Τα παιδιά της πλύστρας…

on .

«Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα σε ξένα αναστηλώματα δεμένο Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο Μα όσο ανεβαίνω, Μόνος ν’ ανεβαίνω…» l Έτσι αυθόρμητα μου ήρθαν κατά νου οι αξέχαστοι, και σήμερα τόσο επίκαιροι στίχοι, του ποιητή Γ. Δροσίνη, με αφορμή την ανάρτηση αυτής της, δεν θέλω να την πω κυρία, γιατί φοβάμαι ότι θα προσβάλλω τις πραγματικές και αξιοπρεπείς κυρίες, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, τις πλύστρες, και κατ’ επέκταση τους γιούς των άξιων αυτών γυναικών. Αυτών που δεν έχουν χορτάσει το ψωμί, που το τιμούν όμως, όταν το αποκτούν με τόσο ιδρώτα, κόπο και δουλειά.

Αυτή η «κυρία» η τόσο τοξική, σύμφωνα με αυτά που γράφει, θα πρέπει να γνωρίζει ότι τα παιδιά της φτώχειας και της ανέχειας,  που για να τα μεγαλώσουν και να τα  βοηθήσουν οι μάνες τους έγιναν πλύστρες, τα περισσότερα μεγαλούργησαν στη ζωή τους, καταλαμβάνοντας περίοπτες θέσεις στην κοινωνία, με το σπαθί τους, χωρίς να έχουν μπάρμπα στην… Κορώνη κι’ ούτε αναστηλώματα. Απέκτησαν έντιμα περιουσίες, εκτός αν εννοεί ορισμένους συναδέλφους της πολιτικούς που ήταν φτωχοί πριν μπουν στην πολιτική και έγιναν αρκετά πλούσιοι μετά την ενασχόληση τους με την πολιτική.

Αυτή βέβαια, ίσως δεν είναι παιδί πλύστρας, που με τόση βδελυγμία γράφει, και δεν γνωρίζω τι ‘’αναστηλώματα’’ είχε για να ανέβει, και αν φίλησε κατουρημένες ποδιές.

Κατά το σκεπτικό αυτής της «κυρίας» τα παιδιά της πλύστρας δεν πρέπει να έχουν στον ήλιο μοίρα, γιατί το πεπρωμένο τους δεν είναι για μεγάλα πράγματα, αλλά δεν γνωρίζει ότι το πεπρωμένο το δημιουργούμε εμείς με τις επιλογές μας. 

Για την «κυρία» αυτή τα παιδιά της πλύστρας πρέπει να μπαίνουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου, να σκοτώνονται για να γλυτώνουν αυτοί οι οποίοι χρησιμοποιούν πολιτικά μέσα.

Τι να πούμε, για το παλικάρι, τον Εύζωνα που υποκλιθήκαμε όλοι στο μεγαλείο του  βλέποντας τον να δακρύζει για τα όσια της πατρίδας, αυτά που του εμφύσησαν από το σπίτι οι γονείς του.

Η «κυρία», στο πολιτικό χώρο που ανήκει, έχει γαλουχηθεί να ξεπουλάμε το όνομα της Μακεδονίας στα Σκόπια κι αν είχαν ξαναβγεί θα ξεπουλούσαν τα νησιά μας. Άλλωστε το λέγανε τότε να γίνει κάτι παρόμοιο, όπως στις Πρέσπες και στα νησιά. Αυτή τώρα είναι στην αντιπολίτευση και εκστομίζει τέτοια λόγια για τα παιδιά της φτωχολογιάς.

Σκεφτείτε να γίνει κυβέρνηση, με την δική μας ανοχή βέβαια, που σαν ανεγκέφαλοι την ψηφίζουμε, τι έχει να μας «σούρει»; Βέβαια με αυτά που συμβαίνουν αυτή την εποχή στην  αντιπολίτευση, με τον πλήρη ξεπεσμό θα τραγουδάμε:

«Στην Περιφέρεια και στην Αθήνα

Δεν λογίζεται σπίτι ΣΥΡΙΖΑ χωρίς πισίνα..»

Γιατί εκεί οι Συριζαίοι, από τον Πρόεδρο μέχρι τους «βο(υ)λευτές», στοχάζονται και μας ξεφουρνίζουν όλα αυτά τα οποία ακούμε καθημερινά χωρίς τσίπα, λες και διαγωνίζονται ποιος θα πει τη μεγαλύτερη «μ…παρούφα».

Αλήθεια τι ξεπεσμός! Μου ήρθε κατά νου το τραγούδι του Ν. Ξυλούρη:

«Μπήκαν  στην Πόλη οι οχτροί

τα σπάσαν όλα οι οχτροί

κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές…»

Δεν θα έγραφα αυτό που αράδιασα σήμερα αν δεν διάβαζα αυτά που δημοσίευσε αυτή η «κυρία» για το γιο της πλύστρας. Από αγανάκτηση τα γράφω, γιατί κι εγώ και πόσοι άλλοι είμαστε παιδιά της πλύστρας, κι όμως, χωρίς ‘’αναστηλώματα’’ γίναμε αυτοί που  είμαστε σήμερα.

Πόσα παιδιά πλύστρας, που έμειναν σε χωριά που δεν υπήρχε σχολείο και περπατούσαν ώρες να πάνε σε διπλανή κωμόπολη να φοιτήσουν σε σχολείο και να γυρίσουν με κρύο, βροχή, χιόνια, με λαστιχένια παπούτσια, να τρέμουν από το κρύο, με ξυλιασμένα χεράκια να μην μπορούν να πιάσουν το κοντύλι και το μολύβι και διέπρεψαν. Αυτά μορφώθηκαν κι ανέβηκαν στην κοινωνία καταλαμβάνοντας περίοπτες θέσεις σε ύπατα αξιώματα. 

Θα παραθέσω μια αυτοβιογραφία ενός κορυφαίου επιστήμονα: «…Φύλαξα πρόβατα και κατσίκια, τάισα κότες, βόσκησα γελάδια, καβαλίκεψα γαϊδούρι. Έμαθα γράμματα, πηγαίνοντας δυο ώρες από το χωριό μου και ξαναγύριζα. Αγαπώ όλους τους ανθρώπους και αδέλφια μου τους λογαριάζω. Γι’ αυτούς αναλώνομαι καθημερινά. Αγαπώ τη ζωή. Μόχθησα στη ζωή μου. Αλλά και η ζωή, από τη στιγμή που δεν πείραξα άνθρωπο, με αντάμειψε. Πού ήμουν όταν γεννήθηκα και πού είμαι τώρα, χωρίς «αναστήλωμα». Μόνο την οικογένειά μου και τους φίλους».

Σε αυτά τα παιδιά στεκόμαστε με σεβασμό και εκτίμηση μπροστά τους. Άλλωστε, ο πολιτικός χώρος που ανήκει η κυρία που λέγαμε μόνο τοξικότητα βγάζει με ανήκουστες εκφράσεις που ακούς σε καταγώγια και στις αγορές, γιατί ‘’…χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, μόνο χυδαίοι άνθρωποι…’’.

(Μέτσοβο)