Προσκήνιο-Παρασκήνιο

on .

ΕΝΑΣ 10ΧΡΟΝΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ!..

Εκείνον τον Σεπτέμβρη η αγωνία του 10χρονου χωριατόπαιδου είχε… ανέβει στα κεραμίδια. Θα έφευγε για πρώτη φορά μακριά από το χωριό για τα Γιάννινα, όπου θα έμενε οριστικά και τις νύχτες(!) μπαίνοντας στο μεγάλο σχολειό την Ζωσιμαία όπου είχε πετύχει, στην πρώτη τάξη του Οχταταξίου Γυμνασίου!

Θα έμενε στην θεία του, την αδελφή του πατέρα του, στο σπίτι της οποίας μεταξύ των άλλων νοίκιαζε το καλό δωμάτιο και ο Λοχαγός Τσίρης Βασίλειος αν δεν απατώμαι, πως λέγονταν.

Έφτασε τ’ αϊ Δημητριού και τα πράγματα ομαλοποιούνταν, ακόμα και το υποχρεωτικό καπέλο με την κορώνα της Ζωσιμαίας είχε αγοραστεί. Ο… Γίγας Γυμνασιάρχης Χρίστος Σούλης περίμενε με τους Καθηγητές στο κεφαλόσκαλο για την πρωινή προσευχή που συνοδεύονταν από την μουσική της… μπάντας με τα τρία βιολιά του Αποστολίδη, του Βράσκου και του Κωστόπουλου υπό τις οδηγίες του Βουτετσιάνου.

Στις 27 του Οκτώβρη την νύχτα υπήρχε μεγάλη φασαρία στην πόλη με στρατιωτικά αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται στους δρόμους, ενώ στο σπίτι ο λοχαγός μας μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε, αφήνοντας στο δωμάτιο ένα μπαούλο με την επίσημη στολή του, το ξίφος του και ορισμένα πολιτικά κοστούμια. Περίεργο!

Δεν πρόλαβε καλά – καλά να φέξει και οι σειρήνες άρχισαν να ηχούν δαιμονιωδώς κάνοντας δοκιμές για την «έναρξη» και τη «λήξη». Στο σχολείο ο 10χρονος κοκάλωσε. Ο Γυμνασιάρχης με τους καθηγητές βρίσκονταν όλοι μαζεμένοι στην εξώπορτα και πολλών από αυτούς τα μάτια ήταν κατακόκκινα από το κλάμα!

«Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην όμορφη πατρίδα μας και τα σχολεία θα κλείσουν. Φύγετε τώρα για τα σπίτια σας και όσοι είστε από χωριά να φύγετε αμέσως για τα χωριά σας. Οι δικοί σας θα σας πουν πότε θα ανοίξουν και πάλι τα σχολεία».

Ήταν η 28η Οκτωβρίου 1940 και ακούστηκε στους μαθητές αυτή η ξερή ανακοίνωση και οι 10χρονοι πιτσιρίκοι δεν ήξεραν καλά – καλά να εξηγήσουν, τι έλεγαν αυτά τα λόγια, που τους είπαν οι καθηγητές τους. Ο 10χρονος δεν περίμενε τους δικούς του και υπό τους συνεχιζόμενους… βραχνούς συριγμούς των σειρήνων έφυγε με άλλους μαθητές των σχολείων της πόλης πεζοπορώντας για την Κοσμηρά (2,5 – 3 ώρες) με ανάμεικτα, όχι ξεκάθαρα, αισθήματα. Εκεί βρήκανε τους χωριανούς τους ξεσηκωμένους και προβληματισμένους. Οι πιο νέοι έφευγαν για τον πόλεμο και μεταξύ αυτών κυρίως οικογενειάρχες με μικρά παιδιά.

Από τις επόμενες μέρες, τα Ελληνικά διπλάνα έφευγαν πρωί από το «μυστικό» αεροδρόμιο της Κατσικάς και ύστερα από κάποιες ώρες γυρνούσαν ένα – ένα και προσγειώνονταν, ενώ τα μετράγανε αν επέστρεφαν όλα οι πιτσιρίκοι. Και κάθε φορά… να και το τελευταίο!

Αντίθετα τα Ιταλικά έρχονταν σε σμήνη τριάδων και έριχναν τις τρομερές βόμβες τους σε μεγάλα κτίρια της πόλης, μεταξύ των οποίων και εκ των πρώτων το σχολείο του 10χρονου. Δεν κατέβαιναν χαμηλά, επειδή κάποια παλληκάρια από το αντιαεροπορικό της «Κιάφας» έκαναν πολύ καλά την δουλειά τους και πολλά από τις τριάδες χτυπιώνταν και ανατινάζονταν στον αέρα μαζί με τις μπόμπες τους, αν δεν είχαν προλάβει να τις αδειάσουν στην… λίμνη!

Το βράδυ τα κανόνια ακούονταν με λάμψεις προς την πλευρά των Γραμμενοχωρίων, της Κληματιάς και του Καλπακίου, ενώ από το μέτωπο δεν υπήρχαν νέα για τους Κοσμηριώτες μαχητές, αξιωματικούς και φαντάρους. Ύστερα όμως… κάθε βράδυ και πιο μακριά τα κανόνια και οι λάμψεις!

Κι άξαφνα ύστερα από λίγες μέρες δεν ακούονταν τίποτε. Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά και χτυπάει η καμπάνα δαιμονισμένα! Ο Στρατός μας μπήκε στην Κορυτσά και ύστερα στο Αργυρόκαστρο και οι μεγάλοι παραληρούσαν από χαρά. Ο δεκάχρονος χαίρονταν κι αυτός, αλλά δεν καταλάβαινε το γιατί, επειδή ούτε την Κορυτσά ήξερε ούτε το Αργυρόκαστρο και ούτε ακόμα και το… Καλπάκι για το οποίο συζήταγαν τόσο πολύ οι μεγάλοι.

Εκείνος μόνο κατάλαβε να μεγαλώνει μέσα σε τόσο λίγες μέρες. Η ζωή του από δω και πέρα τον ήθελε μεγαλύτερο για να καταλαβαίνει περισσότερα και καλύτερα. Όπως και έγινε.

Τιμή και Δόξα σ’ εκείνες τις Μεγάλες στιγμές, ώρες και μέρες. Αλλά τιμή και δόξα στα παλληκάρια που πολέμησαν κι όσα δεν γύρισαν, όπως ο νοικιαστής λοχαγός Τσίρης!

Για την αντιγραφή

Γι-Πας