Η πολιτική κατάσταση στη χώρα μας και ο Θουκυδίδης…
Τη διαχρονική επικαιρότητα του Θουκυδίδη επικαλέστηκε αγαπητός φίλος και συνάδελφος, σχολιάζοντας την προηγούμενη ανάρτησή μου σχετική με τα πολιτικά κόμματα του τόπου μας και την ασκούμενη πολιτική τους σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης στα πρώτα κεφάλαια των «Ιστοριών» του, απευθυνόμενος προς τους αναγνώστες του έργου του, όχι μόνο της εποχής του, αλλά όλων των εποχών, επισημαίνει πως θα του είναι αρκετό, αν «όσοι θα θελήσουν να γνωρίσουν με ακρίβεια αυτά που έγιναν κι εκείνα που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, θα γίνουν κάποτε ξανά ίδια ή παρόμοια αυτοί να κρίνουν το έργο μου ωφέλιμο».
Έχοντας δε ο ίδιος πλήρη συναίσθηση της αξίας του έργου του και της διαχρονικής επικαιρότητάς του, αποφαίνεται, στη συνέχεια, πως αυτό αποτελεί «κτήμα ες αιεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν ξύγκειται».
Φτάνουν έτσι διαχρονικά τα μηνύματά του ως τις μέρες μας, κατά τις οποίες γίνονται -και θα γίνονται- τα ίδια ή παρόμοια με αυτά που γίνονταν στην εποχή του, σε περιόδους πολιτικών αναταραχών και διαπληκτισμών, ανάμεσα σ’ εκείνους που διακατέχονται από ακατάσχετη δίψα για την κατάκτηση και τη νομή της εξουσίας και με ό,τι αυτό συνεπάγεται• δημιουργούν δε, στο όνομα του κοινού συμφέροντος, ένα ισχυρό κομματικό κατεστημένο, το οποίο είναι σε θέση να ελέγχει και να εκμεταλλεύεται τα πάντα, προς ίδιο όφελος. «Ακόμα και οι συγγενείς -γράφει ο Θουκυδίδης- έγιναν πιο ξένοι από τους κομματικούς συντρόφους, επειδή οι ομοϊδεάτες τους ήταν πιο πρόθυμοι να αποτολμούν αδίσταχτα τα πάντα• γιατί τα κόμματα αυτά δεν έγιναν για να επιδιώξουν την ωφέλεια των μελών τους, σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν, αλλά για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους αντίθετα με τους ορισμούς των νόμων. Την αναμεταξύ τους δε εμπιστοσύνη τη στήριζαν όχι τόσο στους νόμους, όσο στη συνενοχή στις παρανομίες. Όσοι στις διάφορες πόλεις γίνονταν αρχηγοί των διάφορων πολιτικών μερίδων, προβάλλοντας ωραία συνθήματα, όπως την ισότητα όλων των πολιτών μπροστά στο νόμο και τη συνετή διακυβέρνηση από τους άριστους, με τα λόγια υπηρετούσαν το συμφέρον της πολιτείας, ενώ στην πραγματικότητα ωφελούνται οι ίδιοι. Και τις περισσότερες φορές επικρατούσαν οι πνευματικά κατώτεροι».
Όποιος διαβάζει με προσοχή και χωρίς προκατάληψη, διαβάζοντας τις παραπάνω απόψεις του Θουκυδίδη για όσα συνέβαιναν στην εποχή του, σε περιόδους αναταραχών, δημαγωγών πολιτικής και κομματικής ακαταστασίας, δεν θα δυσκολευτεί, πιστεύω, να αναγνωρίσει πως παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται στην εποχή μας και στον τόπο μας, επιβεβαιώνοντας την άποψη του Θουκυδίδη πως αυτά που περιγράφει για την εποχή του θα είναι «γιγνόμενα και αιεί εσόμενα έως αν η αυτή η φύσις ανθρώπων ή» και πως το έργο του θα είναι «κτήμα ες αιεί».
Όμως το έργο του Θουκυδίδη δεν αναφέρεται μόνο σε περιόδους παρακμής, πολιτικών αναστατώσεων και εμφυλίου πολέμου, όπως ήταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Είχε προηγηθεί ο 5ος αιώνας της δόξας και του μεγαλείου τον οποίο ελάμπρυνε με το έργο του και τον πολιτισμό, ο Περικλής, ο διαπρεπέστερος πολιτικός άνδρας της αρχαιότητας, όπως ακριβώς τον παρουσιάζει ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιο».
Την άποψή του αυτή ενστερνίστηκαν, διαχρονικά, όχι μόνο όλοι οι μεγάλοι διανοητές όλων των εποχών, αλλά, μαζί μ’ αυτούς διεθνείς πολιτικές προσωπικότητες, αναγνωρίζοντας πως ο Θουκυδίδης υπήρξε ο πρώτος και μεγάλος ιστορικός της ανθρωπότητας, ταυτόχρονα δε ο κορυφαίος πολιτικός στοχαστής και ο βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Έτσι επινόησε στο καθαρά ιστορικό του έργο να παρεμβάλλει τον «Επιτάφιο» τον οποίο παρουσιάζει ότι εκφώνησε ο Περικλής προς τιμήν των πεσόντων κατά το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, με τον οποίο βρίσκει την ευκαιρία να υμνήσει το μεγαλείο της Αθήνας, κατά την εποχή του Περικλή και -κυρίως- να στείλει τα διαχρονικά μηνύματά του, με το «ες αιεί έργον» του.
Αυτού του είδους τα μηνύματα συνέλαβαν διακεκριμένες προσωπικότητες της Πατρίδας μας στα νεότερα χρόνια, τότε που οι πολιτικοί μας ήταν μορφωμένοι και διέθεταν την απαραίτητη πνευματική καλλιέργεια, βασισμένη στην κλασική παιδεία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη που ταύτιζαν την πολιτική με την παιδεία.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Δεν ήταν ούτε φιλόλογος, ούτε ιστορικός. Ήταν πολιτικός που είχε κατανοήσει πως τα ιστορικά γεγονότα και η κλασική παιδεία είναι εφόδια, εκ των ουκ άνευ, για την κατανόηση της πολιτικής ζωής της εποχής του, για την πνευματική του καλλιέργεια και την άσκηση σωστής πολιτικής. Αυτό τον οδήγησε στην απόφαση, κατά τα χρόνια της αυτοεξορίας του στο Παρίσι, μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, που δημιούργησε την Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δυο Ηπείρων και μετά την αποτυχία του στις εκλογές του 1920, να ασχοληθεί, με την ανάλογη σοβαρότητα, με τη μετάφραση των «Ιστοριών» του Θουκυδίδη, προσφέροντας στην απλή καθαρεύουσα της εποχής του, αλλά πλήρως κατανοητή από τον αναγνώστη, ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της νεότερης Ελλάδας.
Θυμάμαι πως, ως φοιτητές, όταν θέλαμε να συλλάβουμε τα δύσκολα νοήματα-ιδίως τα πολιτικά-που αναδύονταν από τις σελίδες του Θουκυδίδη, καταφεύγαμε στη μετάφραση του Βενιζέλου• αυτή σου έδινε τη δυνατότητα να συλλάβεις βασικές έννοιες, όπως είναι η έννοια της Δημοκρατίας, όχι σαν θεωρητική και ατελέσφορη προσέγγιση, αλλά σαν βιωματική πράξη που σου επιτρέπει να καλλιεργήσεις και να αναπτύξεις τις δεξιότητές σου, ώστε να επιλέγεις ο ίδιος το δρόμο των πράξεών σου, που δίνουν νόημα στη ζωή σου και ταυτόχρονα το δικαίωμα στην απόλαυση που σου προσφέρει ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του πολιτισμού μας με τα διαχρονικά του μηνύματά του. Και όταν, λίγα χρόνια μετά -το1928- ο ελληνικός λαός τον εξέλεξε ξανά, με συντριπτική πλειοψηφία, για να κυβερνήσει τη χώρα, ξεκίνησε τη θητεία του με το σύνθημα «ΓΕΝΝΗΘΗΤΩ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», το οποίο υλοποίησε με τη συγκρότηση της τελειότερης και αποτελεσματικότερης κυβέρνησης που γνώρισε, μέχρι σήμερα, το νεοελληνικό κράτος.
Με το ίδιο πνεύμα ο καθηγητής Ιωάννης Κακριδής, συντάσσει τα «ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ», με τα οποία επιδιώκει να δείξει πως υπάρχουν ακατάλυτοι μαγικοί δεσμοί που δένουν τη μορφή του λόγου και το νόημα μιας φράσης, και πως πέρα από το σωστό διάβασμα και τη φιλολογική αντιμετώπιση του αρχαίου κειμένου, προσμένει το λειτουργό του λόγου η κατανόηση, η συνθέτη θεώρηση, που προϋποθέτει την ανάλογη πνευματική κατάρτιση, ώστε να ακροαστεί το βαθύ πόνο της εποχής του και να της φέρει από μακριά το θεραπευτικό λόγο.
Ποτισμένος από τη Θουκυδιδική σκέψη -ύστερα από εξαντλητικό διάβασμα του έργου του- ο Ηλίας Ηλιού και απογοητευμένος από την πολιτική ζωή του τόπου και από το κόμμα του, θα μας δώσει το «δοκίμιο», όπως ονομάζει το καταπληκτικό έργο του με τον τίτλο «ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ», που είναι και δικό του μήνυμα, για να νουθετήσει τους συμπολίτες του και τους συντρόφους του• έτσι θα αποφεύγουν λάθη αδικαιολόγητα που «τελικά στεριώνουν την αντίδραση και την εξάρτηση από τους ξένους, κλονίζοντας κάθε φορά τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία, σύμφωνα με το νόμο της ετερογονίας των σκοπών, κατά τον οποίο για άλλο σκοπό ξεκινάει ο αδέξιος ή ο ηλίθιος φορέας της ιστορικής στιγμής και στο αντίθετο αποτέλεσμα καταλήγει».
Σκέψεις και πράξεις άλλων εποχών που απέχουν από την εποχή μας, περισσότερο από όσο απέχουν οι δημιουργοί τους από τη εποχή του Θουκυδίδη.