Η ενιαία ελληνική Ήπειρος…
Τις ανιστόρητες δηλώσεις Ράμα για τη «Βόρεια Ήπειρο» τις διαβάσατε. Μια πρώτη και τεκμηριωμένη απάντηση έδωσε με το άρθρο του στον «Πρωινό Λόγο» (13 - 11 - 2024) ο αγαπητός φίλος, συνάδελφος και Πρόεδρος του Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, Νίκος Υφαντής• παρουσίασε με επιχειρήματα, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα οργανωμένα συμφέροντα ευρωπαϊκών χωρών και ιδιαίτερα της Ιταλίας και της Αυστρίας, απέκοψαν από τον ελληνικό κορμό αυτό το ελληνικότατο κομμάτι της Ηπείρου και το πρόσφεραν δώρο στη γειτονική Αλβανία.
Η Ήπειρος -η ενιαία Ήπειρος- αποτελεί, κατά κοινή ομολογία, το λίκνο του Ελληνισμού. Οι κάτοικοί της, Σελλοί ή Ελλοί (από εδώ και το όνομα Έλληνες και Ελλάς), οι Θεσπρωτοί, οι Μολοσσοί και οι Χάονες υπήρξαν τα πρώτα ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτόν τον απέραντο χώρο (εξού και το όνομα Ήπειρος=άπειρος χώρα), διατήρησαν τους αρχαϊκούς οικονομικούς και πολιτικούς τρόπους οργάνωσης και «άθικτα σχεδόν τα κοιτάσματα του Ελληνισμού».
Εδώ υπήρχε το Ιερό της Δωδώνης, το Πανελλήνιο αυτό λατρευτικό κέντρο, αφιερωμένο στον «Δία τον Πελασγικό», που αποτέλεσε την πρώτη του Ελληνισμού Κοιτίδα και έκανε τον Αριστοτέλη να ομολογήσει πως «Αρχαία Ελλάς εστίνη περί την Δωδώνην και τον Αχελώον».
Απόγονοι των Αιακιδών, που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, του Αχιλλέα και του Νεοπτόλεμου, υπήρξαν οι βασιλείς των Μολοσσών• ο Άδμητος -με πρωτεύουσα την Πασσαρώνα-στην οποία κατά το Θουκυδίδη συναντήθηκε με το Θεμιστοκλή• στο βασίλειο των Μολοσσών ανήκε η Ολυμπιάδα, η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ο Βασιλεύς Πύρρος με τους γνωστούς αγώνες του και το γνωστό άτυχο τέλος του.
Στα ισχυρά ελληνικά -ηπειρωτικά- φύλα ανήκαν, κατά τον Στράβωνα οι Χάονες με πρωτεύουσα τη Φοινίκη -αρχαία ελληνική πόλη κοντά στους Αγίους Σαράντα, με την οποία συνδέεται ένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα της Ηπείρου, «Το Κοινόν των Ηπειρωτών».
Αυτός, λοιπόν, ο γεωγραφικός χώρος, με την ονομασία Ήπειρος, κατοικήθηκε από την αρχαιότητα από γνήσια ελληνικά φύλα -που προαναφέραμε -περιλάμβανε τη λεγόμενη Νότιο και Βόρειο Ήπειρο, με ακμαίο ελληνικό πολιτισμό, καθ’ όλην την ιστορική της διαδρομή• η αδιάκοπη συνέχεια της ελληνικότητάς της είναι ιστορικά τεκμηριωμένη από Έλληνες και ξένους συγγραφείς: Ο γνωστός περιηγητής και γεωγράφος του 2ου μ.Χ. αιώνα, Παυσανίας αναφέρει πως «Όλες οι Ηπειρωτικές περιοχές μέχρι την Απολλωνία -ελληνική αποικία ιδρυμένη από τους Κορινθίους- το Δυρράχιο και την Εγνατία οδό, κατοικούνταν από Έλληνες». Ο ιστορικός Προκόπιος διακηρύσσει πως «Έλληνες εισίν, Ηπειρώται καλούμενοι, άχρι Επιδάμνου πόλεως, ήπερ επιθαλαττία οικείται». Δηλαδή τοποθετεί τα ακρότατα βόρεια σύνορα της Ελλάδας μέχρι την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο.
Παρόμοιες απόψεις διατυπώνουν και ξένοι μελετητές, όπως ο Χάμοντ και ο Πουκεβίλ. Ο Πουκεβίλ συμπεριλαμβάνει στην Ήπειρο την υποδιοίκηση Δέλβινο, το Βεράτι και τη Μοσχόπολη. Αλλά και ο χάρτης του Ιταλού Giovanni Amadore Virgili (1908), αφήνει στην Ελλάδα ολόκληρη την περιοχή της Χιμάρας και του Δέλβινου, το Ανατολικό και Κεντρικό τμήμα του Αργυρόκαστρου, το Ανατολικό τμήμα του Τεπελενίου, ολόκληρο το δυτικό τμήμα της Πρεμετής, με την πόλη και τα 2/3 της διοίκησης της Κορυτσάς. Τέλος, ο μεγάλος Γερμανός γεωγράφος Kiepert τοποθετεί τα ελληνοαλβανικά σύνορα στον ποταμό Γενούσο και επισημαίνει πως «δεν γνωρίζει επαρχίαν περισσότερον ελληνική από την Ήπειρον ως προς τον αριθμόν του πληθυσμού, της γλώσσης την διάνοιαν, την εμπορικήν, ναυτικην και βιοηχανικήν κίνησιν*με μίαν λέξιν, ό,τι αποτελεί τα αληθινά χαρακτηριστικά μιας ζωηράς εθνότητος».
Οι όροι, λοιπόν, Βόρειος και Νότιος Ήπειρος είναι τεχνητοί, άγνωστοι στην αρχαιότητα, στη Βυζαντινή περίοδο και στην εποχή της τουρκοκρατίας, κατά την οποία εμφανίζεται η ιεραποστολική και εθνική δράση του φωτισμένου δασκάλου και ιεράρχη, Κοσμά του Αιτωλού• αυτός περιηγήθηκε ολόκληρη σχεδόν την ενιαία Ήπειρο, συναισθανόμενος το χρέος του απέναντι στο υπόδουλο Γένος• συμβούλευε δε με τις «Διδαχές» του τους Έλληνες να χτίσουν Σχολεία, να μάθουν τα παιδιά γράμματα, για να μην περιπατούν «εις το σκότος»• και εννοούσε το σκότος της σκλαβιάς.
Πιστοί στα κηρύγματά του όλοι οι Ηπειρώτες, με διαμορφωμένη την εθνική - ελληνική τους συνείδηση, πήραν μέρος στην Εθνεγερσία του 1821, συνέχισαν, με συνέπεια, τη συμμετοχή τους σε όλους τους αγώνες που ακολούθησαν, το 1912-1913, το 1940-1944• τότε δε που περίμεναν τη δικαίωση των αγώνων και των θυσιών τους, τότε ακριβώς εκδηλώθηκαν οι λυσσαλέες αντιδράσεις -με επικεφαλής την Αυστρία, την Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες -οι οποίες, όπως συχνά συμβαίνει, κινούνται από άνομο αγώνα, που ήταν, εκτός των άλλων, «ΑΓΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ». Αυτό ακριβώς καταγγέλλει, το 1927, η εφημερίδα «ΠΕΛΑΣΓΟΣ ΚΟΡΥΤΣΑΣ» και έτσι επικύρωσαν το Ελληνικότατο αυτό τμήμα της λεγόμενης Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία.
Τρανή απόδειξη επίσης της Ελληνικότητας του τμήματος αυτού της Ηπείρου αποτελεί και το ανεκτίμητο εθνικό κεφάλαιο της Ευεργεσίας. Πατρίδα των Ευεργετών η Ήπειρος. Από το ελληνικότατο δε αυτό τμήμα της Ηπείρου προέρχονται, εκτός από τους αναρίθμητους γνωστούς και άγνωστους ευεργέτες και δωρητές, επτά μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες• αυτοί, με τη ζωή τους, τη δράση τους, σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και προπαντός με το πλούσιο έργο τους, το οποίο δημιούργησαν στην Ελλάδα, με επίκεντρο την Αθήνα, που ήταν η πρωτεύουσα του Ελληνικού Έθνους και σε μέρη όπου ήκμαζε ο Ελληνισμός, απέδειξαν περίτρανα πως προέρχονταν από ένα τόπο που ήταν γνήσια ελληνικός και οι ίδιοι ήταν ακραιφνείς Έλληνες. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Το Γεώργιο Σίνα από τη Μοσχόπολη, με την ανέγερση και εμπλουτισμό με τα απαραίτητα όργανα, του Αστεροσκοπείου Αθηνών, ενός από τα τελειότερα αστεροσκοπεία της Ευρώπης• το γιο του Σίμωνα Σίνα, με το μεγαλοπρεπές κτίριο της Σιναίας Ακαδημίας, του Ανώτατου πνευματικού Ιδρύματος της πατρίδας μας* φρόντισε μάλιστα, κατά το πρότυπο των Ακαδημιών της Ευρώπης, με έναν τέλειο οργανισμό λειτουργίας, να εξασφαλιστεί «η ευγενής άμιλλα του πνεύματος και η πνευματική αναγέννησις του Έθνους».
Τον Ευάγγελο και Κωνσταντίνο Ζάππα, από το Λάμποβο, ο δημιουργός του Ζαππείου Μεγάρου στην Αθήνα, κέντρου πολιτισμού και εκθέσεων προϊόντων παραγωγής και ανάπτυξης• των Ανώτερων επίσης Παρθεναγωγείων στην Κωνσταντινούπολη και στην Αδριανούπολη, που απέβησαν φυτώρια πνευματικά και καλλιέργησαν τη μόρφωση του γυναικείου φύλου της Ανατολής, που βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση.
Τον Απόστολο Αρσάκη από τη Χοταχόβα, που δημιούργησε στην Αθήνα το πρωτοποριακό Αρσάκειο Παρθεναγωγείο. Οι περίφημες Αρσακειάδες του ξαπλώθηκαν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, έσπειραν το σπόρο της γυναικείας μόρφωσης, προϋπόθεσης απαραίτητης για την κοινωνική πρόοδο και καλλιέργησαν στην Ελλάδα το φεμινιστικό κίνημα που συνέβαλε αποφασιστικά, ώστε να πάρει το γυναικείο φύλο τη θέση στην εκπαίδευση και στην κοινωνία, την οποία κατέχει σήμερα• χαρακτηριστική η περίπτωση με την Αρσακειάδα Κατερίνα Σακελλαροπούλου, Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Τον Ιωάννη Μπάγκα από την Κορυτσά, ο οποίος δημιούργησε πρώτα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κορυτσά, το Μπάγκειον Γυμνάσιον, που δεν ήταν μόνο μια απλή εστία φωτός, αλλά ταυτόχρονα και ένα ισχυρό μετερίζι του Ελληνισμού• στη συνέχεια δε διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του στο Ελληνικό Δημόσιο και δημιούργησε στην Ομόνοια το γνωστό Μπάγκειο Συγκρότημα.
Και το Χρηστάκη Ζωγράφο από το Κεστοράτι, που αναδείχτηκε στην Κωνσταντινούπολη ο σπουδαιότερος τραπεζικός και οικονομικός παράγοντας• δημιούργησε τα περίφημα Ζωγράφεια Διδασκαλεία στην ιδιαίτερη πατρίδα του, από τα οποία, επί δεκαετίες «εξεπέμποντο διαρκώς θερμαντικαί ακτίνες υποκαίουσαι τον έρωτα προς την μίαν πατρίδα και την τάσιν προς την ποθητήν Παιδείαν»• στη συνέχεια δε, ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη το ιστορικό Ζωγράφειον Λύκειον που λειτουργεί μέχρι σήμερα και ανέδειξε εκλεκτές προσωπικότητες, ανάμεσα στις οποίες ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η ενιαία Ελληνική Ήπειρος, με την ανεκτίμητη προσφορά της, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο.