Η εξωτερική πολιτική των πολιτικών
Είναι αξίωμα της πολιτικής επιστήμης ότι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας διαμορφώνει τις αναγκαίες συνθήκες για τη σταθερότητα και την οικονομική της ανάπτυξη. Και αυτό, ειδικά στην εποχή μας, έχει απόλυτη εφαρμογή, αφού τα όρια της εσωτερικής λειτουργίας κάθε κράτους σήμερα είναι εξαρτημένα από τη θέση της χώρας στο διεθνές περιβάλλον. Άλλωστε όλοι οι Έλληνες βλέπουμε ότι τα σημαντικότερα ζητήματα της πατρίδας μας ρυθμίζονται από υπερεθνικά κέντρα των οποίων μέλος είναι και η χώρα μας.
Με βάση αυτή την πραγματικότητα είναι πολλοί εκείνοι που προβληματίζονται για όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό ή πρόκειται να εκδηλωθούν και σχετίζονται με την εξωτερική πολιτική της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, προκλήθηκε έντονος διάλογος για το αν έπρεπε ή όχι να μιλήσει ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας σε συγκέντρωση Αλβανών στην Αθήνα με κριτήρια ιδιωτικής επίσκεψης του Ράμα. Επίσης υπάρχει προβληματισμός για την νέα κυβέρνηση των Σκοπίων, η οποία προεκλογικά διατυμπάνιζε ότι, αν κέρδιζε τις εκλογές, δεν θα εφάρμοζε τη «Συμφωνία των Πρεσπών» με ό,τι αυτή δεσμεύει τις δύο χώρες. Αλλά και η στάση του Ερντογάν πέραν από τις δηλώσεις προσωρινά μη εχθρικές δεν δημιουργεί προσδοκίες για λύση σοβαρών διμερών προβλημάτων.
Συμπερασματικά η Ελλάδα συνεχίζει να έχει μεγάλες δυσκολίες για φιλικές σχέσεις με τις γειτονικές της χώρες, κάτι που αποτελεί παράγοντα απειλής και μόνιμης αστάθειας με ό,τι αυτό σημαίνει για την ειρηνική συνύπαρξη και την οικονομική ανάπτυξη της πατρίδας μας. Και το παράδοξο είναι ότι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων συνεχίζουν να διαλαλούν ότι ο καθένας κατέχει την αλήθεια και θεωρεί τον άλλο υπεύθυνο για τη μη διευθέτηση των προβλημάτων της εξωτερικής πολιτικής.
Αντίθετα πολλοί από τους συμπολίτες αναρωτιόμαστε γιατί εδώ και τόσα χρόνια δεν μπορέσαμε να εδραιώσουμε μια σταθερή σχέση συνεργασίας και φιλίας ούτε με τους Αλβανούς ούτε με τους Σκοπιανούς και ούτε με τους Τούρκους. Αναμφισβήτητα το ιστορικό παρελθόν των λαών και η Γεωγραφία επιβάλλουν τους κανόνες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την συμπεριφορά του κάθε κράτους. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε καταδικασμένοι από την Ιστορία να βρισκόμαστε διαρκώς σε πολιτική ένταση και σε στρατιωτική επιφυλακή. Χρήσιμο θα ήταν οι πολιτικοί μας να διαβάσουν πώς ενήργησαν ο Βενιζέλος και ο Κεμάλ μετά τον μικρασιατικό πόλεμο. Άλλωστε όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι οι ανάγκες αυτών των λαών είναι μεγάλες και δεν αντιμετωπίζονται με την αγορά αεροπλάνων, φρεγατών και όπλων. Όλοι έχουμε έλλειμμα σε επίπεδο υγείας, παιδείας και γενικά ευημερίας.
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση οι πολιτικοί μας θα πρέπει να ξανασκεφτούν και να σχεδιάσουν άλλους τρόπους διαχείρισης των σχέσεων με τους γειτόνους, αφού η ως τώρα εφαρμοζόμενη πολιτική δεν έχει αποδώσει. Και γεννιούνται εύλογα ερωτήματα για την ευθύνη όλων των πολιτικών. Γιατί φαίνεται ακατανόητο σε κάθε πρωτοβουλία της κυβέρνησης το κάθε κόμμα να αντιπολιτεύεται. Όπως επίσης έχει ανάλογη ευθύνη και η κυβέρνηση που σπανίως ζητάει τη γνώμη των άλλων κομμάτων για εθνικά θέματα.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Τσίπρας υπόγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών χωρίς να ρωτήσει άλλο κόμμα και ούτε καν να συζητήσει με το Υπουργικό του Συμβούλιο! Και τώρα οι Σκοπιανοί αμφισβητούν το περιεχόμενό της, σβήνουν την υπογραφή τους και το διεθνές κείμενο το πετάνε στον κάλαθο των αχρήστων.
Ή μήπως δεν είναι προκλητικός ο Ράμα να μιλάει στους ομοεθνείς του στην Αθήνα και την ίδια ώρα ο εκλεγμένος δήμαρχος της Χειμάρας να είναι φυλακισμένος;
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε την κυβέρνηση για τον ερχομό του Ράμα, ενώ την ίδια στιγμή ο Κασσελάκης μιλάει σε χωριά της Β. Ηπείρου χωρίς να πει λέξη για τα δεινά της Ελληνικής Μειονότητας και για τον Μπελέρη!
Επιτέλους όλα τα κόμματα οφείλουν να παραμερίζουν τις κομματικές επιδιώξεις σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, γιατί οι δυνάμεις του Ελληνισμού είναι περιορισμένες και τα συμφέροντα των ισχυρών μεγάλα. Επομένως η διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής με εθνικό πρόσημο είναι αναγκαία όσο ποτέ. Και εκτιμώ ότι και πρέπει και μπορούμε να πιέσουμε την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ για την προστασία των εθνικών μας δικαίων.
Άλλωστε έχουμε ως Έλληνες πλούσια εμπειρία από το ιστορικό μας παρελθόν για το πού οδηγεί ο διχασμός και η πολυγλωσσία στα εθνικά ζητήματα.