Άγνωστες Σελίδες από τον πόλεμο του ‘40 στο Πωγώνι

on .

Ο πρώτος αντιστασιακός πολίτης

Ένα περιστατικό της πρώτης μέρας του πολέμου στο χωριό Δρυμάδες της μεθορίου, είναι η περίπτωση του Δρυμαδιώτη κάτοικου Σπύρο Ζήση Οικονόμου, που βγήκε αυτόκλητος υπερασπιστής της πατρίδας, και είναι χαρακτηριστικό του πνεύματος και του φρονήματος που επικρατούσε στην περιοχή. Μόλις ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, και είχαν ξυπνήσει όλοι στο σπίτι, ο Σπύρος Ζήση Οικονόμου πήρε ένα δοχείο να πάει στη βρύση για νερό. Είπε στο γιό του Γρηγόρη:

«Κλείσε την πόρτα και άμα ακούσεις τη φωνή

 μου ν’ άρθεις να πάρεις το νερό».

Έφερε το νερό, κλείδωσαν από μέσα την πόρτα και ο Σπύρος γύρισε στη βρύση. Εκεί βρήκε έναν στρατιώτη Κερκυραίο. Είχε ένα μουλάρι φορτωμένο με το τηλέφωνο του φυλακίου, κάτι άλλα πράγματα και ένα όπλο περίσσευμα. Το φυλάκιο είχε αρχίσει τη σύμπτυξη. Ζήτησε και πήρε το περισσευούμενο όπλο και τις σφαίρες. Ανέβηκε στο σπίτι του Θέμου και από το τζάκι άρχισε να ρίχνει στους Ιταλούς. Επειδή δεν είχε καλή ορατότητα, πήγε στο Νεκροταφείο κι ακροβολίστηκε στον περιμετρικό τοίχο. Από εκεί έβλεπε καλύτερα στ' αλώνια του φυλακίου όπου φαίνονταν πλέον οι Ιταλοί πεζοί και καβαλάρηδες. Άρχισε να πυροβολεί. Τους είπαν αργότερα, ότι από τους πυροβολισμούς χτυπήθηκαν δύο Ιταλοί καβαλάρηδες, που μάλλον ήταν αξιωματικοί, και τραυμάτισε πολλούς. Εκεί, τον επισήμαναν οι Ιταλοί και του έριχναν με ριπές. Από αυτές χτυπήθηκαν οι πέτρες του τοίχου, έπεσαν και τον τραυμάτισαν στο πρόσωπο. Με αίματα στο πρόσωπο έφυγε από το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, πέταξε το όπλο σε έναν λάκκο και προσπάθησε να απομακρυνθεί. Αλλά τον είχαν ήδη κυκλώσει οι Ιταλοί και τον συνέλαβαν. Τον έστειλαν στη Σωπική κρατούμενο και αργότερα στην Ιταλία μαζί με ομήρους και αιχμαλώτους.

Ο Σπύρος Ζήση Οικονόμου από τις Δρυμάδες, είναι ίσως ο πρώτος Έλληνας πολίτης που αντιστάθηκε στους Ιταλούς, τις πρώτες ώρες του πολέμου, εθελοντικά, αυθόρμητα και γενναία. Ήταν ακόμη και ο πρώτος πολίτης που συνελήφθη τις πρώτες ώρες και οδηγήθηκε στην ομηρία. 

* * * 

Στο σταθμό Αεράμυνας Κακολακίου

Ο Βασίλειος Κιτσώνας από τον Παλαιόπυργο Πωγωνίου, που ήταν επικεφαλής της ομάδας στο Σταθμό παρατήρησης Αεράμυνας στον Κακόλακκο, άφησε τη μαρτυρία του για την πρώτη μέρα του Πολέμου που έχει το δικό της ενδιαφέρον.

«Η κήρυξη του πολέμου ασφαλώς είναι γνωστή. Κατά τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου στην περιοχή μας εισέβαλαν οι Ιταλοί από το φυλάκιο Δρυμάδων, χρησιμοποιώντας όλα τα πυρά τους, ιδίως τους όλμους και τα πυροβόλα. Ο Λόχος Παπακώστα κράτησε αντίσταση μέχρι το μεσημέρι, η δε διμοιρία Μερόπης έσπευσε εις βοήθειαν του φυλακίου Δρυμάδων. Ο Σταθμός της Αεραμύνης έδιδε ακαταπαύστως πληροφορίες τηλεφωνικώς εις την 8η Μεραρχίαν περί της θέσεως των τμημάτων προκαλύψεως. Αφού τα τμήματά της υποχώρησαν και οι Ιταλοί κατά την μεσημβρίαν περίπου έφθασαν στις παρυφές Κακολάκκου, οπότε και ημείς εγκαταλείψαμε τον Σταθμό μας, αποσυνδέσαντες το τηλέφωνο το οποίον παραδώσαμε εις τον πρόεδρον Κακολάκκου Φώτιον Πάντον το οποίον ήτο της Κοινότητας Κακόλακκου. Εν συνεχεία επήγαμεν εις το τηλεφωνικό κέντρο της διμοιρίας Μερόπης και συνεχίσαμε να δίδουμε τις πληροφορίες στη Μεραρχία καθώς και την κίνηση των Ιταλικών Αεροπλάνων όπου ήτο και η υπηρεσία μας. Μετά την υποχώρηση των τμημάτων και από την Μερόπην αποσυνδέσαμε και το τηλέφωνον της διμοιρίας Μερόπης και το παραδώσαμεν προς φύλαξιν εις ορισμένους Μεροπαίους, συγκεκριμένα εις τον Αχιλλέα Χαρίσην και ορισμένους άλλους και οπισθοχωρήσαμε και μείς και ετέθημεν εις την διάθεσιν του Λόχου Αεραμύνης Ιωαννίνων. Την επομένην ο Λόχος Αεραμύνης Ιωαννίνων μας απέστειλε εις τον Σταθμόν Αεραμύνης Λιγοψάς, παραπλεύρως της Ζίτσης».

Οι Λαμιώτες στρατιώτες του 42 Συντάγματος Ευζώνων στα Χτίσματα

Στη διάταξη και διασπορά των στρατιωτών στην μεθοριακή αμυντική οργάνωση εντάχθηκε και μία διμοιρία από το 42 Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας, το οποίο έφθασε τους τελευταίους μήνες στην μεθοριακή γραμμή και τοποθετήθηκε σε θέση δίπλα στο χωριό Κτίσματα με επι κεφαλής τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Χρυσόστομο Κατσουράκη.

Ο έφεδρος αξιωματικός Χρυσόστομος Κουτσουράκης, σε όσα γράφει στο ημερολόγιό του και στη περιγραφή των πρώτων ωρών της πρώτης μέρας του πολέμου, γράφει ότι οι κάτοικοι των Κτισμάτων: «ολολύζοντες έφευγαν απ' το χωριό ενώ οι οβίδες έσκαζαν πλάϊ τους, ματαίως». Αυτό είναι ένα ακόμη δραματικό γεγονός για τους κατοίκους και μια δοκιμασία που υπέστησαν από τις πρώτες ώρες του πολέμου. Ο παπα- Χρήστος Μάτσιας από τα Κτίσματα, 19 ετών τότε, πολίτης, κατέγραψε αυτό το γεγονός και άφησε την ιστορική μαρτυρία του.

«Ξύπνησα με την ανατίναξη της γέφυρας Γκόλα. Σε λίγο άρχισαν να ρίχνουν τα δικά μας πολυβόλα από τη ράχη «Πορδαλιά» προς την παλιά Κατούνα όπου είχαν εμφανισθεί τμήματα του Ιταλικού στρατού. Ο πόλεμος είχε αρχίσει. Τον περιμέναμε. Πολλές μέρες νωρίτερα βλέπαμε τις προετοιμασίες των Ιταλών και των δικών μας.

Αμέσως φορτώσαμε τον γάιδαρο με αλεύρι, σκεπάσματα και ό,τι άλλο ήταν άμεσα χρήσιμο και πήγαμε στα «Λακώματα». Στο δρόμο πεθανε από συγκοπή καρδιάς η Κατερίνα Τσιάβου 71 ετών. Στα Λακώματα, που είναι ανάμεσα από Περιστέρι και Βάλτιστα (σήμερα Χαραυγή) φθάσαμε μετά από 20-25 λεπτά. Εκεί μαζεύτηκε όλο σχεδόν το χωριό. Και ακούγαμε τις εκρήξεις των οβίδων και τις ριπές των όπλων. Μαζί μας κι ο δάσκαλος Παύλος Μπέλλος από την Αρτσίστα (Αρίστη) Ζαγορίου. Επειδή φώναζαν τα μικρά παιδιά έλεγε στις μανάδες ν' αρμέξουν τις γαϊδούρες για να τα ταΐσουν για να λαρώσουν. Μια μάνα άρμεξε τη γαϊδούρα μέσα στο τσαρούχι και έδωσε το γάλα στο μωρό της. Εκεί στα «Λακώματα» περάσαμε την πρώτη μέρα του πολέμου με την αγωνία και το φόβο. Την άλλη μέρα ξεθαρρέψαμε. Μερικοί πήγαμε στη Στρατίνιστα, στα πουρνάρια, και μετά πήγαμε στο χωριό και ζητήσαμε βοήθεια. Μαζέψαμε μπομπότα και λίγα τρόφιμα. Στα «Λακώματα» μείναμε 3-4 μέρες, μας ειδοποίησαν: «ελάτε επάνω δεν πειράζουν κανέναν οι Ιταλοί». Μετά γυρίσαμε στο χωριό. Στο χωριό οι Ιταλοί είχαν δεμένα τα μουλάρια στις μουριές. Κατασκήνωσαν στο απομονωμένο Δέντρο Κτισμάτων στο λάκκο του Μουράτη που είναι κοντά στη βρύση έστησαν καζάνι και ζητούσαν κότες με ανταλλαγή φαγητού. Εγκαταστάθηκαν αξιωματικοί στο σπίτι του Θανάση Σωπικιώτη, στον όροφο, το μαγαζί του που ήταν στο ισόγειο το είχαν αδειάσει όπως και το μαγαζί του Σταύρου Καλούδη. Στα μικρά παιδιά έδιναν τρόφιμα και γλυκά για να τους δώσουν αβγά. Τις κότες τις αντάλλαζαν με φαγητό και αλεύρι».

Ο παπα Χρήστος Μάτσιας επιβεβαιώνει όσα γράφει ο έφεδρος αξιωματικός Χρυσόστομος Κουτσουράκης για τις οβίδες που έπεφταν στο χωριό, για το τμήμα των Ιταλών που φάνηκε από την Κατούνα και για τα πολυβόλα που έβαλαν από τις «Πορδαλιές», που είναι η τοπική ονομασία του υψώματος 597,01 όπου ήταν στρατοπεδευμένη η διμοιρία του Κουτσουράκη. Δίνει μάλιστα και το ακριβές όνομα του δάσκαλου Παύλου Μπέλλου που τον αναφέρει και ο Κουτσουράκης. Οι διασταυρώσεις αυτές δίνουν την πραγματική εικόνα των γεγονότων που επιβεβαιώνουν έτσι τις μαρτυρίες που καταγράψαμε

Στον Άγιο Αθανάσιο Δελβινακίου

Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία, για τη Διοίκηση του Τάγματος Δελβινακίου μας έδωσε ο Βασίλειος Χρήστου καταγόμενος από την Κάτω Μερόπη Πωγωνίου, για την πρώτη μέρα του πολέμου. Ο Βασίλειος Χρήστου υπηρετούσε και αυτός στο Ανεξάρτητο Τάγμα Δελβινακίου, τραυματίστηκε αργότερα στο Λάμποβο Βορείου Ηπείρου.

«Υπηρετούσα στο Ανεξάρτητο Τάγμα Δελβινακίου, ως γραφέας στη Διοίκηση του Τάγματος. Βρισκόμασταν στο Χάνι Δελβινάκι. Διοικητής ο αείμνηστος Τζανής Αλεβιζάτος. Θυμάμαι τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Σπ. Παγούνη, τον επιλοχία Θεμ. Βαβουράκη, τον τηλεφωνητή Νούλη, τον Νικ. Δημητριάδη. Την παραμονή 28ης Οκτωβρίου ήταν μια ήσυχη μέρα. Το ίδιο και η νύχτα. Το πρωϊ όμως ξυπνήσαμε βαθιά χαράματα. Με την έκρηξη από την ανατίναξη της γέφυρας του Γκόλα δόθηκε εντολή να φύγουμε από τον καταυλισμό και να πάμε στο χώρο διασποράς. Ήταν ο χώρος γύρω από το εικόνισμα του Αγίου Αθανασίου στη μεγάλη στροφή στο δρόμο του Δελβινακίου. Εκεί συνδεθήκαμε αμέσως τηλεφωνικά με όλες τις μονάδες του Τάγματος με γραμμές που ήταν έτοιμες από πριν. Εκεί ήταν καθορισμένο και που θα εγκατασταθεί ο καθένας. Η θέση ήταν και παρατηρητήριο για όλη την περιοχή. Από εκεί βλέπαμε τους κανονιοβολισμούς προς Σκίπη και Ποντικάτες, Μπούνα και τα αεροπλάνα που βομβάρδισαν κοντά στο Χάνι Δελβινάκι. Ο Διοικητής είχε συνεχή επικοινωνία με τους Λόχους και μόλις άρχισε η σύμπτυξη με αγγελιοφόρους. Καθίσαμε εκεί μέχρι το απόγευμα αργά που συμπτύχθηκαν οι Λόχοι. Τότε αρχίσαμε και μεις την σύμπτυξη. Μπήκα στο Δελβινάκι και εκεί ενημέρωσα τους κατοίκους για την κατάσταση και για τη σύμπτυξη του Στρατού.

Όσο βρισκόμασταν στον Άγιο Αθανάσιο πέρασαν αρκετά γυναικόπαιδα στη διάρκεια της ημέρας που έφευγαν προς Γιάννενα. Μάλιστα θυμάμαι πως πέρασε και το αυτοκίνητο του Τσέλιου.

Από το Δελβινάκι κινηθήκαμε προς Λέπενο, Βήσσανη, Ραβένια, πηγές Καλαμά, Καλπάκι και στρατοπεδεύσαμε στις Νεγράδες».

Το δίλημμα του στρατιώτη

Ο Σωκράτης Γκιώκας, στρατιώτης σε κάποια μονάδα από αυτές που ήταν στις γύρω περιοχές, σέρνοντας το φορτωμένο μουλάρι ακολουθεί την πορεία σύμπτυξης. Πέρασε και από το χωριό του, το Δελβινάκι. Σταμάτησε στην κάτω βρύση να γεμίσει το παγούρι του, να ξεδιψάσει και να ποτίσει το μουλάρι. Τα τμήματα προκαλύψεως συμπτύσσονται σύμφωνα με τις διαταγές. Ο Δελβινακιώτης στρατιώτης εκεί στις ανάκατες σκέψεις τις ώρες αυτές, σκέφτηκε να περάσει από το σπίτι του να χαιρετίσει τους δικούς τους. Αλλά αμέσως το ξανασκέφτηκε γιατί θα αντιμετώπιζε την απαίτηση των γυναικών να μείνει στο σπίτι. Όμως το δίλημμα ήταν μεγάλο. Να ακολουθήσει το δρόμο του καθήκοντος ή να μείνει στο χωριό; Η απόφασή του τελικά έκλινε στο δρόμο του καθήκοντος. Έτσι έσφιξε την καρδιά του και ακολούθησε την πορεία της μονάδας του χωρίς να πάει στο σπίτι του, ούτε για έναν αποχαιρετισμό και μια ευχή των δικών του. Μέσα του τον βασάνιζε η αγωνία και ο φόβος για την άλλη μέρα που οι δικοί του έμεναν μόνοι και απροστάτευτοι. Και αντίστοιχα οι δικοί του αγωνιούσαν για την τύχη του σε έναν πόλεμο που ήταν πιθανά όλα τα ενδεχόμενα για τη ζωή του.

Έκρυψε τον τραυματία

Στο Δελβινάκι ζούσε ένας, ονόματι Φάκος, άνθρωπος απλός του καθημερινού μόχθου, μεροκαματιάρης με πολυμελή οικογένεια. Όταν μπήκαν οι Ιταλοί στο Δελβινάκι την πρώτη μέρα του πολέμου, πήγε κατά το δάσος απ' όπου υποχώρησαν οι στρατιώτες μας και από όπου πέρασαν οι Ιταλοί, ψάχνοντας για κάτι χρήσιμο από αυτά που πέταξαν ή εγκατέλειψαν στο πέρασμά τους. Εκεί κάπου άκουσε κάποια φωνή ασθενική. Ψάχνοντας μέσα στα κλαδιά του δάσους βρήκε έναν τραυματία Έλληνα στρατιώτη. Του μίλησε και σκέφτονταν τι θα κάνει. Καθώς σουρούπωνε δεν δίστασε να τον πάρει στην πλάτη του και να τον μεταφέρει κρυφά στο χωριό μέσα στο σκοτάδι, και με κίνδυνο για τον ίδιο και την οικογένεια του, να τον πάει στο σπίτι του. Στο Δελβινάκι είχαν ήδη εγκατασταθεί πολλοί Ιταλοί, καθώς και η Διοίκηση της ΦΕΡΑΡΑ, και Αστυνομία. Αφού επέβαλε αυστηρή σιωπή στη γυναίκα του και στα παιδιά του, ξεκίνησε και πήγε στον γιατρό του χωριού Χρήστο Βάσιο και του είπε το μυστικό του, παρακαλώντας τον να πάει σπίτι να τον δει και να περιποιηθεί τα τραύματά του. Ο γιατρός δεν του αρνήθηκε αλλά του είπε να είναι προσεκτικός. Πήγε στο σπίτι του Φάκου πολύ προσεκτικά, νυχτιάτικα, είδε τον τραυματία στρατιώτη του πρόσφερε τη βοήθεια και τις υπηρεσίες, και είπε στον Φάκο, να πηγαίνει στο σπίτι του γιατρού κάθε μέρα να παίρνει φαγητό, και ο ίδιος θα βρίσκει ευκαιρία να επισκέπτεται τον τραυματία. Συγχρόνως του επέστησε την προσοχή μήπως κανένα από τα παιδιά του αποκαλύψει το μυστικό. Ο Φάκος του απάντησε. «Θα τα σφάξω αν τους ξεφύγει κάτι»!

Ο τραυματίας στρατιώτης έμεινε εκεί στο σπίτι του Φάκου κρυμμένος όλες τις μέρες που ήταν οι Ιταλοί, μέχρις ότου ήρθαν οι Έλληνες στρατιώτες κατά την προέλαση του Στρατού. Ο ταπεινός και φτωχός Φάκος έκανε το δικό του χρέος, με τον δικό του τρόπο, διακινδυνεύοντας ο ίδιος και η οικογένειά του.

Η Πρώτη Κατοχή

Με την αποχώρηση και των τελευταίων στρατιωτών των τμημάτων προκαλύψεως του Τομέα Δελβινακίου, τα χωριά του Πωγωνίου βρίσκονται υπό Ιταλική Κατοχή. Οι κάτοικοι των χωριών παίρνουν πρώτοι αυτοί μια πρώτη γεύση της ξενικής κατοχής, με τον πόνο και την πικρή γεύση της αναχώρησης των δικών τους στρατιωτών που συγκροτούσαν τη δύναμη του Ανεξάρτητου Τάγματος Δελβινακίου, του δικού τους Τάγματος, που ήταν ο φύλακάς τους.

Έντονα είναι τα συναισθήματα που τους κατέχουν από αυτήν την εγκατάλειψη, αλλά και η αγωνία και η ανησυχία για την τύχη τους και την ίδια την ύπαρξή τους. Πολλές οικογένειες δεν είδαν τους δικούς τους στρατιώτες τις τελευταίες μέρες και έμειναν με το παράπονο ότι δεν αντάλλαξαν δυο λόγια αποχαιρετισμού αλλά και μια δόση προσδοκίας επανόδου. Το βουβό κλάμα και το δάκρυ έμειναν οι σύντροφοι της αποχώρησης των στρατιωτών.

Η Ελένη Δέρμου από τις Ποντικάτες μου έλεγε: «έφυγαν νύχτα, δεν τους είδαμε, δεν γνωρίζαμε τι γίνονται οι στρατιώτες μας. Ζουν, σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν;»

Αλλά και για τους Πωγωνήσιους στρατιώτες τα συναισθήματα ήταν ανάλογα καθώς έφευγαν αφήνοντας πίσω, εστίες αναμμένες, οικογένειες, παιδιά, αδέλφια και ηλικιωμένους, και την ανησυχία για την τύχη τους. Ένα στίγμα αυτής της τόσο βαριά φορτισμένης συναισθηματικά ατμόσφαιρας του αποχωρισμού μας έδωσε ο λοχίας Ελευθέριος Θάνος περιγράφοντας τη στιγμή που αποχαιρετά τους δικούς τους στο σπίτι του στη Μερόπη, όταν γράφει: «Η σκηνή που διεδραματίσθη μεταξύ εμού και του πατρός μου είναι δραματική και απερίγραπτος. Με δάκρυα και πολλά κλάματα αποχωρίζομαι του πατρός μου, της μητρός μου και των αδελφών μου».

Το καθήκον όμως, και μετά από συναισθηματικές ταλαντεύσεις, οδηγεί τα βήματά του στην πορεία της σύμπτυξης να βρει το Λόχο του που πορεύεται μέσα στα ρουμάνια προς το Καλπάκι, τη νέα θέση που καθορίζουν τα σχέδια και οι διαταγές. Ασφαλώς σε αυτή την πορεία συνεχώς ο λοχίας θα σκέπτεται τους δικούς του που άφησε πίσω του μόνους και απροστάτευτους. Και δεν θα είναι κανείς μακριά από τα γεγονότα αν φανταστεί σε μια υπερβατική επικοινωνία, τη μάνα του, που τον σκέπτεται να βρίσκεται μέσα στο γεγονός του πολέμου, να ζητάει κάτω από το εικονοστάσι ή στην θαυματουργό εικόνα της Παναγιάς του χωριού της, και να παρακαλάει την Παναγιά να τον προστατεύει. Εδώ ακούγεται, στην κρίσιμη ώρα του πολέμου που μόλις άρχισε, εκείνο που σε λίγο θα τραγουδιέται από την αξέχαστη Βέμπο και όλες τις Ελληνίδες:

«Παιδιά της Ελλάδος παιδιά

στη γλυκειά Παναγιά προσευχόμαστε όλες

να γυρίσετε με της δόξας τα κλαδιά».

Ένα ανάλογο και πραγματικό στιγμιότυπο κατέγραψε και διηγήθηκε ο Βασιλικιώτης καθηγητής Πανεπιστημίου Θρασύβουλος Μπέλλας για τη γιαγιά εκείνη του Βασιλικού Πωγωνίου που ξεπροβοδίζοντας μαζί με άλλες γυναίκες, τους χωριανούς τους που έφευγαν με ένα φορτηγό για να καταταγούν τις πρώτες ώρες του πολέμου, έκανε το σταυρό της και μονολογούσε

«Παναγιά μου, βόηθα τα παιδιά

Να κάνει καλό καιρό

Να πολεμήσουν».

Σε ποια παράδοση, σε ποιες σελίδες της ιστορίας να ανατρέξει κανείς για να βρει την πηγή και το μεγαλείο αυτών των λόγων που βγαίνουν από τα χείλη της γιαγιάς! Εκείνο το βροχερό πρωινό, η γιαγιά του Βασιλικού τραγουδούσε με το δικό της τρόπο τα λόγια της Βέμπο:

«Παιδιά της Ελλάδος παιδιά

Στη γλυκειά Παναγιά προσευχόμαστε όλες!»

Αλλά ας θυμηθούμε και τον άλλο λοχία, τον Ιωάννη Βοζιάρη από το χωριό Ποντικάτες, που συμπτύσσεται βιαστικά στο δάσος του Γκουβεριού και βλέποντας την οικογένειά του, τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, βρίσκει το κουράγιο να τους απευθύνει από μακριά ένα πονεμένο αντίο:

«Να προσέχετε, και καλή αντάμωση»!

Στιγμές αποχωρισμού που συγκλονίζουν την ανθρώπινη ψυχή, και δίνουν μια μοναδική, μια άλλη εικόνα του πολέμου, στις πρώτες ώρες και πέραν από τα πολεμικά γεγονότα και τους θριάμβους ή τις ατυχίες του πολέμου, τα πολεμικά ανακοινωθέντα και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Αποτελούν ένα άλλο σκηνικό, ένα άλλο σενάριο, που γράφτηκε και εξελίχθηκε στα ακριτικά χωριά του Πωγωνίου, πίσω από τις «Ημερήσιες Διαταγές» και τα «Επιτελικά Σχέδια» επιχειρήσεων.

Ένα μεγαλείο ψυχής, που συναρπάζει και συγκλονίζει. Τώρα, με την απόσταση του χρόνου από τα γεγονότα και τον τόπο, αντιλαμβανόμαστε πόσο δόνησαν τις ψυχές των ανθρώπων των ακριτικών χωριών, αυτές οι μικρές αλλά ισχυρές συγκινησιακές συναισθηματικές στιγμές και φορτίσεις. Και εδώ να προσθέσουμε πως για πολλούς, μερικά ακραία αρνητικά συναισθήματα θα επαληθευτούν σε λίγες μέρες, όταν στις επιθετικές επιχειρήσεις των επόμενων ημερών, μερικοί από αυτούς δεν θα ξαναδούν το χωριό τους και τους δικούς τους. Είναι πολλές αυτές οι παράπλευρες ιστορίες του πολέμου του 1940 που άρχισε εκεί και έμειναν στην τοπική παράδοση του Πωγωνίου σαν μία άλλη μορφή πολιτιστικής κληρονομιάς. Ένα Πωγωνήσιο μοιρολόγι. Καθώς έρχεται το δειλινό της πρώτης μέρας, και σουρουπώνει, μαζί με το σκοτάδι της πρώτης βραδιάς της 28ης Οκτωβρίου 1940, αρχίζει για το Πωγώνι και το σκοτάδι της «Πρώτης Κατοχής», της «Μικρής Κατοχής», για τους κατοίκους των χωριών που έμειναν μόνοι και ξεκομμένοι από τον εθνικό κορμό.

Η βραδιά αυτή, νύχτα αγρύπνιας και φόβου, αλλά και προσευχής, πίσω από τα κλειστά παράθυρα, χωρίς φως και ελπίδα, με κλειδαμπαρωμένες τις πόρτες, οι σκέψεις ταξιδεύουν σε αόρατο μέλλον, σε απελπιστικές προβλέψεις και χωρίς μια άμεση προσδοκία. Το «καλή αντάμωση» των στρατιωτών τους που έφυγαν, γίνεται ένα μικρό φωτεινό κανδηλάκι ελπίδας, που καίει στο κόνισμα του σπιτιού και στις καρδιές των ανθρώπων.

Αυτή η «Πρώτη Κατοχή» έχει το δικό της «Χρονικό» με διάφορα άλλα δραματικά γεγονότα, αλλά και εικόνες άφθαστου μεγαλείου και θριάμβου, όταν οι κάτοικοι θα υποδεχθούν ως απελευθερωτές με τις καμπάνες των εκκλησιών να κτυπούν χαρμόσυνα και τις κοπέλες και γυναίκες να υποδέχονται τους Έλληνες στρατιώτες με βάγια και κεράσματα και εκείνοι να συνεχίζουν προελαύνοντας και εκδιώκοντας τους εισβολείς.

Μερικές από αυτές τις καταγράψαμε σαν μαρτυρίες και γραφές για τούτη την έκδοση μνήμης και μνημοσύνης.

Κώστας Κωστούλας