Η ομογένεια της πόλης στο διάλογο με τον Ερντογάν…
Όλες οι κυβερνήσεις είχαν δίαυλο επικοινωνίας με την Τουρκία στα προγενέστερα χρόνια. Αυτή την τακτική ακολουθεί και η σημερινή κυβέρνηση με την παρατήρηση ότι έχει προχωρήσει ο διάλογος βαθύτερα και έχει δημιουργήσει κλίμα αισιοδοξίας για την ομαλοποίηση των σχέσεων και την διευθέτηση ανοιχτών προβλημάτων ανάμεσα στις δύο χώρες.
Και είναι φυσικό στο εσωτερικό μας να καλλιεργείται από ορισμένους κύκλους, από πατριωτικό αίσθημα κινούμενοι ή από σκοπιμότητες, αμφισβήτηση για τις προθέσεις του Ερντογάν και για τις επιλογές της κυβέρνησης. Ωστόσο προσωπικά θεωρώ ότι ο διάλογος αποτελεί το μοναδικό μέσο για την επίλυση των υπαρκτών διαφορών με την Τουρκία, αρκεί να τηρηθούν εκείνες οι συνθήκες που να πείθουν ότι η όποια συμφωνία προκύψει θα υπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα και θα εδραιώνει την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κρατών. Και οπωσδήποτε οφείλει η κυβέρνηση και όλοι οι πολιτικοί μας να έχουν υπόψη τους ότι ένας αληθινός διάλογος είναι δύσκολος, γιατί η Τουρκία είναι χώρα επεκτατική, έχει αυταρχικό καθεστώς και εμμονή στην παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας.
Γι’ αυτό και εκτιμώ πως ένα από τα ζητήματα του διαλόγου θα πρέπει να είναι τα προβλήματα της ομογένειας στην Πόλη. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι Τούρκοι έχουν σχεδόν εξαφανίσει τον ελληνισμό σε βαθμό που είναι βέβαιη η εξάλειψή του από την πατρώα γη τους. Τούτο αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι ύστερα από την Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών από τις 250.000 ομοεθνείς έχουν μείνει σήμερα στην Πόλη με δυσκολία τρεις χιλιάδες. Ας μετρήσουμε και τους Μουσουλμάνους της Θράκης και οι διαπιστώσεις θα είναι δραματικές για την Ελλάδα.
Σ’ αυτά τα δεδομένα υπάρχουν δύο ζητήματα τα οποία οφείλουν τόσο οι ομογενείς μας όσο και οι ελληνικές κυβερνήσεις να φροντίζουν με μεγάλη προσοχή αν θέλουμε να έχει μέλλον η ομογένεια. Αναφέρομαι στα σχολεία και στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Τουρκία στη λειτουργία των μειονοτικών σχολείων ασκεί ασφυκτικό έλεγχο ώστε η διοίκησή τους και το περιεχόμενο των σπουδών να αποτρέπουν τους ομοεθνείς μας να στείλουν τα παιδιά τους σ’ αυτά και να προτιμούν ξένα Κολέγια. Ένας Έλληνας μαθητής για να φοιτήσει σε μειονοτικό σχολείο υποχρεούται να πάρει τουρκική υπηκοότητα με ό,τι αυτό προδικάζει για το μέλλον του είτε σε ανώτερες σπουδές είτε στο εργασιακό του πεδίο.
Οι Τούρκοι ως τώρα εμποδίζουν τη λειτουργία της Σχολής της Χάλκης. Φαίνεται να υποχωρεί σήμερα ο Ερντογάν, αλλά σχεδιάζει η Ανώτερη Θεολογική Σχολή να υπάγεται απευθείας στο Υπ. Παιδείας και όχι στο Πατριαρχείο, οπότε είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στους στόχους του Πατριαρχείου και γενικότερα του ελληνισμού.
Μήπως και η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν βρίσκεται σε καθεστώς υποταγής, όταν ούτε ο θεσμός του πατριάρχη αναγνωρίζεται, αφού για τους Τούρκους δεν θεωρείται αρχηγός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά απλώς ένας δεσπότης, υπάλληλος της Νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης! Όσες εκκλησίες απόμειναν έχουν εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου ή μετατρέπονται σε τζαμιά. Ενδεικτικά υπενθυμίζω ότι στο Πέρα υπάρχει ο ιστορικός ναός της Αγίας Τριάδος. Μέχρι πρόσφατα βρισκόταν σ’ έναν χώρο καταπράσινο και ορατό από όλα τα σημεία της Πόλης. Όμως ο Ερντογάν έδωσε εντολή και χτίστηκε δίπλα της το μεγαλύτερο τζαμί με αποτέλεσμα να σκεπαστεί κυριολεκτικά ο Ορθόδοξος Ναός και δύσκολα γίνεται επισκέψιμος.
Ευτυχώς οι λίγοι εναπομείναντες Έλληνες με γνήσιο πατριωτικό φρόνημα και με κάθε μέσο προσπαθούν να διατηρήσουν και τα σχολεία και τις εκκλησίες. Αρωγοί τους από την Ελλάδα ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της ομογένειας και προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια. Πρόκειται για μια στάση πατριωτική με ιστορικές καταβολές που χαρακτηρίζει τους Έλληνες, όταν ένα τμήμα της φυλής δοκιμάζεται σε ξένη χώρα.
Εκτιμώ πως το ελληνικό κράτος μπορεί και πρέπει να δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον για τον ελληνισμό της Πόλης και με κάθε τρόπο να βοηθάει ώστε και τα σχολεία και η Ορθοδοξία να εκπληρώνουν την εθνική τους αποστολή. Γι’ αυτό είναι σήμερα η ευκαιρία που διευρύνεται ο ελληνοτουρκικός διάλογος, το ελληνικό κράτος να επιβάλει τους αναγκαίους όρους για τον σεβασμό εκ μέρους της Τουρκίας των βασικών δικαιωμάτων των ομοεθνών μας. Και πάντα να έχουμε στο νου μας ότι η Ελλάδα ύστερα από την Μικρασιατική Καταστροφή (1922) αναπνέει με τον ένα πνεύμονά της.