«Ο Παΐσιος ήταν καλός μαθητής κι ένα παιδί που δούλευε πολύ…»

on .

PAISIOS2

• Πώς να ήταν άραγε ο Άγιος Παίσιος, κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, ως παιδί, αναρωτιέται κανείς με αφορμή τις λαμπρές τριήμερες εκδηλώσεις που ξεκινούν σήμερα στην Κόνιτσα, η οποία τιμά τη μνήμη του (λεπτομέρειες σελίδα 4).
Η απάντηση προκύπτει απ’ τα λεγόμενα ενός ανθρώπου που είχε την τύχη, αν και μικρότερος στην ηλικία, να γνωρίσει τον Άγιο στην καθημερινότητά του, αφού έμεναν αρκετά κοντά οι οικογένειές τους στην ακριτική κωμόπολη. Ο λόγος για τον Διονύση Γκάσιο, συνεργάτη εδώ και δεκαετίες του «Π.Λ.», ο οποίος, συν τοις άλλοις, θυμήθηκε αυτές τις ημέρες και μία περιπέτεια που έζησε ως παιδί παρέα με τον γέροντα Παΐσιο, από την οποία ευτυχώς βγήκαν όλοι σώοι!
Ένα ήσυχο παιδί
Ο Άγιος Παΐσιος ήταν ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα που μεγάλωναν μέσα σε μία δύσκολη εποχή με φτώχεια, πολέμους και εμφύλιες διαμάχες στην ακριτική αυτή γωνιά της χώρας, την Κόνιτσα, τονίζει ο κ. Γκάσιος. Γεννηθείς τον Ιούλιο του 1924 με καταγωγή από την Καππαδοκία, έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Κόνιτσα. Ήταν ένα αδύνατο παιδί που τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο της Άνω Κόνιτσας. Καλός μαθητής και εργατικός που είχε μετατρέψει δωμάτιο του σπιτιού του σε ξυλουργείο.
Άραγε έπαιζε με τα άλλα παιδιά; Ο κ. Γκάσιος είναι κατηγορηματικός: «Δεν είχαμε καιρό για παρέες και παιχνίδια τότε, καθένας μας κοιτούσε πώς θα βγάλει το ψωμί του. Ο Παΐσιος έφευγε από το σχολείο και γυρνούσε σπίτι για να κάνει καμιά δουλειά ως μαραγκός. Ως μαθητής ήταν ήσυχος και διάβαζε, ήταν απ’ τους καλούς. Καμιά φορά παίρναμε το μουλάρι και πηγαίναμε για καυσόξυλα», θυμάται χαρακτηριστικά.
 Συνεχώς στο εκκλησάκι
Στα 500 μέτρα από το σπίτι του Αγίου υπήρχε το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, το οποίο ο Παΐσιος έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου που είχε μετατρέψει σε ξυλουργείο. Το επισκεπτόταν λοιπόν κάθε μέρα, άναβε τα καντήλια, προσεύχονταν, διάβαζε εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν μάλιστα είχε χρόνο, πήγαινε διά μέσω του μονοπατιού της χαράδρας του Αώου ως το Μοναστήρι του Στομίου επίσης για να προσευχηθεί, αναφέρει ο Διονύσης Γκάσιος.
Στο συγκεκριμένο Μοναστήρι κάθισε για πάνω από δύο χρόνια όταν γύρισε στην Κόνιτσα, μοναχός πλέον και πριν φύγει για το Σινά. Όταν λοιπόν ερχόταν στην αγορά για τις απαραίτητες προμήθειες, περνούσε κι έβλεπε τον κ. Διονύση, ο οποίος επί αρκετές δεκαετίες διατηρούσε στο κέντρο της κωμόπολης κατάστημα με ηλεκτρικές συσκευές, ρούχα, ψιλικά και εφημερίδες. Κι εκείνη την εποχή, θυμάται, ο Παΐσιος έκανε πολλές εργασίες στη Μονή, ο ίδιος εξάλλου ήξερε από μαστορική, ενώ πήγαιναν τακτικά και τον βοηθούσαν άνθρωποι από την Κόνιτσα με ζώα.
Μια παλιά περιπέτεια
Ο κ. Γκάσιος θυμήθηκε και μία περιπέτεια που έζησε μαζί με τον Άγιο Παΐσιο και τον αείμνηστο γεωπόνο Τηλέμαχο Νάτση την εποχή του Εμφυλίου. Τον χειμώνα του 1943 οι αντάρτες υποχρέωσαν σε αγγαρεία τους τρεις νεαρούς, να μεταφέρουν με τα ζώα τους πολεμοφόδια στο Μπουραζάνι, πέντε κιβώτια σφαίρες κι ένα οπλοπολυβόλο. Τους συνόδευαν δύο αντάρτες κι όταν έφτασαν στο Μπουραζάνι κουρασμένοι, έπειτα από τόσο δρόμο, τους οδήγησαν στον Αώο, σε ένα σημείο που απέχει 150 περίπου μέτρα από την παλαιά γέφυρα που δεν λειτουργούσε. Εκεί υπήρχε μία πρόχειρη γέφυρα φτιαγμένη από σιδερένια βαρέλια που έπλεαν πάνω στο νερό.
Τους υποχρέωσαν να περάσουν τα κιβώτια στην απέναντι όχθη, κράτησαν δε ένα κιβώτιο με σφαίρες και το οπλοπολυβόλο. Τότε άρχισαν να τους πυροβολούν. Ο Αρσένιος φώναξε «πέστε κάτω μπρούμυτα» για να γλιτώσουν από τις σφαίρες που έσκαγαν δίπλα τους σωρηδόν. Ο ίδιος έμεινε όρθιος και προσευχόταν με υψωμένα τα χέρια. Δεν τον χτύπησαν! Όταν τελείωσαν οι σφαίρες των ανταρτών ο Τηλέμαχος και ο Διονύσης άρχισαν να τους πετροβολούν. Ωστόσο, ο Αρσένιος τους ζήτησε να σταματήσουν.
 Γυρίζοντας προς τους αντάρτες, τους ρώτησε γιατί θέλουν να τους σκοτώσουν. Εκείνοι απάντησαν επειδή η μάνα του Τηλέμαχου ήταν Ιταλίδα ενώ των δύο άλλων οι πατεράδες και τα αδέλφια ήταν στον Ζέρβα! «Ευλογημένοι, εμείς τι φταίμε;», τους ρώτησε τότε. Οι αντάρτες συμφώνησαν με τον συλλογισμό του ότι τα τρία παιδιά δεν έφταιγαν σε τίποτε. Πήραν λοιπόν το δρόμο του γυρισμού, μόνο που στα όρια του χωριού σκόνταψε το μουλάρι, έπεσε και έσπασε το οπλοπολυβόλο, αλλά δεν τιμωρήθηκε κανείς. Έφτασαν και οι τρεις σώοι στην Κόνιτσα…