Τα παιδία (ξανα)παίζει με την Παιδεία μας!..

on .

 Απόντων των μέτρων πλειοδοσίας παροχών από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης -ας όψονται τα Μνημόνια και η «επιτήρηση» που παρότι ανομολόγητη εξακολουθεί να υφίσταται- οι συνηθισμένες κατά τη παρούσα συνθήκη κυβερνητικές εξαγγελίες περιορίστηκαν σε «μεταρρυθμιστικά» (η πλέον πολύπαθη λέξη μεταπολιτευτικά) μέτρα σε διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς, ανώδυνα, ως επί το πλείστον, δημοσιονομικά. Άλλωστε, η προεκλογική περίοδος είναι πολύ μακριά και η Κυβέρνηση -πλην ορισμένων παραπεμπόντων στο απώτερο μέλλον «θα»- δεν έχει χρεία τέτοιων εξαγγελιών.

Από τον κατάλογο των «μεταρρυθμιστικών» εξαγγελιών δεν έλειψαν –για άλλη μια φορά– αυτές του εκπαιδευτικού χώρου. Δεν θυμάμαι από πότε -ήμουνα νιος και γέρασα-  οι διάφοροι υπουργοί παιδείας ( το οξύμωρο είναι και της ίδιας κυβέρνησης, ακόμη και στην ίδια κυβερνητική θητεία) εξαγγέλλουν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Να θυμίσω απλά για την ιστορία και ενδεικτικά αυτές του Ράλλη, του Τρίτση, του Αρσένη, της Διαμαντοπούλου, της Κεραμέως, και δεν ξέρω ποιων άλλων μάς επιφυλάσσουν στο μέλλον τα διάφορα κυβερνητικά σχήματα κομματικών ισορροπιών. Βαρύγδουπος ο όρος υιοθετείται αντί του ηπιότερου «αλλαγές». Γνωστό τοις πάσι, άλλωστε, ότι στην πολιτική η επικοινωνία πάντα προτάσσεται της ουσίας. 

Η παιδεία (και όχι απλά η Εκπαίδευση ως ειδικότερος όρος) είναι πολύ σοβαρή -εθνικού βεληνεκούς- υπόθεση για να αφήνεται αποκλειστικά στην τύχη, τις εμπνεύσεις και τα οράματα των κατά καιρούς επί της Παιδείας υπουργών, όσο ικανών και σοφών κι αν είναι αυτοί. Η μνεία των ονομάτων μεταπολιτευτικά και μόνο σ΄ ένα μακρύ κατάλογο σχετικών υπουργών  θεωρώ ότι είναι περιττή. Και τούτο όχι γιατί δεν υπήρξαν αξιόλογες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες από πολλούς, αλλά γιατί μεμονωμένες και αποσπασματικές δεν συνεισέφεραν τα προσδοκώμενα. 

Δεν θα μπω στη διαδικασία αναφοράς των συγκεκριμένων μέτρων (έντεκα» τον αριθμό -ένα παραπάνω από τις «δέκα εντολές» του Μωυσή- δεν γνωρίζω δε αν έχουν και τον ανάλογο σημειολογικό χαρακτήρα), κάποια από τα οποία, παρότι αποσπασματικά και χωρίς την πρόθεση δομικών τομών και ρήξεων, δεν μπορούν παρά να μας βρουν σύμφωνους, αναφέροντας ενδεικτικά την αυτονόητη απαγόρευση του κινητού στην τάξη.

Η ένστασή μου, σοβαρή, έγκειται στο ότι γιατί ένα τόσο  κρίσιμο για το εθνικό μας μέλλον ζήτημα, δεν αντιμετωπίζεται με την δέουσα σοβαρότητα και προσοχή. Γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ένα εθνικού βεληνεκούς θέμα να επαφίεται στις «ορέξεις», εννοώντας τις ικανότητες, τη φιλοσοφία και το όραμα, κάποιων, όσο φωτισμένων κι αν είναι, προσώπων, ή και κάποιων κυβερνητικών σχημάτων; Πόσο δύσκολο είναι ο κρίσιμος αυτός χώρος να γίνει -από πολλών ετών- αντικείμενο μελέτης, ενδελεχούς έρευνας και μακροπρόθεσμης προοπτικής (τουλάχιστον εικοσαετίας) από μια υπερκομματική ή έστω διακομματική επιτροπή ειδικών στο συγκεκριμένο αντικείμενο; Μια επιτροπή που θα εκσυγχρονίσει το «πεπαλαιωμένο» -στα σημεία που είναι- εκπαιδευτικό σύστημα, προβαίνοντας σε δομικές και όχι επιδερμικές, επικοινωνιακού χαρακτήρα, αλλαγές. Αυτό, όμως, προϋποθέτει πολιτική βούληση και -προπάντων- γενναία χρηματοδότηση και όχι «αυτόνομες τάξεις» στο όνομα μιας θεοποιημένης ψηφιακής επανάστασης, καταργώντας τον δάσκαλο, ψυχή ανέκαθεν και σύμφωνα με όλες τις παιδαγωγικές θεωρίες της εκπαιδευτικής διαδικασίας. 

Πόσο σχετικός με το αντικείμενο μπορεί να είναι ένας μη «επαΐων» -για να χρησιμοποιήσουμε τον γνωστό σωκρατικό όρο- επί τα της παιδείας υπουργός; Ως πότε η νομή και η ανάθεση των υπουργικών καθηκόντων θα σχετίζεται με τους εκάστοτε εσωκομματικούς συσχετισμούς και ισορροπίες; 

Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι το θέμα φαίνεται, αλλά δεν είναι απλό. Και δεν είναι απλό γιατί η εκάστοτε κυβέρνηση, ανάλογα με το ιδεολογία και τις πολιτικές αρχές που τη διέπουν, θέλει την εκπαίδευση τροχό- και μάλιστα τον κυριότερο- στην ιδεολογικοπολιτική της άμαξα. Γιατί ξέρουν πολύ καλά τη δύναμη που διαθέτει («δεύτερον ήλιον τοις ανθρώποις», σύμφωνα με τον Πλάτωνα). Αφήστε που ένας πεπαιδευμένος άνθρωπος, ως σκεπτόμενος και όχι «υπήκοος» πολίτης, γίνεται ενοχλητικός, αν όχι και  επικίνδυνος, για κάθε σύστημα εξουσίας. Και αυτό απεχθάνεται τέτοιους πολίτες. Θέλει άκριτους χειροκροτητές και «χρήσιμους ηλίθιους» ψηφοφόρους, θυμίζοντάς μας τα προφητικά λόγια του γνωστού Ρώσου αντιφρονούντα του πάλαι ποτέ σοβιετικού καθεστώτος συγγραφέα και νομπελίστα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν: «Ξέρουμε ότι λένε ψέματα. Ξέρουν ότι λένε ψέματα. Ξέρουν ότι εμείς ξέρουμε ότι λένε ψέματα. Ξέρουμε ότι ξέρουν ότι ξέρουμε ότι λένε ψέματα. Αλλά εξακολουθούν να λένε ψέματα...». Και μεις, άκριτα και αβασάνιστα, «τοις κομματικοίς ρήμασιν πειθόμενοι» (παραφράζοντας το γνωστό επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου) να τους ψηφίζουμε και να τους ξαναψηφίζουμε και να τους ξαναψηφίζουμε...

Είναι καιρός τώρα που ο Έλληνας πάσχει από το «σύνδρομο της Στοκχόλμης»: το θύμα, από κάποια στιγμή και μετά, αγαπάει τον θύτη του.