Αδιάσπαστη η συνοχή των Ηπειρωτών..

on .

 Διαχωριστικό όριο μεταξύ Ηπείρου και Αλβανίας, ιστορικά, αποτελεί ο Γενούσος (Σκούμπι) ποταμός. Η περιοχή από τον Γενούσο μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο συγκροτούσε την αδιάσπαστη ενότητα του Ηπειρωτικού χώρου. Οι Αλβανοί (Ιλλυρικό κατάλοιπο) κατοικούσαν και κάτω από τον Γενούσο ποταμό μέχρι τον Ωρικό και τον κόλπο της Αυλώνας. Με το χρόνο δέχτηκαν την ελληνική επίδραση και σε μεγάλο βαθμό διαφοροποιήθηκαν εθνολογικά, ανθρωπολογικά και γλωσσικά από τους βορειότερους Ιλλυρίους.

Στη Βόρειο Αλβανία κατοικούσαν οι Γκέγκηδες και στην περιοχή της Ηπείρου οι Τόσκηδες. Οι Τόσκηδες είναι οι Ηπειρώτες που συγχωνεύτηκαν στα βόρεια της Ηπείρου με τους Ιλλυριούς. Αυτό γίνεται φανερό από τη γλωσσική διάλεκτο των Τόσκηδων, η οποία διαφέρει από τη διάλεκτο που μιλούν οι Γκέγκηδες. Η τοσκική διάλεκτος έχει στοιχεία ελληνικά, λατινικά και σλάβικα.

Επί Διοκλητιανού (293 μ.Χ.) διοικητικά χωρίστηκε από την παλιά την Νότιο Ήπειρο και αποτέλεσε ξεχωριστή περιφέρεια με πρωτεύουσα το Δυρράχιο (αρχ. Επίδαυρος). Η περιφέρεια αυτή ονομάστηκε «Νέα Ήπειρος (Εpirus Nova)».

Επί Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.) οι κάτοικοι που ζούσαν μέχρι το Δυρράχιο χαρακτηρίζονταν ως «Έλληνες Ηπειρώτες». Με την πίεση που δέχτηκαν αυτοί οι πληθυσμοί, μετά την τουρκική κατάκτηση, από εκείνους που είχαν εξισλαμισθεί, κινδύνευαν σοβαρά. Πολλοί από ανάγκη ασπάστηκαν τον μωαμεθανισμό και αργότερα εξαλβανίστηκαν.

Ανθρωπολογικές διακρίσεις 

των Αλβανών.

Οι Αλβανοί διακρίνονται: α) Στους Γκέγκηδες της Σκόδρας, της Αχρίδας και των Σκοπίων β) στους Τόσκηδες του Βερατίου (Βεδεγράδων), του Τεπελενίου και της Πρεμετής και γ) στους Λιάπηδες του Αργυροκάστρου.

Από την άποψη του θρησκεύματος. Πέρα από τον Γενούσο ποταμό είχε επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό ο καθολικισμός, ο οποίος διείσδυσε και σε βάρος των ορθοδόξων. Από τον 13ο και 14ο αιώνα, όταν άρχισε να παρακμάζει το Βυζάντιο, οι Αλβανοί της Κρόιας, του Δυρραχίου, της Μουζακιάς και του Αλεσίου, δέχονται επιδράσεις από τη Ρώμη. Ο Παπισμός εδραιώθηκε βόρεια του Γενούσου ποταμού κατά την διάρκεια της σερβικής κυριαρχίας του Στέφανου Ντουσάν (1331 – 1355). Γύρω στα 1501 οριστικοποιήθηκε η θρησκευτική διαίρεση της Αλβανίας σε καθολικό Βορρά και Ορθόδοξο Νότο (περιοχή κάτω από το Δυρράχιο). Ο Poyqueville θεωρεί τους Γκέγκηδες άγριους και σκληροτράχηλους.

Ο Χριστόφορος Περαιβός τους θεωρεί πιο ανδρείους και από τους Τόσκηδες και από τους Λιάπηδες. Οι Τόσκηδες είναι ευκίνητοι με κανονικό ανάστημα, βραχυκέφαλλοι, με γαλανά μάτια και ελληνικά χαρακτηριστικά. Οι Λιάπηδες των Ακροκεραυνίων είναι βραχύσωμοι, ληστές και πονηροί και πολύ ικανοί στον κλεφτοπόλεμο.

Παρατηρούμε ότι με το χρόνο διαμορφώθηκαν δύο ξεχωριστοί φυλετικοί τύποι: Οι Γκέγκηδες πάνω από την κοιλάδα του Γενούσου ποταμού και οι Τόσκηδες του Νότου με φανερή τη συγγενική σχέση με τους Έλληνες. Ο ανθρωπολόγος J (Ville, ο γεωγράφος Stanford, ο Aifred Gilleton, ο Αυστριακός γεωγράφος και εθνολόγος A. Wald Kampt, διακρίνουν τους Τόσκηδες από τους Γκέγκηδες και πιστοποιούν ότι η ζώνη κάτω από τον Γενούσο ποταμό είναι αμιγώς ελληνική. Οι Γκέγκηδες χαρακτηρίζονται ημιβάρβαροι, ενώ οι Τόσκηδες βρίσκονται σε ασύγκριτα ψηλότερη πολιτιστική βαθμίδα.

Ο Κων. Άμαντος, στο έργο του «Οι Βόρειοι γείτονες της Ελλάδος» (Αθήναι 1923) διερευνά διαφορετικά εθνολογικά χαρακτηριστικά των Γκέγκηδων και Τόσκηδων. Ο G. Stadtmuller στη μελέτη του «Τα προβλήματα της ιστορικής διερευνήσεως της Ηπείρου» (Ηπειρ. Χρονικά 1934, τ. 9ος) και ο Ευάγγ. Μπόγκας «Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου» (Ιωάννινα 1964, τ. Α'-Β'), συμφωνούν ότι οι Βορειοηπειρώτες έχουν δικό τους γλωσσικό ιδίωμα αρχαιότερο από τα ιδιώματα της νοτιότερης Ηπείρου. Το ιδίωμα των περιοχών Αργυροκάστρου, Πωγωνίου, Δελβίνου, είναι απαλλαγμένο από ξενικές επιδράσεις.

Ο ερευνητής Αχιλλέας Λαζάρου στη μελέτη «Ιλλυρολογία και Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός» (Αθήναι 1971) και άλλοι εξέχοντες αρχαιολόγοι επιστήμονες (ο Vr. Georgiev, ο P. Levegue, o N. Hammond, o Δημ. Ευαγγελίδης, ο Φώτιος Πέτσιος, ο Σωτήρης Δάκαρης) δέχονται την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου μέχρι τον Γενούσο ποταμό. Όλες οι απόψεις των επιστημόνων συμπίπτουν, διαπιστώνοντας ότι οι Τόσκηδες προσδιορίζονταν γεωγραφικά κάτω από το φυσικό όριο του Γενούσου και ότι ακόμη τα φυλετικά χαρακτηριστικά παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με τους Ηπειρώτες, ώστε να θεωρούν τους εαυτούς τους γνήσιους Έλληνες. Απόδειξη ότι και οι Τούρκοι τους έλεγαν «Ρωμιούς». 

Οι Τόσκηδες είχαν συνείδηση της κοινής φυλετικής καταγωγής τους προς τους Έλληνες, φαινόμενο που φαινόταν και από τους εξισλαμισμένους Αλβανούς, οι οποίοι περηφανεύονταν ότι είχαν προγόνους τους αρχαίους Έλληνες. Ακόμη και μετά την αλβανική αφύπνιση και την εθνολογική διαφοροποίηση που είχε αρχίσει νοτιότερα του Γενούσου, η αλβανική εθνότητα ήταν η τελευταία στα Βαλκάνια. Άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα να διαμορφώνει εθνική συνείδηση.

Εκτός από το βαθύ μίσος μεταξύ των μουσουλμάνων και των χριστιανών στην Αλβανία, χάσμα υπήρξε και μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων. Μεγαλύτερο χάσμα προκάλεσε ο εξισλαμισμός μεγάλου ποσοστού, γεγονός που έφερε κοινωνική ανισότητα μεταξύ πιστών μουσουλμάνων και απίστων.

Οι καθολικοί Αλβανοί ήταν προσανατολισμένοι προς την Αυστρία, οι ορθόδοξοι προς την Ελλάδα και οι μουσουλμάνοι προς το κυρίαρχο οθωμανικό καθεστώς, αφού τα ανώτερα αξιώματα η Πύλη τα χορηγούσε σε μουσουλμάνους Αλβανούς.

Στο γεωγραφικό τμήμα από τον Άραχθο μέχρι τον Αώο ποταμό το ελληνικό στοιχείο υπερείχε πληθυσμιακά (συγκροτούσε τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού) σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Το σύνολο των ελληνόφωνων και αλβανόφωνων χριστιανών άρχιζε από το ακρωτήρι απέναντι από το νησί Σάσων, περιέκλειε τη Χειμάρα, κατευθυνόταν από το Αργυρόκαστρο προς το Λεσκοβίκι και κατέληγε στην Κορυτσά. Όλοι οι αλβανόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ηπείρου ήταν γνήσιοι Έλληνες. Οι χριστιανοί κάτοικοι των περιοχών αυτών, όπως αναφέρει ο Άγγλος Πρόξενος K. Green σε έκθεσή του το 1878, αυτοαποκαλούνταν Αλβανοέλληνες.

Παραμονές των Βαλκανικών πολέμων η πολιτική της Ελλάδος κινήθηκε μέσα σε ρεαλιστικά πλαίσια, περιορίζοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις στις περιοχές συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Με τον όρο «Ήπειρος» εννοούσαν το γεωγραφικό τμήμα από τα Ακροκεραύνια, την Πίνδο, τον Αμβρακικό και το Ιόνιο Πέλαγος, δηλ. τα σαντζάκια Αργυροκάστρου, Ιωαννίνων, Πρεβέζης, Ρεσσαδιέ (Ηγουμενίτσα), του Καζά (Επαρχίας) Αυλώνας, από το σαντζάκι Βερατίου και τους Καζάδες Κορυτσάς και Κολωνίας, καθώς και τμήμα του Καζά Σταρόβου (Πόγραδετς). Ο γεωγραφικός αυτός χώρος και ο πληθυσμός του αποτελούσε στη μεγαλύτερη πλειοψηφία του το μέρος του υπόδουλου ελληνισμού.

Ο Κων/νος Α. Βακαλόπουλος σε άρθρο του στον Οικονομικό Ταχυδρόμο (φ. 13-2-1997) δίνει μερικά στατιστικά πληθυσμιακά στοιχεία της εποχής. Σύμφωνα με τουρκική στατιστική του 1908 στην αναφερόμενη γεωγραφική ζώνη υπήρχαν 326.778 χριστιανοί ορθόδοξοι, 174.602 μουσουλμάνοι, 7.064 Αθίγγανοι και 5.106 Εβραίοι.

Οι ορθόδοξοι χριστιανοί αυτής της γεωγραφικής ζώνης ήταν ελληνόφωνοι, αλβανόφωνοι και βλαχόφωνοι. Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί, εκτός από ένα 5% αλβανιζόντων και ρουμανιζόντων, είχαν Ελληνική συνείδηση, υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και εκπαιδεύονταν σε ελληνικά σχολεία.

Πέρα από τις μαρτυρίες αρχαιολόγων, εθνολόγων, ιστορικών και άλλων ερευνητών, τα ιστορικά γεγονότα αποδεικνύουν την αδιάσπαστη ενότητα του Ηπειρωτικού Ελληνισμού. Οι συνεχείς αγώνες των Ηπειρωτών εναντίον του κατακτητή, στους οποίους πρωτοστατούσαν Χειμαριώτες και Σουλιώτες, φανερώνουν την προσφορά των Ηπειρωτών στο Έθνος.

Ανεκτίμητη ήταν η πολιτιστική παρουσία των Ηπειρωτών, κυρίως, κατά τους σκοτεινούς αιώνες της δουλείας. Η Μοσχόπολη και τα Γιάννινα ήταν για πολλούς αιώνες τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα των Βαλκανίων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Επομένως, αδιάσπαστη υπήρξε και η πολιτιστική συνοχή των Ηπειρωτών. 

Οι αγώνες του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού πηγάζουν από τα σπλάχνα τους. Οι αγώνες αυτοί συνεχίζονται μέχρι σήμερα για κατοχύρωση των δικαιωμάτων σε όλα τα επίπεδα, πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, εκπαιδευτικά, εθνικά.