύνης, της ανιδιοτέλειας, της αλληλεγγύης και της φιλαλήθειας. Αν κατά τον Αριστοτέλη στη δικαιοσύνη εμπεριέχονται όλες οι αρετές. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχει ο Γιώργος Γκίκας. Όπου και αν εργάστηκε άφησε εντυπωσιακό αξιόλογο έργο…», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο κ. Χρήστου. Πολύ συγκινημένος αντιφώνησε ο Γιώργος Γκίκας με τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή.
Στη συνέχεια οι Βελλαΐτες στην τραπεζαρία των εκπαιδευτηρίων δεξιώθηκαν από τους Χαράλαμπο κα Αναστάσιο Τσαγκογιάννη, καθηγητές Φυσικής Αγωγής στα εκπαιδευτήρια Γείτονα, στη μνήμη του πατέρα τους, του αείμνηστου Βελλαΐτη Βασιλείου Τσαγκογιάννη, δασκάλου και πρώην προέδρου του Πανελληνίου Συνδέσμου Αποφοίτων Ιεροδιδασκαλείου.
Συγκινητική η αθρόα προσέλευση Βελλαϊτών και φίλων της Βελλάς κι εφέτος. Η αδελφική τριάδα του Αντώνη, Προκόπη και Στεφάνου Φούσα έδωσε το παρόν και τίμησαν με την παρουσία τους την εκδήλωση. 

* Αποσπάσματα από εκτενή περιγραφή της εκδήλωσης που  έστειλε στον «Π.Λ.» ο Βελλαϊτης ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ)

* *  *

Ποιος ήταν ο Σπυρίδων Βλάχος

SPYRIDON BLAXOSΟ Σπυρίδων Βλάχος γεννήθηκε στη Χηλή Βιθυνίας του Πόντου το έτος 1873 από πόντιο πατέρα και ηπειρωτικής καταγωγής μάνα από τη Ρουψιά Πωγωνίου. 
Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Χηλή και όντας τελειόφοιτος Δημοτικού με άριστα έγραψε πραγματεία με τίτλο: «Ήθη, έθιμα και παροιμίαι Χηλής» για την οποία βραβεύτηκε από το Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως.
Παρακολουθεί μαθήματα στη Θεολογική Σχολή στη Χάλκη και στη συνέχεια διδάσκει Θρησκευτικά στη Σχολή Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη.  Χειροτονείται το 1900 Πρεσβύτερος και προσλαμβάνεται Ιεροκήρυκας και Αρχιερατικός Επίτροπος στη Μητρόπολη Καβάλας.  Συμμετέχει ως Ιερωμένος στις διάφορες εθνικές κινήσεις και το 1906 εκλέγεται και χειροτονείται Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης.
Το 1906 ιδρύει την Ηπειρωτική Εταιρεία με σκοπό να στείλει αντάρτικα σώματα στην Ήπειρο για την απελευθέρωσή της.  Για τη δραστηριότητά του αυτή συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο μαζί με άλλους 27 και ρίχνεται στη φυλακή.  Ο Τούρκος εισαγγελέας του κάνει πρόταση να τον φυγαδεύσει κι αυτός απαντά: «Πως είναι δυνατόν ν’ αφήσω το ποίμνιό μου, χάριν του σαρκίου μου».  Ευτυχώς ελευθερώθηκαν τα Γιάννενα το 1913 και γλύτωσαν όλοι. Με την ανακήρυξη της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου ο Σπυρίδων Βλάχος έγινε Υπουργός Εθνικής Παιδείας. Όταν το 1914 τον κάλεσαν να υπογράψει το Πρωτόκολλο Παράδοσης της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, παρ’ ότι είχε πάθει στους Γεωργουτσάτες της δεύτερη φοβερή αιμόπτυση ο Σπυρίδων Βλάχος αρνήθηκε να υπογράψει και βροντοφώναξε: «Εδάφη που ανακτήσαμε με το αίμα δεν τα πουλάμε με το μελάνι στο χαρτί» και όταν στη συνέχεια βρέθηκε στην Ελβετία για λόγους υγείας ο ελβετός γιατρός του είπε, ότι «λίγα χρόνια του μένουν ακόμη να ζήσει». Ο Σπυρίδων απάντησε: «Έχω πολλά να κάνω και θα ζήσω».
Με την επάνοδο του Βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα (δημοψήφισμα 22.11.1920) η κυβέρνηση Δημ. Ράλλη έκανε εκτεταμένες αλλαγές στο χώρο της Εκκλησίας.  Με βασιλικό διάταγμα το Νοέμβριο του 1920 απομακρύνθηκαν με Β΄ Διάταγμα ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος και 20 ακόμη Μητροπολίτες μεταξύ των οποίων και ο Ιωαννίνων Σπυρίδων με αιτιολογικό ότι είχε αρνηθεί να υπογράψει το πρωτόκολλά παράδοσης των Ελληνικών εδαφών της Αυτόνομης Β. Ηπείρου.
Έτσι ο Σπυρίδων μετατέθηκε στην ανύπαρκτη επισκοπή της Αμασείας του Πόντου, χωρίς μισθοδοσία.  Στα 4 χρόνια που έμεινε στην εξορία έζησε σε απόλυτη φτώχεια όταν το 1924 τον επανέφεραν στην Μητρόπολη των Ιωαννίνων, μια μερίδα πολιτών που διαφωνούσε με τις αποφάσεις της Κυβέρνησης Σοφούλη, πήγε στη Μητρόπολη και φώναζε «Δε σε θέλουμε» και ο Σπυρίδων δεν κρύφτηκε! βγήκε και με παρρησία τους είπε το αμίμητο: «Εγώ σας θέλω, μπρε, εσείς δεν με θέλετε, τίνος το χατίρι να κάνω;  Το δικό μου ή το δικό σας;»
Ο Μεγαλοφυής και ανήσυχος ιεράρχης Σπυρίδων ένοιωσε την ανάγκη να συγκεντρωθούν και να αξιοποιηθούν όλα τα δρώμενα και τα ιστορικά δεδομένα που ελάμβαναν χώρα στο χώρο της Ηπείρου.  Ήθελε πολύ αντί να χάνονται και να εξαφανίζονται να είναι στα χέρια αξιόλογων μελετητών της Ηπειρωτικής Ιστορίας.
Καρπός αυτής της Αγωνίας ήταν η έκδοση του περιοδικού συγγράμματος «Ηπειρωτικά Χρονικά» το 1926 το οποίο συνέχισε να εκδίδεται μέχρι το 1941.  Έτσι το αγαπημένο του παιδί η Βελλά απέκτησε αδελφάκι τα Ηπειρωτικά Χρονικά.
Ο συγγραφέας στη συνέχεια περιγράφει με ιστορική ακρίβεια και με αποδεικτικά στοιχεία πως ο Μητροπολίτης Σπυρίδων με την κήρυξη του πολέμου «έσπευσε στην πρώτη γραμμή» του μετώπου, ζητώντας τη βοήθεια της «Μαύρης Παναγιάς» να δώσει κουράγιο στους στρατιώτες.
Εκκένωσε το κτίριο της Βελλάς και το παρέδωσε στο στρατό.  Από τους σπουδαστές, οι ντόπιοι στάλθηκαν στα χωριά τους.
Οι Βορειοηπειρώτες σπουδαστές παρακαλούσαν επίμονα τον Δεσπότη λέγοντας: «Μόνο όπλα θέλουμε. Λευτεριά στη Βόρειο Ήπειρο».
Τα υπόλοιπα παιδιά με τα πόδια, έφτασαν στα Άνω Σουδενά (Πεδινά) σήμερα και φιλοξενήθηκαν στην Ιερή Μονή Ευαγγελιστρίας. Τα ιστορικά δεδομένα για τη Σχολή κατά την περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής και κατά την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου περιγράφονται από το Συγγραφέα με αρκετές λεπτομέρειες.
Κι αυτό που αναδεικνύεται περισσότερο είναι η στάση του Σπυρίδωνα Βλάχου κατά την κρίσιμη και τραγική αυτή περίοδο.  Στις 4 Ιουνίου 1949 ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων εκλέγεται παμψηφεί Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.  
Φεύγοντας από τα Γιάννενα αποχαιρέτησε τους δακρυσμένους μαθητές της Σχολής Βελλάς με τα παρακάτω λόγια: «Θα γίνω μπρε, Αρχιεπίσκοπος!  Για σας και για τα Γιάννενα θα γίνω.  Για να σας φροντίζω  καλύτερα».  Είναι λόγια αυτού του μεγάλου Ιερωμένου και μεγάλου Πατριώτη που όταν το 1912 καταδικάστηκε μαζί με άλλους 27 πατριώτες μέλη της Ηπειρωτικής Εταιρείας σε θάνατο από τον Τζαβίτ Πασα της Κόνιτσας και του προτάθηκε από τον Τούρκο εισαγγελέα να δραπετεύσει, ο Σπυρίδων απάντησε: «Πως είναι δυνατόν ν’ αφήσω το ποιμνίο μου, χάριν του σαρκίου μου κι αργότερα όταν με παρέμβαση του Διαδόχου Κωνσταντίνου σώζεται, αρνείται να βγει από τη φυλακή, εάν δεν αποφυλακίζονταν και οι θανατοποινίτες σύντροφοί του.
Ασχολήθηκε με την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας και την τακτοποίηση και κατοχύρωση της Εκκλησιαστικής περιουσίας και με το Κυπριακό. 
Ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων απεδήμησεν εις Κύριον στις 21 Μαρτίου 1956.  Στον Τύπο τότε μπορούμε ενδεικτικά να διαβάσουμε για τον αποδημήσαντα Ιεράρχη Σπυρίδωνα:
- «Πνευματικός ηγέτης κορυφαίος Ιεράρχης, Σέμνωμα της Ηπείρου, Ζείδωρη αύρα, Μορφή Βιβλική». - Και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε επιγραμματικά μετά το θάνατό του: «Ελευκάνθη εις τους αγώνες του Έθνους και εις διακονίαν της Εκκλησίας. Το κενόν είναι μεγάλο».
Από τις επιστολές του Σπυρίδωνα που έχει συμπεριλάβει ο συγγραφές ξεχωρίζουν:
• Η επιστολή προς Ηπειρωτικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως για «παροχή προστασίας του νεοιδρυθέντος ΙεροδιδασAκαλείου  30.11.1911.
• Η επιστολή στα «Ηπειρωτικά Χρονικά» προς τους Λόγιους της Ελλάδας και της Ηπείρου».
• Προς την Α.Β.Υ την Διάδοχον της Μ. Βρετανίας Πριγκίπισσαν Ελισσάβετ περί του Κυπριακού. 

* * *

ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΙΚΑΣ: Ο μόνος κληρικός στην ένοπλη Εθνική Αντίσταση

TIGKASΧαίρομαι ειλικρινά και συγχαίρω το συγγραφέα Βασίλη Μήτση που παρά την πενιχρή βιβλιογραφία κατάφερε να εικονογραφήσει και να αποτυπώσει τη δυναμική και δημιουργική εκκλησιαστική προσωπικότητα του Μακαριστού Σεραφείμ Τίκα.  Προσωπικά οφείλω χάριτας εις τον Σεραφείμ Τίκα διότι εγαλούχηθην εν πνεύματι σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης και εσταδιοδρόμησα χάρις εις τας ευλογίας και την συνετήν και σώφρονα παρότρυνσιν και διδαχήν που έλαβα εις το ελληνοχριστιανικόν Εργαστήριον Βελλάς.
Ο Σεραφείμ Τίκας, όπως όλες οι μαρτυρίες συνηγορούν διεκόνησε την Ελληνορθόδοξον Εκκλησίαν με τον ίδιο ζήλο και την ίδια πίστη που υπηρέτησε την Ελλάδα μας και ειδικότερα την Βόρειο Ήπειρο, την Κύπρο και τον απόδημο Ελληνισμό.  Και όπως αναφέρεται στο ανα χείρας βιβλιον ως Αρχιμανδρίτης ο Σεραφείμ είχε την μέριμνα των συσσιτίων στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών.  Όμως ο Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ, όσο έβλεπε να φουντώνει η Αντίσταση, τόσο μια φωνή επουράνια τον ωθούσε να διακονήσει την Εκκλησία με τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση.
Έτσι αφού πρώτα μυήθηκε στο ΕΔΕΣ και ορκίστηκε έφτασε τον Σεπτέμβριο του 1943 μέσω Πατρών στο Κρυονέρι, μετά στο Αγρίνιο και από εκεί στο Στρατηγείο του ΕΔΕΣ στο Βουλγαρέλι Άρτας.
Και ήταν ο μόνος κληρικός που αντιπροσώπευε επίσημα την Ελληνορθόδοξον Εκκλησίαν είς την ένοπλόν Εθνικήν Αντίστασην. Γι’ αυτό και «ετιμήθη διά του χρυσού αριστείου ανδρείας, πολεμικού σταυρού και μεταλλίου εξαιρετικών πράξεων».
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1949 χειροτονείται από την Ιερά Σύνοδο με πρόεδρο τον από Ιωαννίνων Σπυρίδωνα Βλάχο, Μητροπολίτης Άρτας και το 1958 11 Μαρτίου επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου μετατίθεται στη Μητρόπολη Ιωαννίνων.  Το 1974 ανεδείχθη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος.
Εάν ο χρόνος μου επέτρεπε θα περιέγραφα την Ιερώτατη και Θεικήν προσφορά εις το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς με την ιδιαίτερη βοήθεια στον καθένα μας με λόγους συνετούς και ενθαρρυντικούς.
Κι ακόμα αξίζει να αναφέρω την υποστήριξη οπλιτών της ΕΟΚΑ της Κύπρου με εκπαιδευτές της 8ης Μεραρχίας και τη σύσταση και λειτουργία ομάδας εθελοντών στη Βόρεια Ήπειρο.
Η ανθρωπιά του, ο πατριωτισμός και η προσφορά εκκλησιαστικής περιουσίας για κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς συμπορεύονταν.  Έτσι παραχώρησε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1800 στρέμματα που ανήκαν στην Ιερά Μονή Δουρούτης.  Και σας εξομολογούμαι ότι κάθε φορά που επισκέπτομαι τον πνευματικό και φυσικό παράδεισο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων αναζητώ μια προτομή του Μακαριστού Σεραφείμ και δεν τη βρίσκω.  Δεν υπάρχει. Γι’ αυτό προτείνω στους Συλλόγους Βελλαΐτών να καλύψουμε το μεγάλο αυτό κενό. 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ