Το Βατερλό της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής…
Κι όμως, η απαράδεκτη απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να επιβάλει ελέγχους στα σημεία εισόδου στην Γερμανία από όλες τις γειτονικές χώρες, ακυρώνοντας στην πράξη τη συνθήκη Σένγκεν, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήξει. Πρόκειται για την μοιραία κατάληξη μιας μακρόχρονης και ατέρμονης ευρωπαϊκής πολιτικής στο μεταναστευτικό ζήτημα, που εξακολουθεί να ασκείται με τρόπο αντιφατικό και αναποτελεσματικό, υπονομεύοντας το σήμερα και, κυρίως, το αύριο της ΕΕ.
Αν και η διαχείριση του μεταναστευτικού συνιστά ένα μείζον πρόβλημα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι αποφάσεις που λαμβάνονταν για μεγάλο διάστημα έδειχναν να εκπορεύονται από κοντόφθαλμες επιδιώξεις, επικαλυμμένες από έωλα ιδεοληπτικά προσχήματα. Έτσι, παρακολουθήσαμε, τα προηγούμενα χρόνια, μια πολιτική σχεδόν «ανοιχτών συνόρων» που προωθούσαν οι βιομηχανικές χώρες του βορρά, η οποία υποτίθεται ότι θα απαντούσε στην έλλειψη εργατικών χεριών, που απαιτούσε η οικονομική τους ανάπτυξη.
Ταυτοχρόνως, όμως, εκδηλωνόταν μια ασυγχώρητη αδιαφορία για την προέλευση των μεταναστών, το πολιτισμικό-αξιακό τους προφίλ, τη δυνατότητά τους να προσαρμοστούν στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, που αναμφίβολα είναι παγκόσμιο πρότυπο ελευθερίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντί, λοιπόν, για μια συντονισμένη μεταναστευτική πολιτική, που θα στόχευε και στην υποχρέωση προσαρμογής στα ευρωπαϊκά πρότυπα, επιλέχθηκε η αρχή «είμαστε ανοιχτά και σας περιμένουμε» και η ανάδειξη του πολυπολιτισμικού μοντέλου.
Οι μετανάστες, επομένως, που κατέκλυσαν τις ευρωπαϊκές πόλεις, θεώρησαν ότι είχαν το δικαίωμα να ζουν σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα, ακόμη και αν αυτά έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις ευρωπαϊκές παραδόσεις. Και όχι μόνον αυτό, αλλά κάποιοι, κυρίως μουσουλμανικού θρησκεύματος, να φιλοδοξούν να επιβάλουν και στους άλλους τις δικές τους πεποιθήσεις. Οι περιπολίες της σαρίας σε γερμανική πόλη δεν είναι αστικός μύθος. Ο αυξανόμενος αριθμός, μάλιστα, των εισροών, καθώς ο πρώην τρίτος κόσμος, σε αντίθεση με τον πρώην πρώτο, καλπάζει δημογραφικά, δημιούργησε νέα γκέτο, τα οποία αποτέλεσαν φυτώρια παραβατικότητας, ακόμη και τρομοκρατίας.
Απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα ήταν επόμενο κάποια στιγμή να εκδηλωθούν και αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τα πλέον ευάλωτα οικονομικά στρώματα, που διαμένουν σε φτωχότερες συνοικίες και, μοιραία, υφίστανται πρώτα και σε μεγαλύτερο βαθμό τις πιέσεις από την μεταναστευτική πλημμυρίδα. Αυτή η αντίδραση αναζήτησε και την πολιτική της έκφραση. Και όταν αυτήν δεν την έβρισκε στα κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, που εξακολουθούσαν να πολιτεύονται στο γνωστό μοτίβο της ακραίας πολιτικής ορθότητας και της «αποχριστιανοποίησης» της Ευρώπης, δυστυχώς άρχισε να στρέφεται στα άκρα.
Η άνοδος της ακροδεξιάς, με όλες τις αποχρώσεις που μπορεί να παρουσιάζει, και μάλιστα στον κεντρικό πυρήνα της ΕΕ, σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία, είναι πλέον μια πραγματικότητα. Όπως φάνηκε στην κάλπη, ο στιγματισμός κάποιου ως ακροδεξιού ή και φασίστα από μόνος του δεν λειτουργεί αποτρεπτικά στην εκλογική του συμπεριφορά. Ήρθαν και γεγονότα, όπως η πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στο φεστιβάλ στο Ζόλινγκεν, που έριξαν περισσότερο νερό στον μύλο της ακροδεξιάς AfD στις εκλογές στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας στην Γερμανία. Η τρικομματική κυβέρνηση «φανάρι» είδε τα ποσοστά της να καταρρέουν, και να τίθεται εν αμφιβόλω ακόμη και η διατήρησή της στην εξουσία σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Ο πανικός, όμως, είναι κακός σύμβουλος στην πολιτική. Και η γερμανική κυβέρνηση υπό το κράτος του πανικού αποφάσισε να δείξει «πυγμή», στρίβοντας το τιμόνι απότομα δεξιά, χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες στην ΕΕ. Η απόφαση αυτή, που υποτίθεται ότι είναι προσωρινή, δηλαδή για ένα εξάμηνο, αν και μένει να αποδειχθεί αυτό στην πράξη, πέραν ότι αγνοεί το Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο, καταστρατηγεί τη συνθήκη Σένγκεν και την ελεύθερη διακίνηση των προσώπων. Έναν κεντρικό όρο λειτουργίας, δηλαδή, της ενωμένης Ευρώπης. Παράλληλα, μαθαίνουμε ότι επιθυμεί να επιστρέψει δεκάδες χιλιάδες παράνομους μετανάστες όχι στις πατρίδες τους, αλλά στην πρώτη χώρα υποδοχής, δηλαδή κυρίως στην Ελλάδα. Αν αυτό δεν είναι κατακρεούργηση της αρχής της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ τότε τι είναι; Και βεβαίως, το χάπι δεν χρυσώνεται με τα χρήματα που υποτίθεται θα δοθούν για να τους πάρουμε πίσω.
Το Βερολίνο, δυστυχώς, έστειλε το χειρότερο μήνυμα σε μια κρίσιμη στιγμή για το μέλλον της Ευρώπης. Ενώ θα έπρεπε να παραμένουμε ενωμένοι απέναντι στις προκλήσεις των καιρών, σε μια εποχή που αναδύεται ένας πολυπολικός κόσμος και που οι αναθεωρητισμοί δεν κρύβονται, η Ευρώπη πισωγυρίζει σε «εθνικιστικές πολιτικές». Και ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι το γερμανικό παράδειγμα θα θελήσουν να ακολουθήσουν και άλλα κράτη. Άλλωστε, κάποια το έκαναν από καιρό, παρά τις πιέσεις.
Ορθά, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ελληνική κυβέρνηση έκαναν σαφές urbi et orbi ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να δεχτεί τα τετελεσμένα. Και πολύ σωστά επιχειρείται να δημιουργηθεί μια συντονισμένη αντίδραση κρατών απέναντι στις γερμανικές ενέργειες. Η χώρα μας δεν πρέπει να γίνει αποθήκη ψυχών, ούτε πρέπει να διαμορφωθεί μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, όπου για εμάς προορίζεται ο ρόλος αφενός του τουριστικού παραδείσου και αφετέρου του εγκλωβισμού των μεταναστών που επιθυμούν να προχωρήσουν προς τα βόρεια.
Η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική πρέπει να είναι μια και ενιαία, και τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης είναι τα σύνορα των χωρών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Εκεί πρέπει να δοθεί το μήνυμα από όλη την ΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, από την μεριά μας, όπως σωστά αποφασίστηκε από την κυβέρνηση, ο φράχτης του Έβρου πρέπει να ολοκληρωθεί και να συνεχιστεί με ακόμη περισσότερα μέσα η φύλαξη του Αιγαίου. Σε κανέναν δεν θα επιτρέψουμε η Ελλάδα να γίνει ξέφραγο αμπέλι!
*Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός.