Καλοκαιρινές πινελιές (Περιπατητής του φυσιολατρισμού)
Αυτή την εποχή, κάθε Σαββατοκύριακο, μόνος ή με συντροφιά, με το «δισάκι μας στον ώμο για το δρόμο» που λέει και το τραγούδι, με λίγο ψωμί τυρί ντομάτα και σκόρδο και την απαραίτητη γκλίτσα, αυγινά σαν βγει ο ήλιος, ο χαϊδιάρης σύντροφός μας, περπατάμε σε δύσβατα μονοπάτια μέσα στο δάσος.
Η πρώτη μας ανάσα χαμομήλι κι’ ευωδιά λουλουδιών. Το χαμομήλι πια φυτρωμένο παντού και σε ακροδρόμια, ανθόφορη η παρουσία του, σκορπώντας την ευωδιά του, ρουφώντας τη παθιασμένα σε όλη τη διαδρομή.
Φλογάτα στόματα της γης οι παπαρούνες μας καλωσορίζουν, όπως και οι πυρόκανθοι θυμίζοντάς μας τους πυρόκανθους της Γιαννιώτικης Πλατείας τότε εκείνα τα χρόνια, να ρουφάνε οι ανθοί του το φως, που χαρίζει ο ζωογόνος ήλιος.
Εκεί στα μονοπάτια σωρός οι ανθοί: μωβογάλαζοι, κιτρινωποί, ροζ, κοκκινωποί, κι ανάμεσα η λευκή η αγράμπελη, προβάλλοντας σταυρούς ανθινούς σε πυκνές φυλλωσιές.
Η πρώτη μουσική της ημέρας, το κελάηδημα των πουλιών που, όπως περνάμε, πετάνε από τις φυλλωσιές φοβισμένα τιτιβίζοντας, όπως επίσης και η γλυκόλαλη καμπάνα του όρθρου από το ξωκλήσι να αντιλαλούνε οι ρεματιές.
Βλέποντας τ’ αγριολούλουδα νομίζεις πως βλέπεις τα μάτια του Θεού. Σου χαμογελούν και μοσχομυρίζουν οι ανθισμοί τους, μοσκόβολοι σε αυγινές ώρες, όπως και σε σούρουπα ηδύπαθα ν’ απλώνουν ευωδιές.
Αγναντεύοντας ψηλά τις πελαργοφωλιές, της ευτυχίας θρόνοι, θα έλεγα, με τον αντιπελαργισμό τους, κι οι κροταλισμοί άρια της πιο πιστής συμβίωσης και στοργής στους νεοσσούς, με συχνές γονιών οι πτήσεις για την τροφή τους.
Να μπροστά μας και η πικροδάφνη ανθισμένη ύψωσε το ανάστημά της γεμάτο απαντοχή, πάνω από ξερολιθιές και βράχους. Χαίρεται τις καλοκαιριές, σκορπώντας υπομονή, μόνη της στις λαύρες χειμωνιές.
Τα μολοχάνθια χλωμά στα βουνοπλάγια στους καυτερούς βράχους, μοιάζουν σαν ανακατεμένα ξέπλεκα μαλλιά κοπελιών.
Ψηλόκορφα αγριόφυτα απ’ τις αναβροχιές γύρισαν τα κορμιά τους σκυφτά σαν μαραμένες κορμοστασιές απ’ τα λιοπύρια και το καμίνι. Σαν σταματήσουν όμως οι κάψες του καλοκαιριού σηκώνουν στητό κι’ ολόρθο τους μίσχους τους και σαν ροδαλό γέλιο αφήνοντας ο κάθε ανθός τους.
Οι πευκοφυτεμένες πλαγιές βαστούν κάτι από το λυκαυγές, τη δροσιά.
Κάθε τόσο απαντάμε βρύσες πετρόχτιστες που δροσίζουν τα λουλούδια και μ’ ελαφρό μουρνουρητό γλυκά τα νανουρίζουν. Πηγές να ξεδιψάσουμε από τα παγωμένα νερά τους και τ’ απομεσήμερο στρώνουμε κατάχαμα και τρώμε απ’ αυτά που κουβαλάμε, που είναι ανώτερα κι από χαβιάρι.
Σμήνος παιδικών θυμήσεων κατακλύζει το νου όταν τ’ αγριολούλουδα αυτά του βουνού και των κάμπων μου έκαναν συντροφιά στους ερημότοπους που και τότε περπατούσα. Πόσα μιλήματα παιδιάστικα μιλούσαν στην αθώα καρδιά, ζεσταίνοντας πλατιά τις προσδοκίες και τους ονειρεμούς μ’ αυτά, της χαράς τα βοτάνια.
Περπατούσα κι αναβαπτιζόμουν στο θαύμα της πλημμύρας των φλογών, με αισθητική συγκίνηση και στεκόμουν εκστατικός λάτρης στους οραματισμούς μου.
Στο σταυρό του κωδωνοστασιού το πέτρινο της εκκλησίας απέναντι σπουργίτες αμέριμνοι κι απαθείς στους ύμνους της γλυκόλαλης καμπάνας και των πιστών στον εσπερινό.
Σαν έρθει το ηλιόγερμα ο ήλιος φευγάτος στη δύση, ερυθρωπός, αποκαμωμένος, ξαποσταμό ποθεί να ζήσει, ρίχνοντας τις τελευταίες ακτίνες του σε ονειρεμένα ηλιοβασιλέματα, δίνοντας τη θέση του σε ωχρό σεληνοφώς.
Όπως λέει κι’ ο ποιητής του βουνού και της στάνης Κώστας Κρυστάλλης στo «Ηλιοβασίλεμα»:
Του κάμπου τα’ όγρια πουλιά
γυρνούν απ’ τις βοσκές τους
Και με αμέτρητους κελαηδισμούς μεσ’ τα δέντρα κουρνιάζουν
Από μακριά απ’ το βουκουλιό
ακούγεται φλογέρα
Κι’ αχολογούν βελάσματα
αχολογούν κουδούνια…….
Πολλά αγριόδεντρα, τα δειλινά αυτά που ο ήλιος σώνεται, προβάλλουν στη γραμμή των κορυφών και μοιάζουν διαβάτες, που δεν ξέρεις αν έρχονται ή φεύγουν, μοναχικά, εκεί ξεμακρυσμένα κι απ’ ανθρώπους ξεχασμένα.
Το νερό στις πηγές ζωντανεύει τη γαλήνη με λιμνούλες και πουλιά, αναρριχόμενα φυτά, φράουλες άγριες, ροζ άνθη σιγαλιά, ζωή παντού. Ζωή που δεν βλέπει και δεν ζεί ο σημερινός άνθρωπος που έχει γίνει ένα με τα άψυχα επιτεύγματά του. Όλα αυτά τα χαίρονται ερημότοποι και στις ράχες τα δασόδεντρα και οι εξοχές μυροβολάνε με τη συντροφιά της σιγαλιάς. Ψάχνουμε συνωστισμό στις παραλίες, ξαπλώστρα, φραπεδιά, κινητό, κλαμπ σάντουίτς, μοχίτο…
Όλα αυτά που περιγράφω, ίσως με περισσή λυρική διάθεση για την απείρου κάλλους Ελληνική φύση και να κεντρίσω το ενδιαφέρον σας, είναι δίπλα μας εκεί στα ερημωμένα χωριά μας και δεν τα χαιρόμαστε, έρμαιοι της τεχνολογίας μας. Κι’ όπως λέει κι ένα τραγούδι: «Αν δεν ξυπνάς χαράματα, πώς θες ν’ ακούς τ’ αηδόνια;» πηγαίνοντας στο χωριό βρίσκεις τους παλιούς φίλους και συμμαθητές αναπολώντας τα παιδικά χρόνια.
Σήμερα μέσα στο κομφούζιο που ζούμε που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε και ήμαστε υπεύθυνοι, ξεχνώντας τις καταβολές μας και τις ρίζες μας, εκεί που οι περισσότεροι μεγαλώσαμε, κι’ όμως δεν πάμε τα παιδιά μας να αγαπήσουν τη φύση, με συνέπεια την αύξηση της αστυφιλίας.
Κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους πίσω από έναν υπολογιστή που δεν σου επιτρέπει να σκέπτεσαι, και σε ωθεί σε αυτά που βιώνουμε καθημερινά και μάλιστα απορούμε ενώ είναι δημιουργήματά μας. Είναι καιρός να αφυπνιστούμε από τον ωχαδερφισμό που μας δέρνει να βγούμε στη φύση να ξεθολώσει το μυαλό μας, έχουμε μπροστά μας ολόκληρο καλοκαίρι, ας αδράξουμε την στιγμή…
(Μέτσοβο)