Η χαμένη ταυτότητά μας…

on .

 Συνέχεια της προηγούμενης επιφυλλίδας η σημερινή, αφού ο απολογισμός των πενήντα χρόνων της δημοκρατίας μας, της λεγόμενης μεταπολιτευτικής, που επιχειρήσαμε στο προηγούμενο επιφυλλιδικό μας σημείωμα, συναρτάται άμεσα με τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την ταυτότητα του σημερινού Έλληνα. Το πρωταρχικό, καίριας σημασίας, ερώτημα είναι: «Έχει ταυτότητα ο σημερινός Έλληνας;», δηλαδή στοιχεία έχοντα άρρηκτη σχέση με την καταγωγή του, τις πολιτισμικές του  καταβολές και την μακραίωνη ιστορική του διαδρομή ή είναι ένα ον που υπακούει τυφλά στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης;                                                            

Μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ουάσιγκτον, πριν 86 χρόνια (το μακρινό 1938), προκήρυξε διαγωνισμό με χρηματικές αμοιβές για τον επιτυχέστερο χαρακτηρισμό των διαφόρων λαών και της ψυχολογίας τους. Το βραβείο από Δεκαπενταμελή Επιτροπή Επιστημόνων απέσπασε ο δικαστικός (αρχιδικαστής) Ν. Κέλλυ, με τον εξής χαρακτηρισμό του Έλληνα…

«Μπροστά στο δικαστήριο της αδέκαστης ιστορίας ο Έλληνας αποδείχθηκε ανέκαθεν κατώτερος από τις περιστάσεις, παρότι από άποψη διανοητική κατείχε πάντοτε τα πρωτεία. Ο Έλληνας είναι ευφυέστατος αλλά και εγωιστής, δραστήριος αλλά και αμέθοδος, φιλότιμος αλλά και γεμάτος προλήψεις, θερμόαιμος, ανυπόμονος, αλλά και πολεμιστής. Έχτισε τον Παρθενώνα και αφού μέθυσε από την αίγλη του, τον άφησε να γίνει στόχος των ερίδων του. Ανέδειξε το Σωκράτη για να τον δηλητηριάσει. Θαύμασε τον Θεμιστοκλή για να τον εξορίσει. Υπηρέτησε τον Αριστοτέλη για να τον κυνηγήσει. Γέννησε τον Βενιζέλο για να τον δολοφονήσει. Έχτισε το Βυζάντιο για να το εκτουρκίσει. Δημιούργησε το ’21 για να το διακυβεύσει (με τους εμφύλιους πολέμους). Πρόβαλε το 1909 για να το λησμονήσει. Μεγάλωσε την Ελλάδα μετά το 1912 (Βαλκανικοί πόλεμοι) και παρ΄ ολίγο να τη κηδεύσει (Μικρασιατική καταστροφή). Τη μία στιγμή κόβεται για την αλήθεια και την άλλη μισεί εκείνον που αρνείται να υπηρετήσει το ψεύδος. Παράδοξο πλάσμα, ατίθασο, περίεργο, ημίκαλο, ημίκακο, με αβέβαιες διαθέσεις, εγωπαθές και σοφόμωρο ο Έλληνας. Οικτίρατέ τον, θαυμάστε τον αν θέλετε. Ταξινομήστε τον αν μπορείτε. Δεν θα τα καταφέρετε».

Πικρές, αλλά αληθινές –στο μεγαλύτερο μέρος τους- διαπιστώσεις, οι οποίες καταδεικνύουν την απόσταση των στοιχείων ταυτότητας (;) του σημερινού Έλληνα από εκείνα που θα έπρεπε να είναι βάσει των φυλετικών του καταβολών, της σπουδαίας -ανεπανάληπτης κατά πολλούς– πολιτισμικής του πορείας και της μακράς και πολυκύμαντης ιστορικής του διαδρομής. Από τη λεγόμενη μεταπολίτευση, κυρίως,  και εντεύθεν,  ο νεοέλληνας απομακρύνθηκε από τα βασικά στοιχεία που διαχρονικά τον προσδιόριζαν, διαμορφώνοντας μια «αχταρμοποιημένη», σύμφωνα με τις επιταγές της «παγκοσμιοποίησης» και ενός «άχρωμου, άοσμου και άγευστου» δυτικού τρόπου ζωής (νέας δυτικής κουλτούρας). 

Ο στιχουργός Σαράντης Αλιβιζάτος στη γνωστή σύνθεση του Αντώνη Βαρδή «Στην Ελλάς του 2000» με την εκπληκτική ερμηνεία του ανεπανάληπτου Στέλιου Καζαντζίδη, το είχε επισημάνει ήδη από το 1995: «Νεοέλληνες με γεια σας / τα καινούργια σας τα στέκια/ χάρισμά σας. / Στην Ελλάς του δυο χιλιάδες / γίναν όλοι βασιλιάδες. / Πες μου τι θα κάνεις τώρα / έτσι που σε καταντήσαν / πατρίδα σερβιτόρα./ Στα σκυλάδικα χορεύεις/ μες στη νύχτα ταξιδεύεις, / ταυτότητα γυρεύεις».

 Αφήσαμε τα ελαττώματά μας ως φυλή να μας πνίξουν: τον ατομικισμό και τη φιλαυτία, βάζοντας το Εγώ πάνω από το Εμείς , παρά την ικετευτική προτροπή του Μακρυγιάννη να «είμαστε εις το Εμείς και όχι εις το εγώ» και παρά τη σοφή διδαχή της Ιστορίας μας πως ό,τι σπουδαίο ως έθνος και ως λαός πετύχαμε, το πετύχαμε ομόψυχοι και ενωμένοι∙ την αρχομανία, το πάθος για προβολή και επίδειξη, με την «καρεκλοθηρία» να γίνεται επικίνδυνος αυτοσκοπός και τον κομματισμό η μεγαλύτερη γάγγραινα της κοινωνίας μας κατασπαράσσοντας την αξιοκρατία και την αριστοκρατία∙ η επιδειξιομανία του νεοέλληνα –μόλις «πάρει το κουτάλι του νερό»- απύθμενη, με την εντυπωσιοθηρία να πνίγει την ουσία, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και κυρίως στο πεδίο της πολιτικής∙ οι ανέκαθεν ολιγαρκείς και δωριείς (λιτοί) στην κατανάλωση, παραδοθήκαμε άνευ όρων και ορίων στην υπερκατανάλωση και τον νεοπλουτισμό, στον υλικό ευδαιμονισμό και την ηδονοθηρία∙ αφήσαμε τη ζηλοφθονία, τη μικροψυχία και τη χαιρεκακία  («να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα», όπως έλεγε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος) να γίνουν κυρίαρχες στη συμπεριφορά μας δηλητηριάζοντας τις μεταξύ μας σχέσεις.

Μπερδέψαμε τον πατριωτισμό με τον υπερπατριωτισμό και την πατριδοκαπηλεία, χωρίζοντας τους Έλληνες σε πατριώτες και προδότες, σε εθνικόφρονες και μιάσματα∙ κάναμε κατάχρηση της δημοκρατίας καταστρατηγώντας με την υπερβολή τους βασικούς κανόνες της: μετατρέποντας την ελευθερία σε ελευθεριότητα, την υπακοή στους νόμους σε αυθαιρεσία και άναρχη συμπεριφορά, την υπευθυνότητα σε γαϊτανάκι ευθυνομετάθεσης, το κράτος δικαίου σε επιλεκτική και υπέρ των ισχυρών εφαρμογή της νομοθεσίας και της απονομής δικαιοσύνης, την αξιοκρατία και τη διαφάνεια σε ρουσφετοκρατία και «ημετερισμό», με απότοκα στοιχεία την καλλιέργεια ενός αισθήματος δημοσιοϋπαλληλισμού, αλλά και της λογικής του ελάσσονος κόπου και της ήσσονος προσπάθειας.

Το αίσθημα -σύμπλεγμα ακριβέστερα- κατωτερότητας που μας διακατέχει έναντι των ξένων, μας οδηγεί στην ξενομανία και τον μιμητισμό, που συχνά μετατρέπεται σε «μαϊμουδισμό», στην άκριτη αποδοχή του δήθεν μοντέρνου δυτικού τρόπου ζωής, απομακρύνοντάς μας από διαχρονικές ελληνότροπες αξίες, την αφοσίωσή μας στην πατροπαράδοτη οικογένεια και την ελληνοχριστιανική  Παράδοσή μας, τον πλούσιο συναισθηματικό μας κόσμο και το μοναδικό στην ιστορία των λαών ελληνικό φιλότιμο, 

Ως έθνος και ως λαός έχουμε κληρονομημένα προτερήματα, τα οποία μακριά από σωβινισμούς και εθνικιστικές υπερβολές, μπορούν να προσδιορίσουν την ταυτότητά μας και να αποτελέσουν στέρεη βάση τόσο του αυτοπροσδιορισμού μας όσο και της προόδου μας στο παρόν και στο μέλλον.