Η Ν.Δ. διατηρεί εικόνα κυριαρχίας στο πολιτικό σκηνικό!

on .

• Η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις δημοσκοπήσεις δείχνει να πιάνει το στόχο που πρόσφατα περιέγραψε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και παραπέμπει στο «γαλάζιο» στοίχημα γύρω από το 33%- δηλαδή γύρω ή και πάνω από το ποσοστό που το κόμμα του κατέγραψε στις ευρωεκλογές του 2019. Η ΝΔ διατηρεί εικόνα κυριαρχίας στο πολιτικό σκηνικό, αφού το δεύτερο κόμμα εντοπίζεται σε απόσταση αρκετών μονάδων. Διατηρεί δυνάμεις, παρότι η κυβερνητική φθορά είναι πλέον ορατή- στις πρόσφατες εθνικές εκλογές η Ν.Δ. κέρδισε μια μεγάλη νίκη με 40,5% αλλά σε όλα τα τελευταία γκάλοπ εμφανίζεται με απώλειες κάποιων μονάδων, που όμως αρχίζει εσχάτως να περιορίζει.

Είναι προφανές ότι το Μέγαρο Μαξίμου θα επιχειρήσει στο διάστημα που απομένει να προσεγγίσει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της με το δίλημμα περί πολιτικής σταθερότητας για μια άνετη κι ανεμπόδιστη τριετία μέχρι την εξάντληση της τετραετίας. Η αναμέτρηση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για τη δεύτερη θέση και με ποσοστά κάτω από το 20%, προσθέτουν πλεονεκτήματα στην προσπάθειά της και ενισχύουν τη θέση της- παρότι όλο και περισσότεροι πολίτες τους τελευταίους μήνες βγάζουν στην κυβερνητική παράταξη «κόκκινη κάρτα» για την ακρίβεια, τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, την κατάσταση στην Υγεία και την Παιδεία, στο πεδίο της ασφάλειας και της προοπτικής. Το «γαλάζιο στοίχημα» δεν παίζεται μόνο στο χώρο του Κέντρου, όπου η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη κατάφερε να ρίξει και να διατηρήσει γέφυρες, αλλά και στα δεξιά της. Η Ελληνική Λύση φλερτάρει με διψήφια ποσοστά, που φαίνεται ότι μπορεί να εξασφαλίσει τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα και σε περιοχές της Πελοποννήσου.

Συνήθως στις περισσότερες χώρες οι κάλπες για το Ευρωκοινοβούλιο δεν προσφέρονται για πολιτικά συμπεράσματα και μάλιστα όταν μόλις έναν χρόνο πριν μια κυβέρνηση έχει κερδίσει με τεράστια διαφορά από το δεύτερο κόμμα τις εθνικές εκλογές για δεύτερη συνεχή τετραετία

Καλώς ή κακώς, κατά τη γνώμη μου κακώς, αλλά δεν έχει καμία σημασία, αυτό ισχύει και είτε το θέλουμε είτε όχι η χώρα θα μπει σε μια περιδίνηση και θα χάσει το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει σήμερα, δηλαδή την απόλυτη πολιτική σταθερότητα. Όσο και αν η έλλειψη αντιπολίτευσης δημιουργεί όχι μόνο ζητήματα πολιτικής ισορροπίας αλλά και φαινόμενα αλαζονείας στην κυβέρνηση, αναμφισβήτητα εξασφαλίζει μια σταθερότητα και μια ασφάλεια στους Έλληνες, αλλά κυρίως στους ξένους επενδυτές, ότι μπορεί να σχεδιάσουν άφοβα για μερικά χρόνια και να ρισκάρουν νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη για τη χώρα.

Αν λοιπόν αίφνης μέσα σε περίπου έναν μήνα από σήμερα χαθεί αυτό το κλίμα για την Ελλάδα κι αρχίσουν η γκρίνια, η αμφισβήτηση και τελικά η διολίσθηση για την κυβέρνηση, με απλά λόγια τότε θα είμαστε στην αρχή του τέλους. Τα προβλήματα θα μεγεθυνθούν, η κυβέρνηση λογικά θα οπισθοχωρήσει φοβούμενη το πολιτικό κόστος και θα συμβεί το εξής παράδοξο: να έχουμε μια κυβέρνηση μόλις ενός έτους που θα σέρνεται αντί να παίρνει αποφάσεις χωρίς «φυσική διαδοχή» το επόμενο κόμμα, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη ή το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη θα έχουν τα μισά ποσοστά από τη Ν.Δ. του Μητσοτάκη.

Θα πει κάποιος ότι εδώ περιγράφεται μια χαώδης κατάσταση ή μια κινδυνολογία που δεν αποδίδει την πραγματικότητα και θα ήταν καλό να πάρει ένα μήνυμα η κυβέρνηση χάνοντας την αλαζονεία  του 41%» των εθνικών εκλογών, προκειμένου να κάνει πιο καλά τη δουλειά της. Ναι, θα μπορούσε να ισχύει, αλλά ίσως υπό άλλες συνθήκες και σε άλλη χώρα. Και αυτό το γνωρίζει καλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, γι’ αυτό και έθεσε το δίλημμα της σταθερότητας, λέγοντας στην εκκίνηση της προεκλογικής του εκστρατείας ότι το μέλλον της διακυβέρνησης την επόμενη τριετία περνάει από τις ευρωκάλπες του Ιουνίου. Αν δεν ήταν έτσι, δηλαδή αν όντως δεν υπήρχε το διακύβευμα της σταθερής διακυβέρνησης όλης της τετραετίας στις ευρωεκλογές, θα ήταν πολύ πιο απλό για όλους, πρωτίστως για τον Κυριάκο Μητσοτάκη αλλά και για τα άλλα δύο κόμματα.

Με απλά λόγια, λοιπόν, οι κάλπες του Ιουνίου, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχουν διακύβευμα κι αυτό είναι η πολιτική σταθερότητα της χώρας για την επόμενη τριετία.