Σχετικά με την πτώση των βάσεων…

on .

Αν παρατηρήσει κανείς όσα ακολουθούν, ύστερα από την ανακοίνωση της βαθμολογίας των εισαγωγικών εξετάσεων για τους μαθητές της τρίτης Λυκείου, θα διαπιστώσει ότι περισσότερο μένουμε στους εντυπωσιασμούς, που προκαλεί η μεγάλη πτώση των βάσεων σε συγκεκριμένα μαθήματα, παρά στη μελέτη των παραμέτρων που μας οδήγησαν σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Μάλιστα, η σύγκριση που επιχειρείται με την προηγούμενη χρονιά ή και με άλλες προηγούμενες χρονιές δεν φαίνεται να οδηγεί σε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, γιατί στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα δεν έχει γίνει κάποια ενέργεια που να βελτιώσει την κατάσταση αυτή και, κατ’ επέκταση, αντίστοιχα τις επιδόσεις των μαθητών. 

Όταν υπάρχει ποσοστό αποτυχίας σε βασικά μαθήματα, που ανέρχεται στο 60% ή και 70%, μία πρώτη διαπίστωση είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των υποψήφιων μαθητών δεν πρόκειται να σπουδάσει σε ένα από τα Τμήματα υψηλής ζήτησης παρά την πιθανή και θεμιτή επιθυμία του. 

Μία άλλη παράμετρος που πρέπει να εκτιμηθεί και να ληφθεί υπόψη είναι ότι πρέπει να ελεγχθούν η άμεση και ουσιαστική σχέση και  συνάφεια της διδακτέας ύλης στο Λύκειο με τα θέματα, τα οποία τίθενται στις εισαγωγικές εξετάσεις. 

Μάλιστα πρέπει ακόμη να εξεταστεί σε ποιο βαθμό οι απόφοιτοι μαθητές του Λυκείου έχουν μυηθεί σε μία τέτοια διαδικασία, έστω και σε ένα εικονικό επίπεδο, η οποία θα τους έδινε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη για την αντιμετώπιση αυτής της πρωτόγνωρης εμπειρίας. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία των εισαγωγικών εξετάσεων αποτελεί, στην ουσία, μία αξιολογική προσέγγιση  του ίδιου του εκπαιδευτικού έργου που επιτελεί το σχολείο. Αναρωτηθήκαμε, κατά συνέπεια, στο βαθμό που πρέπει και επιβάλλεται,  για τη διδακτέα ύλη, για τα εγχειρίδια που χρησιμοποιούμε, για τον έγκαιρο διορισμό και  την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, για τον εξοπλισμό των σχολείων με σύγχρονα μέσα διδασκαλίας ή μήπως τα περισσότερα από αυτά τα αφήνουμε στην τύχη τους και  σε άλλους εξωσχολικούς παράγοντες; 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κάθε πανεπιστημιακό Τμήμα θέλει φοιτητές με υψηλές επιδόσεις και ανάλογα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα. Απουσιάζουν, ωστόσο,  εκείνα τα ερευνητικά δεδομένα που θα παρουσίαζαν τις πανεπιστημιακές επιδόσεις  φοιτητών, οι οποίοι εισήχθησαν στα Πανεπιστήμια με ιδιαίτερα χαμηλές εισαγωγικές επιδόσεις και βάσεις. 

Μένουμε προσκολλημένοι στο υπάρχον σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, γιατί βασιζόμαστε, πρωτίστως, στο όποιο αδιάβλητο στοιχείο της διαδικασίας. Φαίνεται πως δεν είμαστε ακόμη σε θέση να φανούμε δίκαιοι και αντικειμενικοί σε οποιαδήποτε άλλη επιλογή, όχι μόνο ως εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και γενικότερα ως κοινωνία. Διερωτώμαι μήπως μέσα από διάλογο και συναινέσεις  έχει έρθει ο καιρός να αναζητήσουμε πιο ουσιαστικές και ευέλικτες προτάσεις και λύσεις. 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΚΑΨΑΛΗΣ, Ομότ. Καθηγητής, πρ. Πρύτανης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων