Τα μεταφορικά μέσα μιας άλλης εποχής…
Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού πριν από κάποια χρόνια. Λίγους μήνες μετά, θα παραδιδόταν ολοκληρωμένο το μεγαλόπνοο και πραγματικά σωτήριο έργο της Ιονίας Οδού, που ενώνεται με την Ολυμπία Οδό στην Πελοπόννησο. Εκείνη τη μέρα λοιπόν, κάποιος γνωστός μου έφυγε με το ΚΤΕΛ από την Άρτα για την Αθήνα. Από μια σειρά ατυχών συγκυριών (σφοδρή χιονόπτωση, κλείσιμο γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου λόγω θυελλωδών ανέμων, ασυνεννοησία μεταξύ κρατικών φορέων για τη διαχείριση της κατάστασης…) ξέρετε πόσες ώρες έκανε για να φτάσει στην Αθήνα; Είκοσι! Και αριθμητικά: 20! Είκοσι ώρες!
Το λεωφορείο είχε φύγει από την Άρτα στις 12 το μεσημέρι της 7ης Ιανουαρίου και έφτασε στην Αθήνα την άλλη μέρα το πρωί στις 8, με τον οδηγό και τους επιβάτες κάτι παραπάνω από εξουθενωμένους… Ανήκουστη και αδιανόητη δοκιμασία! Όχι όμως και για τους μεγαλύτερους σε ηλικία…
Το άλογο του βασιλιά…
κώλωσε στο γιοφύρι!
Καλοκαιρινή η συνάντηση με τον 94χρονο κ. Απόστολο, στην Άνω Καλεντίνη Άρτας. Του είχα πει τι ώρα θα τον επισκεφτώ, οπότε αυτός περιχαρής με περίμενε σε μια γέφυρα, λίγο πιο πέρα από το σπίτι του. Μετά το καλωσόρισμα, μου εξιστορεί μια άγνωστη ιστορία που συνδέεται με το συγκεκριμένο τοπόσημο:
«Ήρθα περπατώντας να σε καρτερέσω. Με τα ποδάρια πάαιναμαν ολούθε τότε που ’μασταν νέοι… Ε, είχαμαν κι άλογα…
Κάτσε να σ’ το πω τι γίν’κε κάποτε σ’ αυτό το γιοφύρι… Πέραγε κάποτε ο βασιλιάς ο Γεώργιος ο Α΄. Απ’ το Πλατανόρεμα έρχονταν απάνω, δεν τον ξέρω καλά τον τόπο εκεί…
Πέρασε από ’δώ απ’ τ’ν Απάνω Καλεντίνη, Τυμπά, Βουργαρέλι…
Ήταν στρατός ελληνικός απάνω στα χωριά τότε. Συνδέονταν με τα Γιάννενα τότε. Από Άγναντα, Πράμαντα…
Κι όταν πέρασε απ’ το χωριό ο βασιλιάς καβάλα στ’ άλογο, μολόγαγαν οι μπαρμπάδες μ’, οι παλιοί, να ιδείς τι έπαθε…
Όταν έφτασε στ’ μέση στ’ν καμάρα, σταμάτ’σε τ’ άλογο γιατί κάτι είειδε, σκιάχ’κε (φοβήθηκε) και δεν έκανε πέρα. Κώλωσε! Ούτε πίσω μπόρ’γε να γυρίσει, ήταν στενό το γιοφύρι.
Σιγά τ’ς φ’λάχτρες (προστατευτικά κιγκλιδώματα) που ’χε… Κάνα μ’σό μέτρο…
Και διάταξε τον υπασπιστή του να ρίξει με τ’ όπλο! Κι όταν τ’φέκ’σε ο υπασπιστής στον αέρα, σκιάχ’κε τ’ άλογο και ξεκίν’σε! Και διάφ’κε απέκεια ο βασιλιάς, πέρασε το γιοφύρι και πάει στ’ δ’λειά του…».
«Ξέσκεπο ήταν αχπάνω
το κάρο…»
Το άλογο, πολύτιμο μεταφορικό μέσο, μπορούσε να αποκτήσει και μια άλλη χρησιμότητα, σύροντας άμαξα.
Η μητέρα μου, η οποία γεννήθηκε στο Πλατανόρεμα, παραποτάμιο συνοικισμό του Αράχθου (οκτώ χιλιόμετρα από την Άρτα), έχει τον λόγο:
«Το πρώτο για τον κόσμο ήταν το… δύο τραμ! Με τα ποδάρια πάαινε ο κόσμος. Περπατώντα.
Όταν ήμαν κούτσικη, αγρίκ’σα (θυμάμαι) πρώτα τα κάρα με άλογα! Είχε ο μακαρίτ’ς ο Τσιμπλής κάρο και με πήγε ο μακαρίτ’ς ο πατέρας μ’ στο γιατρό στ’ν Άρτα. Ήμαν 6-7 χρονών τότε (1941-42). Και με κορόιδευαν οι αδερφάδες μ’ “Κράκαρα κρούκαρα, πάαινες με το κάρο…” κι εγώ νευριάζομαν!
Το κάρο είχε δυο ρόδες ξύλινες κι ο καροτσέρ’ς κάθονταν μπροστά, κράταγε το χαλινάρι απ’ τ’ άλογο κι οδήγαγε το κάρο. Η καρότσα είχε παραπέτια, σανίδες για ν’ ακουμπάει ο κόσμος τ’ν πλάτη. Αλλά είχε και σανίδες να κάθομαστε.
Άργηγε (αργούσε) πολύ το κάρο… περπάταγε τ’ άλογο σα να πααίνει περπατώντα ο άνθρωπος! Εμ, τι… Σαν τ’ αμάξια είναι;
Ξέσκεπο ήταν αχπάνω (από πάνω) το κάρο. Άμα έπιανε βροχή… άφ’ το (άφησέ το)! Θα γένοσαν λούτσα!
Θ’μάμαι τότε η Άρτα ήταν σα χωριό. Κάτι κουτσόσπιτα… Λίγα ήταν τ’ αρχοντόσπιτα, τα ψ’λά. Όλοι πάαιναν περπατώντα ή αν είχαν κανένα άλογο για να κ’βαλάν’ ξύλα στ’ν Άρτα κι όταν γύρναγαν για τα χωριά κρέμαγαν τα τροβάδια κι γύρναγαν στο κατοικιό τ’ς.
Ξέρ’ς κι τι άλλο θ’μάμαι; Επειδής ήταν πολλά άλογα στο δρόμο, έβγαιναν οι κυρίες με τα φαράσια και… μάζωναν τ’ς κατσίνες (καβαλίνες, κοπριές) απ’ τ’ άλογα, για να τ’ς βάλουν στα λουλούδια τ’ς. Τ’ αλογοφούσκι είναι καλό, στέκει αφράτο και για τα λουλούδια, για τα κήπια, για όλα…
Πού θα ηύρισκαν άλλο φ’σκί στ’ν Άρτα; Κι να ’ναι και τζιάπα…».
«Ας λέμε “βόιδι” κάποιον που ’ναι χαζός. Τα βόιδια είναι φιλότιμα ζώα, καλά, έχουν μυαλό. Με τα βόιδια έκαναμαν και χωράφι (οργώναμε) και με τ’ άλογα».
«Ας λέμε “βόιδι” κάποιον που ’ναι χαζός. Τα βόιδια είναι φιλότιμα ζώα, καλά, έχουν μυαλό. Με τα βόιδια έκαναμαν και χωράφι (οργώναμε) και με τ’ άλογα».
Αραμπάς: το βαρύ αμάξι
«Με τον αραμπά του αυτός…», λέμε για κάποιον που πηγαίνει πολύ αργά. Η παροιμιώδης αυτή φράση έχει, φυσικά, αντικειμενική βάση, καθότι αναφέρεται στο παλιό αυτό μεταφορικό μέσο που το έσερναν βόδια.
Έχει ήδη φθινοπωριάσει, η ζαμπέλα (τοπική ποικιλία σταφυλιού) έχει ήδη ωριμάσει κι εγώ κάθομαι με τον 93χρονο συνομιλητή μου σε ορεινό χωριό της Άρτας και συζητάμε…
«Ήταν ένας εδώια παρακατούλια απ’ το μαχαλά μας κι αυτός έζεψε δυο βόιδια σ’ ένα κάρο. Αυτό τό ’λεγαν αραμπά κι κ’βάλησε ούλα τα λιθάρια για να χτίσει το σπίτι του.
Στ’ μέρα μ’ γίν’κε αυτό π’ σ’ μολογάω.
Ας λέμε “βόιδι” κάποιον που ’ναι χαζός. Τα βόιδια είναι φιλότιμα ζώα, καλά, έχουν μυαλό. Με τα βόιδια έκαναμαν και χωράφι (οργώναμε) και με τ’ άλογα. Ε, τα βόιδια δεν είναι φορτιάρ’κα ζώα (για μεταφορά φορτίων) όπως είναι τ’ άλογα, τα μ’λάρια, τα γομάρια, τ’ αλογικά π’ τά ’λεγαμαν. Ειδικά τ’ άλογα είναι πολύ νοητά (νοήμονα) ζώα.
Εδώ στα ορεινά δεν είχαμαν κάρα, γιατί δεν έχει ίσιωμα ο τόπος, να πααίνει ολούθε το κάρο, όπως πααίνει στον κάμπο, που ’ναι ντιπ σιάδι.
Εμείς εδώ στα χωριά δεν είχαμαν κάρα, είχαμαν αλοϊκά (αλογικά: άλογα), μέχρι… τώρα π’ κυκλοφόρησε τ’ αμάξι (επεκτάθηκε η χρήση τροχοφόρων).
Μετά τ’ άλογα… ήρθαν τα τραχτέρια! Τα τραχτέρια έκαναν κι χωράφι, αλλά τα ’χαν γι’ αγώια…
Τα τραχτέρια πάαιναν και στον παλιόδρομο, γιατί έχουν ψ’λές ρόδες, δεν είναι σαν τ’ αμάξι».
«Το λεφωρείο ήταν πολύ παλιό. Τα καθίσματα ελεεινά! Σκισμένα πέρα-δώθε».
«Το λεφωρείο ήταν πολύ παλιό. Τα καθίσματα ελεεινά! Σκισμένα πέρα-δώθε».
Άμαξα ή παϊτόνι: το…
προπολεμικό ταξί!
Το νήμα της αφήγησης επί του θέματος παραλαμβάνει ευγενέστατη βιομάρτυρας:
«Προπολεμικά στα Γιάννενα, για να πάν’ οι ανθρώποι από σπίτι σε σπίτι έπαιρναν άμαξα, τ’ν είχαν όπως έχουμε σήμερα το ταξί. Τ’ς άμαξες τ’ς έλεγαν και παϊτόνια.
Για να κ’βαλάν τα πράματα ήταν οι χαμάλες, μακριά κάρα, ξύλινα, απάνω από δύο μέτρα. Μεγαλύτερες απ’ τα χειραμάξια ήταν οι χαμάλες. “Δε θέλω, χειραμάξι, έχω πολλά πράματα, να μ’ βρεις χαμάλα με γερό άλογο”, έλεγε ο άλλος. Ήταν κι οι αραμπάδες κι οι νταλίκες, με άλογα όλα αυτά. Τ’ νταλίκα τ’ν έσερναν δύο άλογα κι είχε τέσσερις ρόδες.
Τι έλεγα… Για το παϊτόνι, που ’ταν όχημα πολυτελείας.
Οι άμαξες ήταν πολυτελείας, ομορφοφκιαγμένες, για να κ’βαλάν’ τ’ς αρχόντους. Είχαν βελούδινα καθίσματα, κουρτινάκια ωραία.
Ήταν κι άμαξες αν’χτές, ήταν και κλειστές… που ’ταν σαν καμαρούλα, σα δωματιάκι. Σκεπαστές! Πώς έχουμε τώρα τα κλειστά αμάξια και τ’ αν’χτά… Άμα έβρεχε, έκλειναν αυτά τα παϊτόνια.
Ε, άμα είχε κακοκαιρία, ο κόσμος κάθονταν στα σπίτια του, δεν είχε κανιά δ’λειά να σεργιανάει με τ’ βροχή.
Ενώ τώρα πο’ ’χουμε τ’ αμάξια, βγαίνουμε όξω, ό,τι καιρός να ’ναι…
Οι αρχόντοι στα Γιάννενα είχαν θ’κό τ’ς αμάξι, αφού είχαν πολλούς παράδες, τ’ς έφταναν νά ’χουν κι αμαξά και στάβλο με άλογο και σπιτάκι για τον αμαξά.
Όποια ώρα ήθελαν να πάν’ κάπου, φώναζαν τον αμαξά:
-Τοίμασε τ’ αμάξι, να πάμε κάπου…
Άμα ήταν φτωχός… μάζωνε τα ποδαράκια του κι έκοβε δρόμο! Κι έτρωγε τ’ βροχή, το κρύο, το χιόνι… Και πούντιαζαν και πέθαιναν, χωρίς γιατρούς, χωρίς φάρμακα…
Η φτωχολογιά άμα αρρώσταινε, άμα είχε κάναν παρά, φώναζε το γιατρό στο σπίτι. Αλλιώς, πέθνησκε στο κρεβάτι.
Ήταν ακριβό το παϊτόνι για τ’ φτώχεια (φτωχούς ανθρώπους), για να κ’βαλήσουν τον άρρωστο. Αλλά και πού να τον πήγαιναν, αφού δεν ήταν νοσοκομεία…
Ο κοσμάκης τα παλιά τα χρόνια δεν ήξερε τι είναι… πέρα απ’ το χωριό τ’ς!
Αν πάαινες σε κάνα παν’γύρι μαναχά στ’ άλλο το χωριό…
Δεν ταξίδευε ο κόσμος τότε. Τα παιδιά τ’ς τα πάντρευαν στο ίδιο το χωριό, άμα τα πάντρευαν τ’ς έφκιαναν και μια καμαρούλα και… θαραπαύονταν (ικανοποιούνταν). Κι έκανε κουμάντο ο πατέρας, ούτε λεπτά στα χέρια δεν έπιαναν τα παιδιά, ας ήταν και παντρεμένα!
Τότε ο ν’κοκύρ’ς κάθονταν στο μαγαζί του, στο αργαστήρι του και δε σήκωνε κεφάλι! Και δεν περίσσευε δεκάρα. Και να περίσσευε κανιά δεκάρα, τ’ συμμάζωναν για να παντρέψουν τ’ς τσιούπρες, να σπουδάσουν τα παιδιά (αγόρια)…
Τώρα; Καμία φρον’μάδα (σύνεση, προνοητικότητα)! Μαζώνουν τα λεπτά και τα σκορπάν’ στα ταξίδια! Γκιζεράν’ σαν τ’ς σιατούρ’δες (περιφέρονται σαν τους ανόητους)! Αλλού τα παιδιά, αλλού οι γονέοι…
Μέχρι κι οι άντρες φοράν’ κάτι παντελόνια… ούτε κοντά ούτε μακριά (εννοεί βερμούδες)… Πώς τα λέν’, μωρ’ Βασίλη; Μασκαρ’λίκια! Κι οι γ’ναίκες τετράπαχες και φοράν’ κάτι κολλητά… και ξεκινάν’ άντρες και γ’ναίκες να πάρουν τ’ς δρόμους σβάρα…».
«Ο κάθε αγωιάτ’ς είχε δυο-τρία ζώα, μπορεί και τέσσερα, όσα μπόρ’γε να ταΐσει (συντηρήσει). Με τ’ αγώια έκανε τ’ δ’λούλα (δουλίτσα) του, κι ο κόσμος ευκολύνονταν (εξυπηρετούνταν) κι αυτός κέρδαινε τα λεπτούλια του (κέρδιζε τα λεφτουδάκια του)».
«Ο κάθε αγωιάτ’ς είχε δυο-τρία ζώα, μπορεί και τέσσερα, όσα μπόρ’γε να ταΐσει (συντηρήσει). Με τ’ αγώια έκανε τ’ δ’λούλα (δουλίτσα) του, κι ο κόσμος ευκολύνονταν (εξυπηρετούνταν) κι αυτός κέρδαινε τα λεπτούλια του (κέρδιζε τα λεφτουδάκια του)».
* Ο φιλόλογος Β. Μαλισιόβας είναι ο συγγραφέας των βιβλίων «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) και (σε συνεργασία με τον Π. Δημητρακόπουλο) «Περί ευχών – Τι και γιατί ευχόμαστε σε κάθε περίσταση» (εκδόσεις Άγκυρα).
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.