Η πικρή διαχείριση της φτώχειας…

on .

Τι λάδι είναι αυτό; Ρώτησε η Αλίκη ανασηκώνοντας το φρύδι της. -Έξτρα Παρθένο κορίτσι μου, το γράφει εδώ. Η Αλίκη το περιεργάστηκε καχύποπτα… Ο τενεκές όμως είναι μικρός! -Εμ βέβαια αφού είναι τρίκιλο. Ναι αλλά σ’ αυτή την τιμή μέχρι τώρα αγοράζαμε τετράκιλο! Και τι νάκανα Αλίκη μου αυτό είχαν προσφορά στο σούπερ μάρκετ, αυτό πήρα.

Όλα τα μικραίνουν μουρμούρισε η Αλίκη. Ακόμα και τις σοκοφρέτες… Και το βιτάμ από 250 γρ. στην ίδια τιμή πουλάνε 200 γρ. Και τον καφέ… Άσε τα γαλακτοκομικά… -Αλίκη, την έκοψε ο άντρας της, πήρες φόρα, δεν ωφελεί σε τίποτα η γκρίνια. Έτσι έχουν τα πράγματα, έτσι θα πορευτούμε. Η Αλίκη σώπασε, πήρε το φυλλάδιο που έφερε ο Πάνος με τα ψώνια, βγήκε στην αυλή και βάλθηκε να μελετά τις τιμές των προϊόντων. Ένιωθε σαν ορκωτός λογιστής. Έλεγχος και διαχείριση. Δεν είχε οικογένεια, εταιρία είχε.

Έχουμε και λέμε το λοιπόν: Τα παιδιά χρειάζονταν κορνφλέικς, ήθελαν το βράδυ να τους φτιάχνει τοστ, έπρεπε να κάνει κουμάντο και για φρούτα, λίγο ψάρι έστω και κατεψυγμένο… Τις νύχτες του καλοκαιριού κάθονταν με τον Πάνο στην βεράντα κι έπιναν κανά δυο μπυρίτσες, αγαπημένη τους συνήθεια από τότε που απέκτησαν παιδιά κι έπαψαν να βγαίνουν τα δυο τους. Κι όχι μόνο μπύρες και κανά χυμό, κανά γιαουρτάκι, λίγη φέτα…

Φέτα είπε κι ανατρίχιασε! Βαρελίσια Κολοπετινίτσας 11,80 έγραφε το φυλλάδιο.

-Αλίκη να τον κλείσω το φούρνο; Τα γεμιστά είναι έτοιμα. Κλείστον. Μμμ, ωραία που μυρίζουν. Πως τα λιγουρεύουμαι…  καμιά δεν τα φτιάχνει σαν και σένα κοριτσάρα μου. Η Αλίκη κρυφογέλασε, άστα αυτά γλύφτη. Ο Πανούλης άνθρωπος έξω καρδιά δυνάμωσε το ραδιόφωνο κι άρχισε να σιγοτραγουδάει:

-Πάμε όλοι μαζί σε μια παραλία,

πάμε όλοι μαζί με τη θεία τη Λία…

Τον άκουσε η Νεφισέ που κοιμόταν αμέριμνη στην αιώρα (τα παιδιά είχαν δέσει στον κήπο μια αιώρα ανάμεσα στη μυγδαλιά και στη βανίλια) κι άρχισε να γαβγίζει ενοχλημένη. Ήσυχα Νέφο, την πρόσταξε η Αλίκη. Το σκυλί έτρεξε αμέσως κοντά της. Τη λάτρευε την κυρά της και τη διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο. Όλοι στο χωριό ήξεραν πως αυτές οι δύο είναι αχώριστες!

Το περασμένο καλοκαίρι η Αλίκη έκανε δουλειές στο σπίτι με τις πόρτες ορθάνοιχτες! Δεν φοβόταν. Ζούσαν σ’ ένα ήσυχο χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα. Τι θα μπορούσε να συμβεί;

Μπήκε λοιπόν κάποια στιγμή στο υπνοδωμάτιο για ν’ αλλάξει σεντόνια και βλέπει έναν σκουρόχρωμο τύπο με μεγάλες μουστάκες να έχει ανοίξει όλα τα συρτάρια από τα κομοδίνα και να ψάχνει για λεφτά. Έμεινε η Αλίκη άλαλη και τον κοίταγε…

-Εγκό ντεν πειράξω μαντάμ. Εγκό γκίφτο είμαι. Καρπούζια πουλάω. Μπήκα να πιω νερό.

-Εντάξει, φύγε τώρα, ψέλισε η Αλίκη. Μα το γκίφτο δεν έφευγε. Άπλωσε τις μαυριδερές χερούκλες του κι άρπαξε την ομορφοσκαλισμένη μπιζουτιέρα της Αλίκης.

-Φύγεεε, ούρλιαξε. Κι ώσπου να καταλάβει τι γίνεται, σαλτάρει από το παράθυρο η Νεφισέ! Αρπάζει το γκίφτο από τα μπατζάκια και χώνει τις δοντάρες της στο ψαχνό!

Το γκίφτο ουρλιάζει! Πετάει τη μπιζουτιέρα και τρέπεται σε φυγή… Μέχρι πού τον κυνήγησε η Νεφισέ, η Αλίκη δεν τόμαθε ποτέ. Όταν όμως επέστρεψε λαχομανώντας… κρατούσε στο στόμα της λάφυρο πολύτιμο, την καφετιά λαστιχένια παντόφλα του γύφτου!

Αυτό ήταν. Ο φόβος της διαλύθηκε αμέσως κι άρχισε να γελάει με την καρδιά της. Νέφο μου το λιάνισες το παγανό. Χίλια καλούδια θα σου πάρω.

Η Νέφο στέκονταν ακίνητη στα μπροστινά της πόδια σαν έτοιμη από καιρό.

Επέστρεψε στην κουζίνα για να ετοιμάσει τραπέζι. Τα παιδιά είχαν ξεχάσει ανοιχτή την τηλεόραση. Ένας ομορφονιός, Αμερικανάκι μέσα – έξω, υπόσχονταν στο δελτίο ειδήσεων πως θα φορολογήσει τα υπερκέρδη των Τραπεζών, γιατί λέει θα γίνει κυβέρνηση με κοινωνικό πρόσημο! Ο άλλος πάλι, ο Fitness -ο θα είμαι για πάντα πρωθυπουργός- επέμενε: Συνεχής η μάχη κατά της ακρίβειας… Ανελέητος ο πόλεμος με τα καρτέλ…

Ο άντρας της της έκλεισε το μάτι κι άρχισε να κόβει ψωμί.

Τα γεμιστά κανονικά

θέλουν και λίγη φέτα,

μα είναι βλέπεις ακριβή

κι έτσι τα τρώμε σκέτα!

Η Αλίκη γέλασε. Δεν πτοείσαι ποτέ; Όχι πριγκιπέσα μου, μ’ αρέσει να σε κάνω να γελάς.

TTT

Τέλειωσαν το φαγητό τους. Η Αλίκη μάζεψε το τραπέζι. Κι η πιτσιρικαρία άραξε στους καναπέδες με τα τάμπλετ αγκαλιά.

Γιατί είναι έτσι τα σημερινά παιδιά; Γιατί απαξιώνουν την απόλαυση της ανάγνωσης, αναρωτήθηκε… Θυμήθηκε τον εαυτό της μαθήτρια… Πως περίμενε με λαχτάρα τις καλοκαιρινές διακοπές, ειδικά τα μεσημέρια. Τότε που όλα ησύχαζαν και οι μεγάλοι ξέκλεβαν κανά υπνάκο, γιατί τ’ απόγευμα είχαν πολύ δουλειά στα μποστάνια.

Η Αλίκη άραζε κάτω από την κληματαριά, αυτή την ίδια κληματαριά που είχε και τώρα στην αυλή της και που ο πατέρας της όσο ζούσε τη φρόντιζε με πολύ μεράκι… άραζε λοιπόν και ταξίδευε για ώρες μέσα στον συναρπαστικό κόσμο των βιβλίων… Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Λουντέμη, «Τ’ ανεμοδαρμένα ύψη» της Μπροντέ, τη «Μάνα» του Γκόρκι, τους «Άθλιους» του Ουγκό, «Από τη γη στη Σελήνη» του Ιουλίου Βερν… Αχ και νάχε ελεύθερο χρόνο, πόσο θα’ θελε να ξανασμίξει με την αγαπημένη της Πην. Δέλτα, την Άλκη Ζέη, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου…

Τι φοβερή παραλία! Σχολίασε ο άντρας της που παρακολουθούσε στην τηλεόραση τον Ευτύχη να σουλατσάρει στην Αμοργό. Μοιάζει σαν να είναι στην Καραϊβική! Η Αλίκη έριξε μια ματιά. Πράγματι ήταν πανέμορφη η Αμοργός! Αλλά τι νόημα έχει να τη βλέπεις στο γυαλί; Μόνο αν είσαι εκεί. Αν σε φυσάει το μελτέμι του Αιγαίου, αν νιώθεις στο κορμί σου την αρμύρα του πελάγου, αν σε ξελογιάζουν με τα παιχνίδια τους τα κύματα και οι παφλασμοί, τότε μόνο βιώνεις την Αμοργό.

Δεν την γούσταρε την εικονική πραγματικότητα. Ούτε είχε «φίλους» στα σόσιαλ. Προτιμούσε να βάζει κήπο. Το να έχει τις δικές της ντομάτες και τα ζαρζαβατικά ήταν γι’ αυτήν πιο ουσιώδες από τα like και τους ακόλουθους.

Άναψε ένα τσιγαράκι και βγήκε πάλι στην αυλή. Ποτέ της δεν μετάνιωσε που επέλεξε να μείνει μόνιμα στο χωριό και να μεγαλώσει τα παιδιά της σ’ ένα ελεύθερο φυσικό περιβάλλον.

Κάθε που πήγαινε στην πόλη, στα Γιάννενα, για ψώνια και δουλειές, κοίταζε απορημένη τα στενά μπαλκόνια των κουρασμένων πολυκατοικιών στη Ναπ. Ζέρβα. Τις ορδές των διπλοπαρκαρισμένων αυτοκινήτων μέσα στα στενοσόκακα. Ένιωθε τη μυρωδιά της μούχλας, από παλιά σπίτια, που ποτέ δεν τάβλεπε ο ήλιος. Την ενοχλούσε η ηχορύπανση και το ατέλειωτο λεφούσι των τουριστών στα αξιοθέατα της πόλης.

Έπιασε να φυσάει ένα ντροπαλό αεράκι. Η Αλίκη βολεύτηκε στην πάνινη πολυθρόνα της και μισόκλεισε τα μάτια.

Κάτι αόριστο βασάνιζε τον ενεστώτα της.

Κι όμως! Οι γαρουφαλιές που τόσο αγαπούσε η μητέρα της, ευωδίαζαν μέσα στους ασβεστωμένους τενεκέδες. Και το προζύμι που ανάπιασε, φούσκωνε στη μεγάλη πύλινη λεκάνη, για να γίνει το βράδυ ψωμί. Κι από μουσική άλλο τίποτα, τα τζιτζίκια ξεφάντωναν! Το πατρικό της σπίτι δεν εξυπηρετούσε μόνο τις τωρινές ανάγκες της οικογένειας, μα υπογράμμιζε διακριτικά τις μνήμες του παρελθόντος. Τη ζωή πότε πικρή και πότε χαρούμενη, που δόθηκε και πάρθηκε μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Αυτή τη γνώση της ζωής, που έκανε τώρα την Αλίκη να προβληματίζεται.

Η ανασφάλεια για την διαρκώς αυξανόμενη ακρίβεια. Η αβεβαιότητα για το μέλλον των παιδιών της. Οι δυσβάσταχτες κλιματολογικές αλλαγές.

Ο επόμενος πόλεμος θα είναι πόλεμος για το νερό.

Η ιλιγγιώδης ταχύτητα των πληροφοριών την αποσυντόνιζε. Δυσκολεύονταν να ανιχνεύσει την αλήθεια από τη μυθοπλασία.

Η ψηφιακή έκρηξη των εικόνων θόλωνε τον ορίζοντα της σκέψης της.

Οι άνθρωποι πάντα φοβούταν. Οι παλιότερες γενιές φοβούταν τον πόλεμο, την πείνα, τις επιδημίες… Ανησυχούσαν πως θάρθει η Λαμπρή και δεν θάχουν ένα ζευγάρι παπούτσια για να πάνε στην εκκλησία. Τώρα όμως οι φόβοι μεταλλάχτηκαν. Δεν είναι συγκεκριμένοι.

Επωάζονται μέσα σε μία δημιουργική ασάφεια κατά πως θάλεγε κι ο Βαρουφάκης…

Οι μηχανές θ’ αντικαταστήσουν τους ανθρώπους;

Όλο και πιο συχνά η Αλίκη διάβαζε άρθρα που αφορούσαν την Τεχνητή Νοημοσύνη. Το Week Al και το Narrow Al. Δηλαδή Αδύναμη και Ισχυρή Τεχνητή νοημοσύνη.

Ελάχιστα κατανοούσε από όσα μελετούσε. Κι όσα περισσότερα διάβαζε… τόσο πιο δυνατά τσάπιζε τον κήπο της.

Για λίγο χάθηκε μέσα σ’ ένα γαλήνιο μεσημεριάτικο υπνάκο… Σαν νάβλεπε μάλιστα όνειρο… Μια ατέλειωτη παραλία, με χρυσαφένια άμμο, όπως εκείνη που έδειχνε ο Ευτύχης στην τηλεόραση!

Περπατούσε λέει ξυπόλυτη κι είχε ένα ψάθινο καπέλο, με δύο κερασάκια στο πλάι… Το ίδιο καπέλο που της είχε πάρει η μανούλα της στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής…

-Αλίκη, Αλίκη, έφτιαξα τα καφεδάκια μας, είπε ο Πάνος και της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά.

Η Αλίκη μισοξύπνια τον ρώτησε: Θα πάμε ποτέ στην Αμοργό;

-Θα πάμε πριγκιπέσα μου, έχεις το λόγο μου.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.