Το σεντούκι των Τσάμηδων…
Είναι αλήθεια ότι το παρελθόν έχει αφήσει βαριές και αγιάτρευτες πληγές ανάμεσα σε γειτονικά κράτη και στους λαούς τους. Και συμβαίνει αυτό διαχρονικά, όταν στις σχέσεις τους προκαλούνται εχθρότητες και πόλεμοι, καταστάσεις που ποτέ δε λύνουν προβλήματα, αλλά αντίθετα δημιουργούν μίση, παραχάραξη της ιστορίας και πολλά άλλα κακά. Αυτή η πραγματικότητα διατηρεί εδώ και εβδομήντα χρόνια ανοιχτό το ζήτημα των Τσάμηδων, το οποίο συχνά δηλητηριάζει τις σχέσεις της Ελλάδας και της Αλβανίας. Πρόκειται για μια σελίδα μαύρη για τους Τσάμηδες Θεσπρωτούς, οι οποίοι στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου αποφάσισαν να συνεργαστούν με τους Ιταλούς και Γερμανούς, γιατί πίστεψαν ότι μαζί με τους κατακτητές θα μπορούσαν να ταπεινώσουν και να εξοντώσουν τους Έλληνες της Θεσπρωτίας. Τα όσα φρικτά και θηριώδη έπραξαν οι Τσάμηδες σε βάρος των Ελλήνων στην Παραμυθιά και σε πολλά χωριά είναι γραμμένα στην Ιστορία και δεν μπορεί να αμφισβητηθούν από κανέναν.
Τίμημα αυτής της συνεργασίας με τους φασίστες ήταν να διωχτούν από τους νικητές Έλληνες πολλοί εξ αυτών και οι εναπομείναντες να δραπετεύσουν στην Αλβανία για να μη λογοδοτήσουν στα ελληνικά δικαστήρια. Μολονότι το κεφάλαιο αυτό έχει κλείσει και δικαστικά, ως τα σήμερα επιμένουν οι Τσάμηδες της Αλβανίας να ξεχνάνε την αλήθεια, να αλλάζουν την ιστορία και να έχουν παράλογες και ακατανόητες διεκδικήσεις. Αυτή τη συμπεριφορά τους συχνά εκμεταλλεύεται το αλβανικό πολιτικό κατεστημένο και προκαλεί τριβές στις σχέσεις με την Ελλάδα.
Πιστεύω ότι η Ιστορία έχει πιστοποιήσει την αλήθεια των γεγονότων και οφείλουν οι εξουσίες των δύο λαών να καλλιεργούν τη φιλία, την ειρήνη και τη σταθερή συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες προς όφελος των δύο λαών.
Αυτές τις μέρες είχα συνάντηση με έναν Αλβανό, λόγιο με ανοιχτό μυαλό και με στέρεο φορτίο ιστορικής γνώσης πάνω σε όλα τα ζητήματα που συνδέονται με τα ελληνοαλβανικά ζητήματα. Πάνω στην κουβέντα μου διηγήθηκε και το ακόλουθο περιστατικό, το οποίο θεωρώ ότι φωτίζει την ανθρώπινη πλευρά Ελλήνων και Τσάμηδων.
Μετά το ’45 φεύγοντας από τους Φιλιάτες μια Τσάμισσα άφησε στην Ελληνίδα γειτόνισσα ένα σεντούκι με κειμήλια οικογενειακά. Της ζήτησε να το κρατήσει και να το στείλει στην Αλβανία, όταν ειρηνέψουν τα πράγματα. Της έδωσε το όνομά της και την παρακάλεσε να το στείλει στους Αγίους Σαράντα. Πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια και η Ελληνίδα, γιαγιά πιά, βλέποντας να πλησιάζει ο θάνατος παρέδωσε το σεντούκι στο παιδί της με την παράκληση κάποια μέρα να ψάξει να βρει την Τσάμισσα στους Αγίους Σαράντα.
Κρύβει η μοίρα των ανθρώπων πολλά. Πριν από λίγο καιρό στα πλαίσια της ελληνοαλβανικής φιλίας το παιδί από τους Φιλιάτες συναντά στους Αγίους Σαράντα αντιπρόσωπο Αλβανό και μαθαίνει ότι η Τσάμισσα είχε πεθάνει, ενώ ζει στο Δυράχιο ο γιος της, μεγάλος επιχειρηματίας και ισχυρός οικονομικός παράγοντας. Αμέσως ο Αλβανός τον βρίσκει στο τηλέφωνο και του ανακοινώνει το «δώρο» που ήρθε από τους Φιλιάτες με αποδέκτη την μάνα του!
Η τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στα παιδιά των δύο πεθαμένων μανάδων ήταν συγκλονιστική, όπως μου διηγήθηκε ο φίλος μου Αλβανός που παρακολουθούσε τη σκηνή. Στη συνέχεια ο γιος της Τσάμισσας τους παρακάλεσε να μην πληρώσουν ούτε τους καφέδες και ούτε το φαγητό τους στο διπλανό ξενοδοχείο. Ήθελε ο ίδιος να ανταποδώσει τη μεγάλη χαρά που του προκάλεσε το σεντούκι της μάνας ύστερα από εβδομήντα χρόνια.
Πολλά είναι τα σημαινόμενα από τη μικρή ιστορία του σεντουκιού. Είναι φανερή η εμπιστοσύνη και η αγάπη της Τσάμισσας προς την Ελληνίδα γειτόνισσα στους Φιλιάτες. Αλλά και η ηθική ανωτερότητα της Ελληνίδας μας εντυπωσιάζει, αφού κράτησε την υπόσχεσή της μέχρι τον θάνατό της και ας είχαν προκαλέσει οι Τσάμηδες τόσες συμφορές στους Έλληνες.
Κράτησε τον λόγο της και ήθελε να μεταφέρει τη μνήμη της μάνας στο παιδί της. Θεωρώ πως όλοι οι εμπλεκόμενοι έκαναν υπέρβαση και στη θέση της εχθρότητας έβαλαν το χρέος το ανθρώπινο.
Έχω τη γνώμη ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορούν να συνδράμουν ώστε με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια να εδραιωθεί η φιλία ανάμεσα στους δύο λαούς και να γίνονται σεβαστά τα αναγνωρισμένα εθνικά δικαιώματα.