Η Βάσω Παπανδρέου, το ΚΕΠΑΒΙ και τα Κληροδοτήματα Ιωαννίνων…
Σε αρκετά από τα πολιτικά στελέχη διέκρινες συχνά, μετά από ένα σύντομο βιογραφικό, την απαρίθμηση των πολιτικών, κομματικών και διοικητικών θέσεων που είχαν καταλάβει ως μέλη του κόμματος που κυβερνούσε, χωρίς καμιά αναφορά σε προσπάθειες και σε αγώνες τους για σημαντικές σπουδές που θα τους επέτρεπαν μια αξιόλογη ακαδημαϊκή σταδιοδρομία.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τη Βάσω Παπανδρέου: Mετά από ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα, ακολουθούν οι σπουδές και η ακαδημαϊκή καριέρα που συμπληρώνονται βέβαια και από τις πλούσιες πολιτικές και διοικητικές δραστηριότητες. Ξεκίνησε από το χωριό Βουλιμίτικα του Αιγίου, χωρίς ισχυρούς οικονομικούς ή πολιτικούς προστάτες και στηριζόμενη στις προσωπικές της δυνάμεις σπούδασε και αποφοίτησε από την τότε ΑΣΟΕΕ, συνέχισε τις σπουδές της στην Αγγλία όπου έλαβε μεταπτυχιακό από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ. Στη συνέχεια δε δίδαξε στην Οξφόρδη, όπου είχε εξασφαλίσει μια λαμπρή επιστημονική σταδιοδρομία.
Ώριμη πια, με την απαραίτητη επιστημονική συγκρότηση, έκρινε σκόπιμο να εγκαταλείψει την εύκολη και ανώδυνη συχνά οδό της θεωρίας και να ακολουθήσει την οδό της υπεύθυνης και επώδυνης πολιτικής πράξης, μένοντας πιστή στις αρχές και στις αξίες που της είχε προσφέρει η επιστήμη. Και αυτό, καθώς στην πατρίδα της, ταλαιπωρημένη από τα κατάλοιπα του παλαιοκομματισμού και τις καταστροφικές συνέπειες της επτάχρονης χούντας, είχε αρχίσει να πνέει ο αέρας της αλλαγής, ανεξάρτητα από την ισχύ και τη διάρκειά του, που τόσες ελπίδες είχε προσφέρει στους ταλαιπωρημένους πολίτες.
Ρίχτηκε στον αγώνα από διάφορες πολιτικές θέσεις με πρώτη και κύρια εκείνη της Επιτρόπου της τότε ΕΟΚ, χωρίς να αποκλίνει από τις πεποιθήσεις της για το ανθρώπινο δυναμικό και τα δικαιώματά του στην εκπαίδευση και στην κατάρτισή του, για την προστασία της μητρότητας και για την ισότητα των δυο φύλων, για τη μέριμνα στους απόμαχους της εργασίας και στα άτομα με ειδικές ανάγκες, σύμφωνα με την καθιερωμένη Ευρωπαϊκή Κοινωνική Χάρτα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απασχολήσει συχνά το διεθνή τύπο που την αποκαλούσε «Καρυάτιδα της Δημοκρατίας» και την εξυμνούσε για τις συγκρούσεις της με τη «σιδηρά κυρία» της Ευρώπης, τη γνωστή Μάργκαρετ Θάτσερ. Τους ίδιους αγώνες διεξήγαγε και μέσα στην Ελλάδα για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, γεγονός που αναγνωρίστηκε από τον ελληνικό λαό ο οποίος το 1993 την εξέλεξε στη Β´ Αθηνών βουλευτή με 256.831 ψήφους, γεγονός πρωτοφανές στα εκλογικά πολιτικά χρονικά.
Είχα την τύχη να τη γνωρίσω από κοντά και να συνεργαστώ μαζί της για δυο βασικά θέματα που αφορούσαν την πόλη των Ιωαννίνων και την Ήπειρο γενικότερα. Την πρώτη φορά ως αντιδήμαρχος Ιωαννίνων. Είχαμε υποβάλει ως «Δημοτική Αλλαγή», με βάση το Πρόγραμμά μας, τεκμηριωμένο υπόμνημα στο Πρωθυπουργικό Γραφείο με το οποίο ζητούσαμε την επίσπευση των διαδικασιών για την ίδρυση του ΚΕΠΑΒΙ, που είχε αποφασιστεί από το 1976 αλλά το θέμα δεν προχωρούσε. Το υπόμνημα αυτό είχε κοινοποιηθεί και στους τρεις ενδιαφερόμενους φορείς ,στον ΕΟΜΜΕΧ, Πρόεδρος του οποίου ήταν η Βάσω Παπανδρέου, στον ΕΟΤ και στην ΕΤΒΑ. Ανταποκρίθηκε άμεσα η Παπανδρέου, ζήτησε σχετικές διευκρινίσεις και αφού εξασφαλίστηκε το κατάλληλο οικόπεδο, με πρωτοβουλία της, ύστερα από εντολή του Πρωθυπουργικού Γραφείου, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στην Αθήνα στην οποία πήραν μέρος ο Δήμος Ιωαννιτών, ο ΕΟΜΜΕΧ, ο ΕΟΤ και η ΕΤΒΑ. Στη σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε η ίδρυση και ο τρόπος χρηματοδότησης του ΚΕΠΑΒΙ με το αιτιολογικό ότι πρόκειται για ένα μεγάλο αναπτυξιακό έργο στην πόλη μας για την ανάπτυξη των παραδοσιακών κλάδων της λαϊκής τέχνης της πόλης και της ευρύτερης περιοχής.
Τη δεύτερη φορά συναντηθήκαμε και συνεργαστήκαμε με τη Βάσω Παπανδρέου όταν ήταν Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (1999-2001), για ένα άλλο βασικό θέμα που απασχολούσε την πόλη και αυτό ήταν το θέμα των Παλαιών Κληροδοτημάτων Ιωαννίνων. Στηριζόμενη σε απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ιωαννίνων, ύστερα από πρόταση της «Δημοτικής Αλλαγής», η Βουλή με το νόμο 1473/1984, κατάργησε το αντισυνταγματικό καθεστώς που είχε διατηρηθεί στα Γιάννινα -και μόνο σ’ αυτά από ολόκληρη την Ελλάδα- με το φασιστικό αναγκαστικό νόμο 2039/1939 του Μεταξά και διέταξε την εκκαθάριση των Παλαιών Κληροδοτημάτων Ιωαννίνων σύμφωνα με τις διαθήκες των Ευεργετών. Ο νόμος όμως δεν εφαρμόστηκε γιατί το ΠΑΣΟΚ, ήδη από το 1985, έπαυσε να είναι Κίνημα Αλλαγής και έγινε ένα απλό κόμμα εξουσίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται μέχρι και σήμερα.
Είχα ζητήσει ως δημοτικός σύμβουλος της «Ανεξάρτητης Δημοτικής Κίνησης» από το Δημοτικό Συμβούλιο να μη στείλει ο Δήμος εκπροσώπους στα λεγόμενα Αγαθοεργά της Μητρόπολης, γιατί αυτά μετά το νόμο 1473/84 λειτουργούν παράνομα. Η πλειοψηφία όμως του Δημοτικού Συμβουλίου είχε αντίθετη άποψη και έστειλε. Προσφύγαμε στην Επιτροπή κρίσης των αποφάσεων των δημοτικών συμβουλίων που προεδρευόταν από δικαστικό και έκρινε σε Α’ βαθμο. Η Επιτροπή, συμφωνώντας με τις απόψείς μας, αποφάσισε ομόφωνα ότι: «Μετά την ψήφιση του νόμου 1473/84, δεν υφίσταται νόμιμο δικαίωμα λειτουργίας των Αγαθοεργών Καταστημάτων της Μητρόπολης Ιωαννίνων ως προς τα Παλαιά Κληροδοτήματα Ιωαννίνων και η αποστολή εκπροσώπων του Δήμου Ιωαννιτών σ’ αυτά είναι παράνομη».
Κατά της απόφασης της Επιτροπής ασκήθηκε από το Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ως πρόεδρο των Αγαθοεργών, προσφυγή στο Υπουργείο Εσωτερικών που έκρινε σε Β΄ βαθμό και στο συναρμόδιο Υπουργείο Παιδείας. Ως μέλη της Επιτροπής Αγώνα για τα Ηπειρωτικά Κληροδοτήματα, κάναμε σχετική παρέμβαση ,με ολοκληρωμένο υπόμνημα στο Υπουργείο Εσωτερικών, ως έχοντες έννομο συμφέρον, η Ένωση Πολιτών Ιωαννίνων, της οποίας ήμουν πρόεδρος και ο Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής με πρόεδρο το Γιώργο Παπακώστα. Πήγα στο γραφείο της και τη βρήκα. «Μου τηλεφώνησαν και με επισκέφθηκαν», μου είπε, «Θεοί και δαίμονες»• κάποιοι από το ΠΑΣΟΚ και κάποιοι από την Ήπειρο. Μου ζήτησαν να απορριφθεί η απόφαση της Επιτροπής, γιατί δεν πρέπει να τα βάλουμε με την Εκκλησία.
Είχα μαζί μου το υπόμνημα που της είχαμε υποβάλει, το άνοιξα και της εξήγησα ότι δεν τα βάζουμε με την Εκκλησία, αλλά αντίθετα τη βοηθάμε να ασκήσει απερίσπαστη το κύριο έργο της και ταυτόχρονα να εφαρμοστεί το Σύνταγμα και ο νόμος που είναι σύμφωνος με αυτό, και που είχε ψηφιστεί από το ΠΑΣΟΚ. Της διάβασα μάλιστα το σχετικό απόσπασμα στο οποίο ήταν διατυπωμένες οι απόψεις του καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου. Τις απόψεις αυτές τις είχαμε ακούσει στην αίθουσα διδασκαλίας από τον ίδιο και τις είχε δημοσιεύσει αργότερα στο περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ», το 1974• με αυτές ξεκαθάριζε ότι: «Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία για να αποκτήσει κινητικότητα πρέπει να γίνει κοινωνική, δηλαδή να ανταποκριθεί στις κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου. Όμως το έργο αυτό καλύπτεται, πρέπει να καλύπτεται σήμερα και μάλιστα προγραμματισμένα, από την Πολιτεία. Η κοινωνική δραστηριότητα δεν θα δικαιώσει ποτέ την Εκκλησία, η αποστολή της οποίας είναι καθαρά πνευματική, μυστηριακή. Όταν η Εκκλησία δεν έχει πνεύμα, τότε προσπαθεί να γίνει κοινωνική,όχι για σώσει, αλλά για να σωθεί».
Έφυγα με την εντύπωση ότι το Υπουργείο θα συμφωνούσε με την άποψη της Επιτροπής, όπως και έγινε. Το ίδιο έγινε και με το Συμβούλιο Επικρατείας, στο οποίο προσέφυγε ο Μητροπολίτης και έκρινε σε τρίτο και τελευταίο βαθμό. Όσον αφορά τώρα τους «δαίμονες» που την ενοχλούσαν, σκέφθηκα φεύγοντας, θα ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που πρόσφατα είχα διαβάσει στο περισπούδαστο βιβλίο του καθηγητή Σωτηρέλη «Ας ξαναμιλήσουμε για Σοσιαλισμό», για τους οποίους γράφει: «γέμισε η πολιτική σκηνή από αμοραλιστές, αρριβίστες και τυχοδιώκτες οι οποίοι, χωρίς να έχουν υπάρξει ποτέ σοσιαλιστές ή να έχουν δουλέψει έστω για κάποια ιδανικά, βρέθηκαν ξαφνικά προβεβλημένα στελέχη, υπουργοί ή και δελφίνοι, μόνο και μόνο γιατί εξαργύρωσαν την υποτακτικότητά τους στα διαπλεκόμενα». Αυτό έγινε, κατά συρροήν, από την εποχή του Σημίτη και συνεχίζεται, χωρίς διακοπή, μέχρι σήμερα.
Με τέτοια άτομα τα δυο τότε κόμματα εξουσίας έφεραν την Έλλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας, ανάγκασαν τη Βάσω Παπανδρέου το 2012 να καταψηφίσει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου, στα πλαίσια του Β’ μνημονίου, με αποτέλεσμα να διαγραφεί από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ και να δηλώσει: «Ο Κώστας Καραμανλής διέλυσε την οικονομία της Ελλάδας και εμείς -εννοώντας την κυβέρνηση του Γιωργάκη Παπανδρέου- διαλύσαμε το Κράτος». Αυτό το υπό διάλυση Κράτος παρέλαβε στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ και το αποδιέλυσε.
Σπύρος Εργολάβος