Επαγγέλματα που χάθηκαν…
Δεν ξέρω αν έχω γίνει βαρετός με τις αναδρομές και τις εμμονές μου με το χθες που χάθηκε, και μαζί του τα επαγγέλματα που επίσης χάθηκαν στο χώρο και στο χρόνο, αναπολώντας με νοσταλγία τα βιώματά μου. Γιατί στο χθες που αναφέρομαι, ο κόσμος παρά την ανέχεια μιλούσε, γελούσε, γλεντούσε, ενώ σήμερα είναι δέσμιος των ‘’κινητών’’ δεν μιλά, δεν γελά, δεν γλεντά. Ούτε ακόμα και στις ονομαστικές εορτές. Να μεταφέρω ομορφιές που δεν πρόκειται να ματάρθουν, γιατί η πατρίδα μας
προσπαθεί να εκδυτικοποιηθεί, αντιγράφοντας ότι ‘’ξενόφερτο”, δίχως να προβάλλει την ιστορία μας και τον αρχαίο μας πλούτο που οι ξένοι διδάσκονται, ενώ εμείς όχι, κι’ αυτό οφείλεται στους φωστήρες υπουργούς Παιδείας που έχουμε. Άλλωστε έχουμε χρέος όλοι οι παλιοί και οι σχετικά παλιοί Γιαννιώτες να προσφέρουμε ότι υλικό έχουμε σε ιστορίες, φωτογραφίες, γραπτά και ότι άλλο γιατί θα χαθούν οι ρίζες μας.
Κι όλα αυτά γιατί ετούτη, η Μικρή μας Πόλη είναι πανέμορφη, γιατί μπορεί να λέμε, όταν επισκεπτόμαστε άλλα μέρη, τι όμορφο μέρος, όμως, η σκέψη μας γυρνά στη δικιά μας Πόλη και στις ομορφιές της. Αυτή η Πόλη η αρμονικά συνταιριασμένη με τη Λίμνη μας, την Παμβώτιδα, των θρύλων και των στεναγμών, μας δίνει ξεκούραση, κοιτάζοντάς τη και μας χαρίζει, γι’ αντάλλαγμα της αγάπης μας, την απλή και δροσόβρεχτη γοητεία της.
Νοσταλγικές αναμνήσεις και στιγμιότυπα από την Γιαννιώτικη κοινωνία. Πισωγύρισμα σε μία εποχή που η ζωή ήταν διαφορετική από τη σημερινή. Σήμερα οι φωτεινές επιγραφές, οι φανταχτερές βιτρίνες, τα πολυδάπανα ντεκόρ, η πολυκοσμία κι’ άλλα μας οδηγούν σε μια μεγαλούπολη, για να μην πάει πίσω από την ‘’πρόοδο,’’ και τούτη η πρόοδος παίρνει σβάρνα ότι παλιό-Γιαννιώτικο μας φέρνει νοσταλγικά στα παιδικά μας χρόνια.
Παλιά περπατούσαμε στους δρόμους και γνωριζόμαστε μεταξύ μας, αλλάζοντας όχι μόνο καλημέρα αλλά ρωτούσαμε με ενδιαφέρον για τα οικογενειακά μας. Σήμερα περπατάς και καλημερίζεις κάπου και που κανέναν γνωστό. Αραιώσαμε οι παλιοί Γιαννιώτες. Ας μείνουμε όμως, με τη σκέψη ότι μας θυμίζει πως ήταν παλιά, τα μπακάλικα, τα παπουτσάδικα, οι φούρνοι, οι καφενέδες, τα σοκάκια, οι χειράμαξες…
Τούτη η αναδρομή εμένα με γιομίζει και μακάρι να θυμηθούμε στιγμιότυπα από τα παλιά επαγγέλματα, όπως ο λούστρος, («παπούτσια γυαλίζω/γαμπρούς στολίζω») ο τσαγκάρης, ο εφημεριδοπώλης, ο γανωτής (καλαντζής) («γανωτής περνοδιαβαίνει την καρδούλα μου μαραίνει, έχουμε δουλειά να μας γανώσ’ τ’ αγγειά»), ο γαλατάς, («γάλα άσπρο και παχύ/φτιάχνουν οι κυράδες τυρί») ο σαλεπιτζής, οι φωτογράφοι της Πλατείας, ο παγωτατζής, ο μεταπράτης, ο πραματευτής(«κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό») ο καρεκλάς, ο τενεκετζής, ο πεταλωτής, ο λατερνατζής, ο μυλωνάς, οι χειράμαξες, οι χαμάληδες, οι ραφτάδες… Γραφικοί τύποι παλιότερων χρόνων που άφησαν εποχή με την ευσυνείδητη προσφορά στους πελάτες, αλλά και μερικοί με τα καμώματά τους και μερικοί με τις ‘’μπαγα(μ)ποντιές’’ τους και μόνο προς το ζην όχι εκμετάλλευση.
TTT
Θα αναφέρω μερικά από τα επαγγέλματα που έσβησαν. Ένας Γιαννιώτης παλαιός, περασμένης ηλικίας, μου είχε πει τότε, με ποιο τρόπο ένας γαλατάς νέρωνε το γάλα, δίχως να τον παίρνουν χαμπάρι οι πελάτες. Τότε το γάλα το μοιράζανε, αρμέγοντας την αγελάδα μπροστά στον πελάτη. Ο γαλατάς φορούσε την κάπα τον χειμώνα και από την μέσα πλευρά είχε ένα μπουκαλάκι με νερό, σε αυτοσχέδια τσέπη, και την ώρα που έσκυβε να αρμέξει γύριζε με τρόπο το μπουκάλι και νέρωνε το γάλα.
Αργότερα, με την πρόοδο που κυκλοφορούσαν τα ποδήλατα, θυμάμαι το γαλατά Κώστα Τάσση με το ποδήλατο να κουβαλά με τα γκιούμια το γάλα, από δω κι από κει κρεμασμένα, και να βγαίνουν οι νοικοκυρές στις αυλόπορτες με τις καραβάνες τα πρωινά.
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης έπαιρνε τις εφημερίδες από το Πρακτορείο Διανομής Τύπου και τις πουλούσε στους περαστικούς, άφηνε και στους μόνιμους πελάτες στα σπίτια. Ποιος από εμάς δεν θυμάται το ’’Έκτακτο Παράρτημα’’ για κάποιο γεγονός. Θυμάμαι τον εφημεριδοπώλη που κατέβαινε στην Καλούτσιανη τον Αλέξη Μούλια με τη βροντερή φωνή. Τότε με τα «Γαργάλατα-Γαργάλατα», γινόταν το σώσε σε όλη την Ελλάδα, σε μια περίοδο με πολιτική αστάθεια. Τότε η Καλούτσιανη είχε πολύ κόσμο και πολλοί ήταν από τα χωριά γιατί ήταν είσοδος. «Ξυπνάτε όρνια…», έλεγε όταν εύρισκε παρέες με αριστερά φρονήματα.
-«Ξυπνάτε μπούφοι…» όταν πλησίαζε παρέες με δεξιά φρονήματα. Ήταν τόσο αγαπητός, που δεν κακοφαινόταν σε κανέναν.
Την άνοιξη έβγαιναν οι παγωτατζήδες, φόρτωναν το βαρέλι με τα παγωτά στο καρότσι-ποδήλατο, γύρω πάγο και με μια ειδική μεταλλική κουτάλα και τα χωνάκια και γύριζαν στις γειτονιές σε συγκεντρώσεις, παρελάσεις διαλαλώντας: -«Είναι παγωμένο κι απ’ τον Όλυμπο φερμένο».
Η Κυρά Θοδώρα-αγράμματη όπως οι περισσότερες της ηλικίας της- είχε κοτέτσι με πολλές κότες και τα αβγά τα πωλούσε στον μεταπράτη, γιατί δεν είχε παιδιά και εγγόνια. Την ημέρα που θα περνούσε ο μεταπράτης, ο Σωτήρης ο άντρας της της λέει:
-«Θοδώρα, τώρα που θα έρθει ο μεταπράτης να τ δώκ(ει)ς τ’ αβά με 1,50 φράγκο όχι παρακάτ’...», εγώ φεύγω με τα ζωντανά.
Ήρθε ο μεταπράτης και της λέει: -Έχεις αβγά; -Έχω κι’ πουλλά , του απαντάει. –Θα σου δώσω 1,70 της λέει. Η καημένη η Θοδώρα δεν καταλάβαινε και του λέει: -Θα μ’ τα δώκ(ει)ς ένανήμ’ς κι θα σκά(ει)ς’…. δε θα με γελάεις ιμένα, έκανα κ’βέντα εγώ με το Σωτήρ’ του πρωί. Άνθρωποι αγαθοί απονήρευτοι.
Ποιος δεν θυμάται τους λούστρους στην Καλούτσιανη και στην Πλατεία, μπροστά από το Δημαρχείο, που ήταν σταθερά εκεί, αλλά και άλλοι που τριγύριζαν στα καφενεία, σε καταστήματα, κουβαλούσαν ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές θήκες που είχαν τις μπογιές και τις βούρτσες και το καρεκλάκι. Πάνω στο καρεκλάκι ο πελάτης έβαζε το πόδι του. Ο λούστρος τοποθετούσε δυο χάρτινα κομμάτια, να μην λερωθούν οι κάλτσες. Όταν δεν είχε πελάτη χτυπούσε τη βούρτσα στο κασελάκι να προσέξουν οι περαστικοί και να κοιτάξουν αν είχαν λασπωμένα παπούτσια.
Ο τσαγκάρης σήμερα από τους νέους λογίζεται ο επιδιορθωτής παπουτσιών. Όμως, εκείνα τα χρόνια ήταν κανονικός υποδηματοποιός. Είχαμε έναν στο χωριό μου και όταν αποφάσισαν οι δικοί μου να μετακομίσουμε στα Γιάννινα, επειδή μέχρι τότε φορούσα λαστιχένια παπούτσια και γαλότσες, με πήγαν και μου πήρε μέτρα με τα καλαπόδι, και μου έκανε ένα ζευγάρι ‘’σκαρπίνια’’. Θυμάμαι ότι στις σόλες κάρφωνε και κάτι μικρά πεταλάκια και καρφιά για να αντέξουν περισσότερο. Όταν ήρθαμε στα Γιάννινα περπατούσα στην άσφαλτο και στο τσιμέντο και κάνανε έναν τέτοιο κρότο, που γύριζαν οι περαστικοί και με κοίταζαν παράξενα.
Επίσης τους υπαίθριους φωτογράφους κάτω από το ρολόι της Πλατείας. Πόσες φορές δεν στηθήκαμε να φωτογραφηθούμε με 2,5 δραχμές, νομίζω, η φωτογραφία. Η φωτογραφική μηχανή στηριζόταν σε ένα τρίποδα· πίσω από τον φακό υπήρχε ένα μαύρο ύφασμα που έμπαινε ο φωτογράφος από κάτω να τραβήξει τη φωτογραφία. Έβγαζε φωτογραφίες πάσης φύσεως. Ίσως επειδή ήταν φτηνός. Μας έβαζε σε τέτοια θέση να πάρουμε την κατάλληλη ‘’πόζα’’ αν χρειαζόταν και χτένα, και σε μας τα παιδιά ‘’κοιτάξτε να δείτε το ‘’πουλάκι’’ που θα εμφανιζόταν τάχα σε λίγο. Η εμφάνιση γινόταν επί τόπου.
Οι χαμάλες γερά τετράτροχα (μεγάλα κάρα) με μακριά καρότσα, τέσσερις ξύλινες ρόδες, που οι μπροστινές έστριβαν και καθοδηγούταν η χαμάλα με τα γκέμια που κουμαντάριζε καθισμένος ο χαμάλης. Θυμάμαι ο Τήρης –Τήρης (Σωτήρης) μας μάζευε από το Κάστρο, τη Σιαράβα, το Μώλο, και τον βοηθούσαμε να την πλύνει στο Μάτσικα, και για πληρωμή μας έκανε βόλτα στο παραλίμνιο γύρω από το Κάστρο. Να θυμηθούμε και τη Βουγιουκλάκη με το ‘’Καροτσέρη –Καροτσέρη ας το καμουτσίκι απ’ το χέρι’’.
Κλείνοντας να θυμηθούμε με θλίψη τον Γ. Σεφέρη ‘’Δεν είναι τόσο τι πράγματα χάνουμε, αλλά με τι αντικαθιστούμε αυτά που χάνουμε.’’ Δεν είναι ν’ αναρωτηθούμε. Να ενεργοποιηθούμε πρέπει.
(Μέτσοβο)