Τα πλατάνια μας πεθαίνουν όρθια…
Ένα δημοτικό τραγούδι της λαϊκής παράδοσης λέει: «Τ’ έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος (ξεραμένος) με τις ριζούλες στο νερό, τα κλώνια στον αέρα…».
Είχα καιρό να περάσω από τον παλιό αμαξωτό δρόμο, στην κοιλάδα του Λούρου προς Φιλιππιάδα, και μια μεγάλη θλίψη μού προκάλεσε η εικόνα με τα ξεραμένα πλατάνια. Όλα θύματα του μεταχρωματικού έλκους, μιας αρρώστιας, που δυστυχώς, έως σήμερα, δεν καταπολεμήθηκε από τον άνθρωπο.
Ο πλάτανος, ένα μακρόβιο δέντρο, συνδεδεμένο με ιστορικά γεγονότα, φημισμένο για τη μεγαλοπρεπή του κόμη, να σκιάζει κοινόχρηστους χώρους και πλατείες, σήμερα τείνει να εξαφανιστεί απ’ το φυτικό βασίλειο. Κάτι παρόμοιο, εδώ και χρόνια είχε συμβεί με φτελιάδες, τα ψηλόκορμα και μακρόβια δέντρα των ρεματιών! Ευτυχώς, το κακό τότε σταμάτησε και τα σκελετωμένα δέντρα ανανεώθηκαν.
Η προσφορά του πλατάνου, πέρα από τον βαρύ ίσκιο που χαρίζει, είναι να μας δίνει το ξύλο του και τις σανίδες, χρήσιμα για την κατασκευή επίπλων και σκεπών. Κρίμα που από χρόνους τώρα βλέπουμε αυτά τα θεόρατα δέντρα να ξεραίνονται όρθια και να κόβονται. Η καταστροφή έχει αρχίσει και στον παραλίμνιο χώρο των Ιωαννίνων, όπου καθημερινά γκρεμοτσακίζονται αιωνόβια πλατάνια αφήνοντας ένα τοπίο «Σαχάρας».
Κάποτε κόπηκε ο μεγάλος πλάτανος στην πλατεία του Συρράκου και μαζί του κόπηκαν αναμνήσεις, ιστορίες και γεγονότα γενεών. Ένα στολίδι, σημείο αναφοράς των Συρρακιωτών, εξέλιψε…
Κατεβαίνοντας προς τη γέφυρα Τσιμπόβου, η ίδια θλίψη κυριαρχεί, σαν βλέπεις νεαρά πλατάνια με γυμνά κλαριά. Φαίνονται σαν να κοιτάνε τον ουρανό με στεγνωμένο δάκρυ, γιατί ο πολύπειρος άνθρωπος δεν κατάφερε να τα σώσει από τον αργό τους θάνατο.
Ας ελπίσουμε ότι κάτι θα γίνει μελλοντικά για τη σωτηρία του είδους, ή την αντικατάσταση του.