Ένας δάσκαλος θυμάται…
Συνήθως οι δάσκαλοι της υπαίθρου, εκείνα τα χρόνια που ακόμα δεν ήταν μισθωτοί από το κράτος, ζυμωνόταν με τους κατοίκους και έμειναν στο ίδιο χωριό μέχρι να πάρουν σύνταξη. Όσο περνούσαν τα χρόνια λάμβαναν μέρος στα τεκταινόμενα του χωριού και σαν εγγράμματοι έπιανε τόπο ο λόγος τους και γινόταν σεβαστός. Αλλά όχι μόνο στα κοινοτικά αλλά και σε προσωπικά ζητήματα των χωριανών.
Τα πρώτα χρόνια, πριν κτισθεί το σχολείο, έκανε το μάθημα στην εκκλησία ή σε κανένα οίκημα που παραχωρούσε κάποιος από το χωριό, και μάλιστα από αυτούς που ξεχώριζαν από τους άλλους συγχωριανούς, όχι γιατί ήταν πλούσιοι εν σχέση με τους άλλους, αλλά γιατί ήταν πρώτα «άνθρωποι» που συμπονούσαν.
Ένας τέτοιος ήταν ο μπάρμπα-Κώστας που ήταν και πρόεδρος στο χωριό. Όπως αφηγείται ο δάσκαλος: Όταν πήγα να παρουσιαστώ είχε στείλει ένα μουλάρι και με πήραν, δεν είχε αυτοκινητόδρομο, μου χορήγησε ένα δωμάτιο και μου είπε: είναι καλοί άνθρωποι στο χωριό και τη μπουκιά τους θα σου μοιράσουνε, δεν θα σε αφήσουν νηστικό ούτε εγώ!
Ήταν γιός τσέλιγκα και αναλαμβάνοντας αυτός τη διαχείριση του σπιτιού αύξησε τα γιδοπρόβατα και ζούσε καλά.
Ήταν πολύ φιλότιμος και έκανε πολλά καλά στους συγχωριανούς, αλλά και σε όποιους του ζητούσε την βοήθειά του, την είχε.
Αυτόν τον άνθρωπο θυμάται ο δάσκαλος και αναπολεί σε ένα σημειωματάριο, που κρατούσε, γιατί του συμπαραστάθηκε πολύ στο δύσκολο έργο του συνεχίζοντας.
Όταν χτίστηκε το Δημοτικό σχολείο δεν είχε αυλή, τότε εκείνος έδωσε ένα τεμάχιο μεγάλο, από το οικόπεδό του, που γειτνίαζε με το σχολείο, αλλά και για πλατεία του χωριού.
Το σχολείο και η κοινότητα δεν τον ξέχασαν και τον μνημόνευαν κάθε χρόνο.
Τα δύσκολα χρόνια του πολέμου το σπίτι του ήταν γεμάτο από καλαμπόκι και σιτάρι. Έδινε σε όλους που δεν είχαν.
Τα φτωχά κορίτσια του χωριού λέγανε: «πότε θα ‘ρθει η Λαμπρή να μας φέρει ο μπάρμπα-Κώστας φακιόλια (άσπρα μαντήλια) που τα φορούσαν την Λαμπρή. Τα φορούσαν και το καλοκαίρι στο σκάλισμα, στο θερισμό και σε όλες τις αγροτικές ασχολίες.
Συνεχίζοντας ο δάσκαλος, «…ο ήλιος είχε γείρει στο δυσμικό ορίζοντα κι έβαφε με τα δικά του χρώματα τ’ ακροούρανά του.
Ο Δεκέμβρης είχε φιγουράρει στο καλαντάρι του χρόνου κι είχε αρχίσει να βγάζει ένα-ένα τα φύλλα του ημερολογίου.
Ήταν ένα μουντό χειμωνιάτικο απόγευμα με γκρίζο ουρανό και καθώς η μέρα «μάζευε το κουβάρι της» νόμιζες πως κιόλας νύχτωσε, άλλωστε δεν είχαμε φωτισμό τότε.
Εκείνη την ώρα έφυγε ο μπάρμπα-Κώστας. Έφυγε σαν πουλάκι.
Ο Θεός τον ανάπαυσε έτσι «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά».
Όπως πολλοί συγχωριανοί του θα προσευχόταν να φύγε, έτσι ,με τα τόσα καλά που είχε κάνει.
Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός του όλοι οι συγχωριανοί ανάψανε το καντήλι στο εικονοστάσι του σπιτιού τους.
Η δρυς του χωριού-ήταν ο μεγάλος επιζών χωριανός που είχε αντέξει όλες τις κακοτοπιές της ζωής των χρόνων εκείνων, έπεσε δεν άντεξε άλλο.
Η επίγεια ζωή του, με όλες τις χαρές και τις λύπες, είχε τελειώσει.
Η ψυχή του ταξίδεψε για το μακρινό και αγύριστο ταξίδι στη χώρα των ασφοδέλων.
Ένα ανθρώπινο κομβόι έβλεπες ν’ ανεβαίνει, με τα κεριά στα χέρια, λες και ακολουθούσαν τον επιτάφιο, να προσκυνήσουν τον άνθρωπο, που σε όλους, λίγο-πολύ συμπαραστάθηκε σε δύσκολες στιγμές τους.
Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι κανένας συγχωριανός.
Δεν κλαίγανε για τα νιάτα, αλλά γιατί έφυγε ένας σεβάσμιος και σοφός Δημογέροντας (όπως τους λέγανε τότε) που σε συμβούλευε και η γνώμη του μετρούσε.
Εικόνες έρχονταν στον καθένα και το κλειδί που ανοίγει τα συρτάρια της μνήμης τις είχε εκείνο το βράδυ ανοίξει.
Δύσκολα χρόνια τότε και ο μπάρμπα-Κώστας στάθηκε αρωγός σε όλους, σε γεννήσεις, παντρειές, θανάτους και ξετυλίγονται, όπως οι εικόνες σε κινηματογραφικές ταινίες, στους συγχωριανούς που βίωσαν την συνδρομή του στα προβλήματά τους.
Πολλοί ήταν αυτοί που του γυρεύανε χρήματα και σε όλους έδινε να προικίσουν τα κορίτσια, να μην τους μείνουν ανύπαντρα. Όσοι δεν είχαν τους τα χάριζε.
Μεταξύ αυτών που ζήτησαν την συνδρομή του ήμουν κι εγώ. Είχα ένα μαθητή άριστο σε όλα τα μαθήματα, πλην όμως ήταν φτωχός και δεν θα τον σπούδαζαν οι δικοί του γιατί δεν είχαν να ξοδέψουν για γράμματα. Χέρια ήθελαν για τις αγροτικές δουλειές τους, όπως και τσοπάνο στα ζωντανά.
Τότε απευθύνθηκα στον μπάρμπα-Κώστα και εκείνος ανέλαβε και τον σπούδασε και τώρα είναι καθηγητής Πανεπιστημίου.
Δεν ξέχασε τον μπάρμπα-Κώστα αλλά ούτε κι’ εμένα να μας ευγνωμονεί. Τώρα που ζω στην πόλη, με επισκέπτεται στο σπίτι και αναπολούμε τα χρόνια εκείνα.
Ο μπάρμπα – Κώστας ήταν γνωστός και στην πόλη που πήγαινε καβάλα στο άλογό του και τον χαιρετούσαν με σεβασμό. Είχε γνωριμίες με δικηγόρους και γιατρούς.
Όταν έμαθε κάποτε ότι σε ένα συνοικισμό-γιατί τα χωριά τότε ήταν αραιοκατοικημένα-μια άρρωστη μητέρα με πολλά παιδιά και πολύ φτώχεια, πήγε να μάθει από κοντά τι συνέβαινε. Άκουσε κλάματα και δεν χάνει καιρό, καβαλικεύει το άλογο και πάει στην πόλη και παίρνει τον γιατρό καβάλα στο άλογό του και ο μπάρμπα-Κώστας τραβούσε το καπίστρι, τον πήγε στο χωριό και με μια ένεση πενικιλίνης που της έκανε ο γιατρός, η γυναίκα έγινε καλά- τότε είχε ανακαλυφτεί η πενικιλίνη που έσωσε κόσμο και κόσμο- μετά τον ξαναπήγε στην πόλη το γιατρό τον ευχαρίστησε που έκανε τόσο κόπο με τα άλογο και τον πλήρωσε.
Πώς να ξεχαστούνε όλες αυτές οι βοήθειες που έδινε.
Πριν χαράξει την άλλη μέρα, γύρω από το φέρετρο μαυρομαντιλούσες γυναίκες να λένε τα μοιρολόγια τους, σαν σε αρχαία τραγωδία.
Όλοι συνόδευσαν τον μπάρμπα-Κώστα στην τελευταία του κατοικία
Και η καμπάνα με τον ήχο της έβαφε πένθιμα τον αέρα. Τέτοιοι άνθρωποι μένουν αθάνατοι τη μνήμη του κόσμου, σε κάθε συζήτηση κι’ ας περνούν τα χρόνια μνημονεύονται.
Γιάννης Τσόδουλος