Το Πάσχα για να «ξελασπώσουν» περιμένουν οι αιγοπροβατοτρόφοι

on .

ARNIA

• Ένα σχεδόν μήνα πριν την έναρξη της προπασχαλινής αγοράς οι Έλληνες και ειδικά οι Ηπειρώτες κτηνοτρόφοι βρίσκονται στην αναμονή για τον καθορισμό της τιμής των αμνοεριφίων, καθώς σε αυτή την περίοδο στηρίζουν τις ελπίδες τους για οικονομική ανάσα.

Κρίσιμο θεωρείται η τρέχουσα εβδομάδας καθώς ολοκληρώνονται οι εξαγωγές ενόψει του Πάσχα των Καθολικών. Τις τελευταίες ημέρες έγιναν μαζικές σφαγές αμνοεριφίων σε πολλές περιοχές της χώρας, όμως παρότι η ζήτηση ήταν αυξημένη οι τιμές δεν έχουν ανέβει αντίστοιχα και δεν ξεπέρασαν -εκτός ελάχιστων περιπτώσεων- το φράγμα των 4,5 ευρώ το κιλό.
Ο αριθμός των αμνοεριφίων που θα εξαχθούν θα επηρεάσουν και την εσωτερική αγορά, καθώς τα αποθέματα δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλα, που οφείλεται στην αβεβαιότητα λόγω της πανδημίας και στο κόστος των ζωοτροφών που δεν επιτρέπουν στους κτηνοτρόφους να διατηρούν αρνιά μέχρι το Πάσχα που φέτος είναι όψιμο. Η κτηνοτροφία είναι ένας από τους κλάδους που παρακολουθεί με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον την εξέλιξη της πανδημίας και κυρίως το ενδεχόμενο άνοιγμα της αγοράς, αλλά και των μετακινήσεων, ώστε να μην επαναληφθεί το περυσινό «πατατράκ» με τις πωλήσεις αμνοεριφίων κάτω του κόστους εκτροφής. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι οι τιμές παραγωγού για τα περισσότερα αρνιά και κατσίκια είχαν πέσει κοντά στα 3,80 ευρώ/το κιλό σφάγιο, έναντι 5,80 ευρώ κατά μέσο όρο που ήταν την προηγούμενη χρονιά.
Σύμφωνα με στοιχεία του in.gr, το άμεσο κόστος εκτροφής των αμνοεριφίων διαμορφώνεται στα 5,8-6,20 ευρώ το κιλό και η τιμή πώλησης των αμνοεριφίων τις προηγούμενες χρονιές κάλυπτε ουσιαστικά το κόστος εκτροφής, ενώ το Πάσχα του 2020 οι απώλειες των παραγωγών λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού ήταν 2 έως 2,4 ευρώ / το κιλό για 3,5 έως 4 εκατομμύρια αμνοερίφια.

Το κόστος των ζωοτροφών
Οι κτηνοτρόφοι το τελευταίο διάστημα έχουν να αντιμετωπίσουν και τη συνεχή αύξηση στις τιμές των ζωοτροφών, που προκαλεί πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση. Το κόστος των ζωοτροφών, αποτελεί περισσότερο από το 60% του συνολικού κόστους παραγωγής των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, που δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από τη μικρή αύξηση της τιμής του γάλακτος.